Πόσο νέος ή μάλλον πόσο αρχαίος μπορεί να είναι ο βιολογικός και ο χημικός πόλεμος; Πότε άνοιξε για πρώτη φορά το κουτί της Πανδώρας με τα όπλα της φύσης; Η απάντηση είναι εκπληκτική, παρατηρεί η Εϊντριεν Μάιορ στο άρθρο της για τα όπλα των αρχαίων Ελλήνων στο National Geographic. Η ιδιοφυΐα της ανθρωπότητας για τη μετατροπή των φυσικών δυνάμεων σε όπλα έχει βαθύτερες ρίζες από ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, σημειώνει η ιστορικός, συγγραφέας και ερευνήτρια στο τμήμα Κλασικών Σπουδών και στο πρόγραμμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του πανεπιστημίου του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια.
Πολλοί ιστορικοί υποθέτουν ότι τα βιολογικά και χημικά όπλα είναι σύγχρονες εφευρέσεις. Πιστεύουν ότι η ικανότητα μετατροπής δηλητηρίων, μικροβίων, τοξινών και άλλων επικίνδυνων φυσικών παραγόντων σε όπλα απαιτεί επιστημονική κατανόηση της τοξικολογίας, της βιολογίας, της επιδημιολογίας και της χημείας. Και για να αξιοποιήσει κανείς τις δυνάμεις της φύσης χρειάζεται σίγουρα προηγμένες τεχνολογίες και εξελιγμένα συστήματα παραγωγής.
Ωστόσο, οι ελληνικοί μύθοι είναι γεμάτοι με βιολογικούς πολέμους, που περιλαμβάνουν από όπλα βουτηγμένα σε δηλητηριώδες αίμα Γοργόνων μέχρι θανατηφόρα βέλη του Απόλλωνα και της Αρτεμης. Ο δανεισμός των καταστροφικών δυνάμεων της φύσης ήταν κάτι περισσότερο από φαντασία. Περιστατικά βιολογικού πολέμου έχουν καταγραφεί σε πολλά αρχαία κείμενα. Περισσότεροι από 50 συγγραφείς παρέχουν στοιχεία που δείχνουν ότι βιολογικά και χημικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν σε ιστορικές μάχες γύρω από τη Μεσόγειο, την Ινδία και την Κίνα.
Πολλοί ιστορικοί, προσθέτει η Μάιορ, υποθέτουν επίσης ότι ο πόλεμος στην αρχαιότητα βασιζόταν στην τιμή, το θάρρος και την ικανότητα. Θεωρούν δεδομένο ότι τα δηλητηριώδη όπλα και οι αδίστακτες, ανήθικες τακτικές απαγορεύονταν από τους αρχαίους «κανόνες πολέμου» και ότι αυτοί οι κανόνες ακολουθούνταν στην κλασική αρχαιότητα, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Η μετατροπή της φύσης σε στρατιωτικό όπλο είχε εφαρμοστεί πολύ νωρίτερα και εκτενέστερα από ό,τι πιστεύαμε. Δεν υπήρχαν επίσημοι, συμφωνημένοι «κανόνες πολέμου» που εμπόδιζαν τη χρήση τοξικών όπλων. Οι συμπεριφορές που αφορούσαν την απόκτηση αθέμιτου πλεονεκτήματος με δηλητήρια και αντισυμβατικά όπλα ήταν περίπλοκες και διφορούμενες στην αρχαιότητα. Οι υπόγειες, μυστικές στρατηγικές για την αποφυγή της μάχης σώμα με σώμα δεν ήταν ταμπού, αλλά συνεπάγονταν πρακτικά και ηθικά προβλήματα.
Δηλητήριο στο πηγάδι
Η τεράστια ποικιλία των επιλογών ήταν συγκλονιστική. Εκτός από βέλη που εκτοξεύονταν αφού τα είχαν βουτήξει σε δηλητήριο φιδιών, μικρόβια, τοξικά φυτά ή εύφλεκτα υγρά, οι αρχαίοι στρατοί μόλυναν επίσης το νερό των εχθρών τους.
Η παλαιότερη τεκμηριωμένη περίπτωση δηλητηρίασης νερού σημειώθηκε κατά τον Α’ Ιερό Πόλεμο στην Ελλάδα, περίπου το 590 π.Χ. γράφει στο National Geographic η Εϊντριεν Μάιορ. Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους, Θεσσαλοί και Σικυώνιοι, μόλυναν την παροχή νερού της πόλης Κίρρας στην Φωκίδα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της, χρησιμοποιώντας ελλέβορο, ένα τοξικό φυτό που υπάρχει σε αφθονία σε όλη τη Μεσόγειο. Σημειωτέον, ιστορικές πηγές αποδίδουν τη συνωμοσία σε τέσσερις άντρες, ένας εκ των οποίων ήταν γιατρός.
Η μόλυνση των υδάτων καταδεικνύει τις παράπλευρες ζημιές, που προκαλεί ο βιολογικός πόλεμος. Εκτός από τους στρατιώτες βλάπτει και τον άμαχο πληθυσμό: οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά, που ήταν μέσα στα τείχη της Κιρρας πέθαναν όλοι. Γι’ αυτό μετά τον Α’ Ιερό Πόλεμο, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συμφώνησαν να μην δηλητηριάσουν ποτέ το νερό των μελών της συμμαχίας τους.
Δεν ταιριάζουν όλα τα ιστορικά παραδείγματα «βιοχημικών» τακτικών της αρχαιότητας με τους σύγχρονους επιστημονικούς ορισμούς. Ωστόσο, αντιπροσωπεύουν τα πρώτα στοιχεία των προθέσεων, των αρχών και των πρακτικών της εποχής που θα εξελίσσονταν στα σημερινά βιοχημικά όπλα.
Ως χημικά όπλα ορίζονται τα δηλητηριώδη αέρια, τα πνιγηρά και εκτυφλωτικά σύννεφα καπνού και τα εύφλεκτα εμπρηστικά υλικά που δεν σβήνουν με κοινά μέσα. Τα βιολογικά όπλα συλλέγονται από ζωντανούς οργανισμούς (όπως το ζωικό δηλητήριο και τα δηλητηριώδη φυτά) ή είναι τα ίδια παθογόνα, που μολύνουν το ανθρώπινο σώμα. Η χρήση ζώων ήταν ο πρόδρομος της έρευνας για τα εντομολογικά και ζωολογικά όπλα, που πραγματοποιείται ενεργά σήμερα.
Ο Ηρακλής και η Λερναία Υδρα
Οι αρχαίοι Ελληνες κατανοούσαν ότι, από τη φύση τους, τα βιολογικά και τα χημικά όπλα ήταν πολύ δύσκολο να ελεγχθούν. Είναι αξιοσημείωτο ότι στους αρχαίους μύθους για τη δημιουργία βιολογικών όπλων αναγνωρίζονται τα διλήμματα που εξακολουθούν να περιβάλλουν τέτοιους οπλισμούς σήμερα.
Στον μύθο του Ηρακλή, για παράδειγμα ο ήρωας σκοτώνει την πολυκέφαλη Υδρα και βυθίζει τα βέλη του στο δηλητηριώδες αίμα του τέρατος, δημιουργώντας ένα βιολογικό όπλο. Τότε, όμως, τίθεται σε κίνηση μια αλυσίδα από ακούσιες συνέπειες. Αυτό το δηλητήριο θα επιφέρει και στον ίδιο τον Ηρακλή έναν πολύ οδυνηρό θάνατο.
Οπως τα κεφάλια της Υδρας, που πολλαπλασιάζονταν, έτσι πολλαπλασιάζονται και τα προβλήματα της πραγματικής ζωής κάθε φορά που κάποιος καταφεύγει σε βιολογικές τακτικές. Και φαίνεται ότι τα όπλα σχεδόν αποκτούν τη δική τους ζωή. Η πιθανότητα για ανεπιθύμητα αποτελέσματα, παράπλευρες ζημιές και αυτοτραυματισμούς διαφαίνεται πάντα. Δηλητήριο και βέλη ήταν βαθιά συνυφασμένα στην ίδια την αρχαία ελληνική γλώσσα.
Ετυμολογικά, το «τοξικόν», η αρχαία ελληνική λέξη για το δηλητήριο, προέρχεται από το «τόξον», επιθετικό όπλο για την εξακόντιση βελών (τόξο – τοξικό – τοξίνη). Τα δηλητηριώδη βέλη ήταν μακράν τα πιο δημοφιλή βιολογικά όπλα της αρχαιότητας. Και σε όλο τον κόσμο έχει χρησιμοποιηθεί μια μεγάλη ποικιλία ουσιών για τη δηλητηρίαση βλημάτων, από επιβλαβή φυτά και δηλητήριο οχιάς μέχρι αγκάθια και τοξικά εντόσθια εντόμων.
Το αίμα της Λερναίας Υδρας
Ο Ηρακλής, ένας από τους πιο γνωστούς ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, επινόησε το πρώτο βιολογικό όπλο που καταγράφηκε στη δυτική λογοτεχνία. Συνέβη στον δεύτερο από τους 12 Αθλους του, όταν ανέλαβε να εξοντώσει τη Λερναία Υδρα, ένα τερατώδες φίδι με εννιά κεφάλια που ζούσε στη λίμνη Λέρνη και σκορπούσε συμφορά στους κατοίκους της περιοχής. Η ωμή βία και τα συνηθισμένα όπλα ήταν ανίσχυρα ενάντια στις τρομερές δυνάμεις της.
Κάθε φορά που ο Ηρακλής έκοβε ένα κεφάλι του τέρατος, στη θέση του φύτρωναν άλλα δύο. Τελικά, ο μόνος τρόπος για να σταματήσει την αναγέννηση των κεφαλών ήταν ο καυτηριασμός του κομμένου λαιμού με φλεγόμενη πίσσα (ρητίνη πεύκου). Οταν νίκησε την Υδρα, ο Ηρακλής βούτηξε τα βέλη του στο δηλητηριώδες αίμα της, δημιουργώντας ένα τρομακτικό οπλοστάσιο, που θα χρησιμοποιούσε για να εκτελέσει τους υπόλοιπους Αθλους του.
Ομως πέθανε και ο ίδιος από το δηλητήριο. Ο μύθος λέει ότι ο Κένταυρος Νέσσος, πριν πεθάνει από τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή, είπε στην γυναίκα του Δηιάνειρα ότι το αίμα του είναι μαγικό φίλτρο που θα κάνει τον άντρα της να την αγαπάει για πάντα. Η Δηιάνειρα, που ζήλευε την Ιόλη, πότισε τον χιτώνα του Ηρακλή με το δηλητηριασμένο αίμα του Νέσσου και όταν εκείνος τον φόρεσε ένιωσε αφόρητους πόνους ενώ το δέρμα του καιγόταν και ξεκολλούσε μαζί με τον χιτώνα. Ανέβηκε στο όρος Οίτη, ετοίμασε ξύλα και ανέβηκε πάνω. Ο φίλος και σύντροφός του Φιλοκτήτης, μετά από παράκληση του ήρωα, δέχτηκε να του βάλει φωτιά. Για να τον ευχαριστήσει, πριν πεθάνει ο Ηρακλής του χάρισε το τόξο και τα βέλη του.
Βέλη βουτηγμένα σε τρομερό δηλητήριο
Νομάδες τοξότες από τις ευρασιατικές στέπες, από τους οποίους οι ελληνικοί μύθοι εμπνεύστηκαν τις Αμαζόνες, οι Σκύθες ήταν από τους πιο τρομερούς πολεμιστές της αρχαιότητας, που χρησιμοποιούσαν βιολογικά όπλα. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές, που έφεραν στο φως Σκύθες πολεμιστές θαμμένους μαζί με τις φαρέτρες τους, αποκαλύπτουν ότι χρησιμοποιούσαν ύπουλα αγκαθωτά βέλη στερεωμένα σε ξύλινους άξονες, διακοσμημένους με σχέδια, που θυμίζουν δηλητηριώδεις οχιές.
Το να αντιμετωπίσεις μια καταιγίδα από βέλη, που μοιάζουν με ιπτάμενα φίδια με θανατηφόρους κυνόδοντες ήταν πολύ αποθαρρυντικό, αλλά η εμπειρία ήταν ακόμη πιο οδυνηρή, γιατί οι Σκύθες βουτούσαν τις ακονισμένες αιχμές των βελών τους σε ένα διαβόητο δηλητήριο. Σύμφωνα με αρχαίες ελληνικές πηγές, το «σκυθικόν», όπως ονομάζεται το δηλητήριό τους, ήταν ένα απαίσιο παρασκεύασμα από δηλητήριο φιδιού, σώμα οχιάς σε αποσύνθεση, ανθρώπινο αίμα και κοπριά.
Τα συστατικά αναμειγνύονταν και στη συνέχεια αφήνονταν να σαπίσουν για αρκετούς μήνες. Μια μικρή γρατσουνιά από ένα από αυτά τα βέλη αρκούσε για να επιφέρει φρικτό θάνατο ή να προκαλέσει ένα αργό μαρτύριο από μια πληγή μολυσμένη με γάγγραινα και τέτανο. Το γεγονός ότι οι Ελληνες γνώριζαν τα συστατικά του υποδηλώνει ότι οι Σκύθες διαφήμιζαν ευρέως το δηλητήριό τους, για να σκορπίζουν τον φόβο. Πράγματι, ένα ισχυρό χαρακτηριστικό των βιολογικών και χημικών όπλων οποιασδήποτε χρονικής περιόδου είναι οι ψυχολογικές επιπτώσεις τους, υπογραμμίζει η Εϊντριεν Μάιορ στο κατατοπιστικό άρθρο του National Geographic.
Το φυσικό οπλοστάσιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Στράβων και ο Κουίντος Κούρτιος ανέφεραν ότι το 326 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Μακεδονικός στρατός του δέχτηκαν βλήματα με δηλητήριο στο Πακιστάν και την Ινδία. Οι πολεμιστές που υπερασπίζονταν την Αρματέλια, τελευταία πόλη των Βραχμάνων στον Ινδό ποταμό, είχαν εμποτίσει τα όπλα τους με ένα δηλητήριο από νεκρά φίδια, που είχαν σαπίσει στον ήλιο.
Η περιγραφή του Διόδωρου για την αγωνία των τραυματιών είναι ζωντανή. Αρχικά, οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου μούδιασαν, μετά υπέστησαν πόνους και σπασμούς. Το δέρμα τους πάγωσε και έκαναν εμετό με χολή. Η γάγγραινα εξαπλώθηκε γρήγορα και οι άνδρες πέθαναν με φρικτό θάνατο.
Τα στοιχεία που παραθέτει ο Διόδωρος επέτρεψαν στους ιστορικούς να προσδιορίσουν ότι το δηλητήριο προήλθε από την θανατηφόρο οχιά του Ράσελ, ένα από τα πιο επικίνδυνα φίδια της Ινδίας, που πήρε το όνομά του από τον σκωτσέζο ερπετολόγο Πάτρικ Ράσελ, ο οποίος το περιέγραψε το 1796. Πριν από τον θάνατο, το δηλητήριό της προκαλεί πράγματι μούδιασμα και έμετο, μετά έντονο πόνο και γάγγραινα, όπως ακριβώς περιγράφει στις αφηγήσεις του ο αρχαίος ιστορικός.
Είναι ενδιαφέρον, γράφει η Εϊντριεν Μάιορ στο National Geographic, ότι τόσο οι Σκύθες όσο και οι υπερασπιστές της Αρματέλια χρησιμοποιούσαν ολόκληρα σώματα φιδιών για να φτιάχνουν δηλητήρια για βέλη. Αλλά είχαν λόγο να το κάνουν. Σύμφωνα με μια σύγχρονη ερπετολογική ανακάλυψη, το στομάχι του φιδιού περιέχει βλαβερά βακτήρια. Επιπλέον, οι επιστήμονες διαπίστωσαν πρόσφατα ότι οι οχιές διατηρούν εκπληκτικά μεγάλες ποσότητες περιττωμάτων στο σώμα τους. Και τα περιττώματα μιας νεκρής οχιάς θα πρόσθεταν ακόμη περισσότερα θανατηφόρα βακτήρια στο μείγμα.
Το 333 π.Χ., ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου αντιμετώπισε άλλο ένα καταστροφικό αντισυμβατικό όπλο. Οι Φοίνικες, που υπερασπίζονταν την Τύρο (στον σημερινό Λίβανο) πύρωναν άμμο σε ρηχά μπρούτζινα μπολ και την έριχναν στους άνδρες του Αλέξανδρου. Οι αρχαίοι ιστορικοί περιγράφουν τη φρικτή σκηνή καθώς οι καυτοί κόκκοι διαπερνούσαν την πανοπλία των στρατιωτών και έκαιγαν τη σάρκα τους σε βάθος, προκαλώντας οδυνηρό θάνατο.
Τα φλεγόμενα «σκάγια», που προκαλούσαν θανατηφόρα, βαθιά εγκαύματα, ήταν ο πρόδρομος των σύγχρονων βομβών θερμίτη ή λευκού φωσφόρου, που εφευρέθηκαν περισσότερα από 2.000 χρόνια αργότερα και χρησιμοποιήθηκαν πρόσφατα στην ίδια γεωγραφική περιοχή.
Τοξικά αέρια
Η φωτιά οδήγησε επίσης σε μια από τις πρώτες περιπτώσεις, ιστορικά, χρήσης δηλητηριώδους αερίου εναντίον εχθρού. Το 429 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν στην οχυρωμένη πόλη των Πλαταιών. Ο Θουκυδίδης περιγράφει πώς έφτιαξαν ένα τεράστιο σωρό από ξυλεία κωνοφόρων δέντρων δίπλα στο τείχος της πόλης και μετά έριξαν ανάμεσα στα ξύλα ρετσίνι (από τη ρητίνη πεύκου λαμβάνεται η τερεβινθίνη ή πίσσα).
Καινοτομώντας τολμηρά, οι Σπαρτιάτες πρόσθεσαν στη συνέχεια σβώλους θείου, που βρέθηκαν σε κοιτάσματα ορυκτών με ερεθιστική οσμή σε ηφαιστειακές περιοχές και θερμές πηγές. Ο συνδυασμός πίσσας και θειαφιού «παρήγαγε μια πυρκαγιά που δεν είχε προηγούμενο, μεγαλύτερη από οποιαδήποτε φωτιά που παρήχθη από ανθρώπινη δράση», δήλωσε ο Θουκυδίδης.
Πράγματι, οι γαλάζιες φλόγες, που κατέκαιγαν τις ξύλινες προεκτάσεις του τείχους των Πλατεών και η αποκρουστική δυσοσμία πρέπει να ήταν συγκλονιστικές. Οι αναθυμιάσεις ήταν θανατηφόρες. Η καύση του θείου δημιουργεί το τοξικό αέριο διοξείδιο του θείου, το οποίο είναι θανατηφόρο όταν εισπνέεται σε μεγάλες ποσότητες. Αναγκαστικά οι Πλαταιείς εγκατέλειψαν το φλεγόμενο τείχος, αλλά στη συνέχεια ο άνεμος αντιστράφηκε και μια δυνατή καταιγίδα έσβησε τη φωτιά. Οι Πλαταιές σώθηκαν.
Φωτιά, καπνός και δηλητήριο
Πέντε χρόνια αργότερα, το 424 π.Χ., οι Βοιωτοί, σύμμαχοι της Σπάρτης, εφηύραν το πρώτο «φλογοβόλο» της ιστορίας, για να παρακάμπτουν τους μεταβαλλόμενους ανέμους. Ο Θουκυδίδης περιέγραψε πώς το μηχάνημα κατέστρεψε τις ξύλινες οχυρώσεις στο Δήλιο (σημερινό Δήλεσι), όπου ήταν οχυρωμένοι οι Αθηναίοι. Οι Βοιωτοί κούφωσαν έναν τεράστιο ξύλινο κορμό και τον έντυσαν εσωτερικά με σίδηρο. Στο μπροστινό άκρο του κρέμασαν με αλυσίδες ένα μεγάλο καζάνι και στο εσωτερικό του κορμού έβαλαν έναν σιδερένιο σωλήνα. (Δείτε το φλογοβόλο των Βοιωτών σε αναπαράσταση του Μουσείου Αρχαίας Τεχνολογίας Κώστα Κοτσανά στην Αθήνα, Πινδάρου 6 και Ακαδημίας)
Η άλλη άκρη του σωλήνα ήταν λυγισμένη και έμπαινε μέσα στο καζάνι, που ήταν γεμάτο με αναμμένα κάρβουνα, ρετσίνι και θειάφι, τα ίδια επιταχυντικά που χρησιμοποίησαν πρώτοι οι Σπαρτιάτες στις Πλαταιές. Τοποθετημένη σε ένα καρότσι, η συσκευή κινούνταν πλάι στο τείχος. Στο πίσω άκρο του κορμού οι Βοιωτοί είχαν προσαρτήσει έναν πολύ μεγάλο φυσητήρα, με τον οποίο έστελναν δυνατό αέρα μέσω του σωλήνα κατευθύνοντας τις τεράστιες φλόγες και τα τοξικά αέρια στα ξύλινα τείχη. Τα τείχη αποτεφρώθηκαν, και το Δήλιο καταλήφθηκε.
Καθώς ο βλαβερός καπνός ήταν δύσκολο να ελεγχθεί και να κατευθυνθεί, συχνά ήταν πιο εύκολο να χρησιμοποιηθεί σε περιορισμένους χώρους όπως οι σήραγγες. Το 189 μ.Χ., κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας πολιορκίας της Αμβρακίας, στη δυτική Ελλάδα, οι υπερασπιστές της επινόησαν μια μηχανή καπνού για να απωθήσουν τους Ρωμαίους στρατιώτες του υπάτου Μάρκου Φούλβιου Νοβιλίορος, που άνοιγαν λαγούμια κάτω από τα τείχη για να μπουν ύπουλα στην πόλη. Ο Πολύαινος αφηγείται ότι οι κάτοικοι της Αμβρακίας «ετοίμασαν ένα μεγάλο δοχείο ίσο σε μέγεθος με το λαγούμι, έκαναν τρύπες τον πυθμένα του και έβαλαν μέσα έναν σιδερένιο σωλήνα». Γέμισαν το δοχείο με στρώσεις από λεπτά φτερά κοτόπουλου και κάρβουνα, που σιγόκαιγαν και το κάλυψαν με ένα διάτρητο καπάκι.
Κατόπιν έβαλαν το δοχείο μέσα στο λαγούμι με διάτρητο άκρο του μπροστά και στο πίσω μέρος του τοποθέτησαν έναν φυσητήρα συνδεδεμένο με τον σιδερένιο σωλήνα. Με αυτή τη συσκευή —που θυμίζει το πρωτόγονο φλογοβόλο που χρησιμοποιήθηκε στο Δήλιο— οι Αμβρακιείς γέμισαν το πέρασμα με τοξικά σύννεφα καπνού, αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να ορμήσουν έξω. «Εγκατέλειψαν την υπόγεια πολιορκία τους», ήταν το λιτό σχόλιο του Πολυαίνου.
Γιατί όμως έκαιγαν φτερά κότας; Αποδεικνύεται ότι τα φτερά αποτελούνται από κερατίνη που περιέχει το θειικό αμινοξύ κυστεΐνη. Οταν καίγονται τα φτερά απελευθερώνεται διοξείδιο του θείου, το ίδιο ακριβώς είδος αερίου που χρησιμοποίησαν οι Σπαρτιάτες στις Πλαταιές και οι Βοιωτοί στο Δήλιο. Φυσικά, οι Αμβρακιείς δεν γνώριζαν την επιστημονική εξήγηση, γράφει η Μάιορ στο National Geographic. Γνώριζαν, όμως, ότι το κάψιμο των φτερών του κοτόπουλου είχε μια διαβόητη τοξική επίδραση, ειδικά μέσα σε ένα λαγούμι.
Εμπρηστικό υλικό
Το να «βρέχει» φωτιά στις επιτιθέμενες δυνάμεις ήταν μια κοινή αμυντική πρακτική των πολιορκούμενων. Περί το 360 π.Χ., ο Αινείας ο Τακτικός (ο πρώτος αρχαίος έλληνας στρατιωτικός συγγραφέας που έγραψε για την τέχνη του πολέμου) συνέθεσε τα «Πολιορκητικά (ή Περὶ τοῦ πῶς χρὴ πολιορκουμένους ἀντέχειν)», το μοναδικό από τα έργα του, που έχει διασωθεί εν μέρει, ένα τμήμα του οποίου είναι αφιερωμένο σε αυτή τη στρατηγική άμυνας. Το κείμενο προτείνει μια φρικτή τακτική σε τρία βήματα.
Πρώτον, όσοι βρίσκονται υπό πολιορκία θα πρέπει να ρίξουν πίσσα στους στρατιώτες του εχθρού και στις πολιορκητικές τους μηχανές. Στη συνέχεια, θα πρέπει να εκσφενδονίσουν στουπιά και σβώλους θείου, που κολλάνε στην πίσσα. Και το τρίτο βήμα ήταν να ρίξουν φλεγόμενα ροκανίδια. Καθώς αναφλέγονται εύκολα τα στουπιά, το θείο καίγεται, απελευθερώνοντας διοξείδιο του θείου και θειικό οξύ. Ο Τακτικός περιγράφει επίσης μια ξύλινη βόμβα γεμάτη με εκρηκτικό υλικό και καλυμμένη με σιδερένιες ακίδες, που μπορούσαν να ρίξουν πάνω στις πολιορκητικές μηχανές του εχθρού. Οι ακίδες θα συγκρατούσαν τη φλεγόμενη βόμβα πάνω στον στόχο. Εξηγεί ότι «η φωτιά, που θα πρέπει να είναι ισχυρή και μην μην σβήνει εύκολα, πρέπει να προετοιμαστεί ως εξής: Σακιά με πίσσα, θειάφι, στουπί, λιβάνι σε κόκκους και πριονίδι πεύκου, που θα πρέπει να τους βάλετε φωτιά και να την φουντώσετε αν θέλετε να κάψετε οποιοδήποτε έργο του εχθρού».
Οπλοστάσιο της φύσης
Στον αρχαίο κόσμο, η δημιουργία όπλων από τη φύση απαιτούσε πείρα, παρατηρητικότητα, διαβολική δημιουργικότητα και προθυμία να καταφύγει κανείς στην κατασκευή όπλων με όποιο μέσο είχε στη διάθεσή του. Η χρήση όπλων βασισμένων σε θανατηφόρα δηλητήρια, πτητικές χημικές ουσίες, άσβεστη φλόγα, παθογόνους μικροοργανισμούς, τοξικά πλάσματα και απρόβλεπτα ζώα, βάζει σε κίνδυνο όχι μόνο τα θύματα αλλά και τους ίδιους τους θύτες. Η στρατιωτική εκπαίδευση και η γενναιότητα ήταν άχρηστες μπροστά σε τέτοιου είδους όπλα, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ύπουλα, κρυφά ή από μακριά.
Σε πολιτισμούς, που εκτιμούσαν την ανδρεία και τη στρατιωτική ικανότητα, τα τοξικά όπλα θεωρούνταν συχνά το ισοδύναμο της δειλής ενέδρας. Ωστόσο, παρά τη γενική αίσθηση ότι τα βιολογικά και χημικά όπλα ήταν αθέμιτα, η χρήση τους μπορούσε να δικαιολογηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι δικαιολογίες ηχούν γνώριμες σήμερα: Οταν ο εχθρός υπερτερεί αριθμητικά ή διαθέτει στρατεύματα ανώτερα σε δεξιότητες, θάρρος ή τεχνολογία, οι βιολογικές στρατηγικές δίνουν ένα πραγματικό πλεονέκτημα.
Οι απελπισμένες πόλεις, που βρίσκονταν υπό πολιορκία, κατέφευγαν σε βιολογικές επιλογές για να κρατήσουν μακριά τους εισβολείς. Οι στρατηγοί διέτασσαν βιοχημικές επιθέσεις απογοητευμένοι μετά από μακροχρόνιες πολιορκίες και αδιέξοδα ή για να αποφύγουν τα θύματα και την αβεβαιότητα ενός δίκαιου αγώνα. Ιεροί ή θρησκευτικοί πόλεμοι ενθάρρυναν τον ανελέητο φόνο των στρατιωτών του εχθρού αλλά και των αμάχων. Και κάθε φορά που ένας πληθυσμός χαρακτηριζόταν απολίτιστος ή υπάνθρωπος, λίγοι ενδοιασμοί υπήρχαν σχετικά με τη χρήση απάνθρωπων όπλων.
Το να αναλογιστεί κανείς την ιστορία της μετατροπής τόσων καταστροφικών φυσικών δυνάμεων σε ύπουλα όπλα είναι μια μάλλον μελαγχολική προσπάθεια. Οι αρχαίοι μύθοι και η ιστορία καταρρίπτουν την ιδέα ότι υπήρξε ποτέ μια εποχή, που ο βιολογικός και ο χημικός πόλεμος ήταν αδιανόητος. Αλλά τα στοιχεία δείχνουν, επίσης, ότι οι αμφιβολίες για την καταφυγή σε τέτοια όπλα προέκυψαν μόλις ο πρώτος τοξότης βούτηξε το βέλος του στο δηλητήριο. Και ίσως αυτός είναι ένας λόγος ελπίδας, καταλήγει η Εϊντριεν Μάιορ σε αυτό το τόσο ενδιαφέρον άρθρο της στο National Geographic.