Ενα βράδυ του φθινοπώρου του 2020, δύο νεαροί μαύροι άντρες δολοφονήθηκαν με 24 σφαίρες, όταν κάποιοι από διερχόμενο SUV γάζωσαν το αυτοκίνητό τους σε μια ήσυχη γειτονιά της δυτικής Φιλαδέλφειας, στις ΗΠΑ. Για πολλές ημέρες κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το κίνητρο της δολοφονίας. Και οι δύο ήταν πολύ επιτυχημένοι στις δουλειές τους, αγαπούσαν τις εκδρομές και τα ταξίδια, δεν είχαν απολύτως καμία εμπλοκή με συμμορίες ή άλλα μπλεξίματα και ήταν ο ορισμός του ήσυχου πολίτη.
Μέχρι που ένας αστυνομικός έδωσε στη μητέρα ενός από τους δύο δολοφονηθέντες την πιο απρόσμενη απάντηση: Πιθανώς είχαν δολοφονηθεί κατά λάθος, εξ αιτίας μιας διαμάχης που είχε ξεσπάσει στη γειτονιά τους μέσω Instagram. Οι δολοφόνοι, είπε ο αστυνομικός, που ήταν από τη βόρεια πλευρά της γειτονιάς, μπέρδεψαν τα δύο παιδιά με αντιπάλους τους από τη νότια πλευρά.
Μια ώρα μετά το φονικό, ένας από αυτούς ανέβασε μια φωτογραφία στο Instagram με τη λεζάντα «Αντε τώρα, μ*νιά, να τους μαζέψετε».
Οι δύο φόνοι έγιναν σε μια χρονιά που η βία στις ΗΠΑ παρουσίασε θεαματική αύξηση. Οι δολοφονίες μόνο, αυξήθηκαν κατά 30% από τον προηγούμενο χρόνο και παρέμειναν σε αυτό το επίπεδο για τα επόμενα δύο χρόνια. Το 2023 αναμένεται να παρουσιάσουν μικρή πτώση, αλλά και πάλι θα παραμείνουν πολύ ψηλότερα από την πρό-κορωνοϊού εποχή.
Οι εγκληματολόγοι, όπως γράφει ο Αλεκ ΜακΓκίλις στο Atlantic, αποδίδουν αυτήν την αύξηση σε διάφορους παράγοντες. Την πανδημία, την αύξηση στις πωλήσεις όπλων και την αναστάτωση που προκλήθηκε από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, μετά από την οποία η αστυνομία αδράνησε αρκετά, ενώ ταυτόχρονα οι άνθρωποι σταμάτησαν να την εμπιστεύονται ακόμη περισσότερο.
Στην έρευνα που έκανε ο συγγραφέας του άρθρου, όμως, διαπίστωσε και έναν ακόμη παράγοντα: τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Οι εργαζόμενοι στον τομέα της πρόληψης της βίας, στις ΗΠΑ, έχουν να πουν πολλές ιστορίες για «μπιφ», διαμάχες δηλαδή, που ξεκίνησαν στο Instagram, το Snapchat και άλλες πλατφόρμες και εξαπλώθηκαν με τρομακτική ταχύτητα στην πραγματική ζωή. Ενας απλός καβγάς μεταξύ δύο συμμαθητών, λένε, μπορεί σε λίγες ώρες να γίνει ένας κανονικός πόλεμος ανάμεσα σε εκατοντάδες άτομα.
Τα κινητά και οι πλατφόρμες υπήρχαν πολύ πριν την αύξηση της βίας, όμως. Αυτό που φαίνεται ότι λειτούργησε καταλυτικά είναι ο εγκλεισμός λόγω πανδημίας, όταν όλη η κοινωνική ζωή των ανθρώπων -και ιδιαίτερα των νέων- μεταφέρθηκε στα social media.
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί, επισημαίνει το άρθρο του Atlantic, για τη σχέση ανάμεσα στις αυτοκτονίες των νέων και τη χρήση των social media. Τώρα το θέμα προχωράει ένα λογικό βήμα παραπέρα: Αν τα social media παίζουν ρόλο στην αυξανόμενη τάση των νέων να κάνουν κακό στους εαυτούς τους, μήπως παίζουν ρόλο και στην τάση τους να κάνουν κακό στους άλλους;
Η παρούσα αύξηση της εγκληματικότητας στις ΗΠΑ δεν είναι μια επιστροφή στη βία της δεκαετίας του 1990, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Σε πολλές πόλεις της χώρας η βία εκδηλώνεται κυρίως σε νεαρότερες ηλικίες. Το ποσοστό των εγκλημάτων που διαπραττονται από νέους, 15 έως 19 ετών, ανέβηκε από το 2014 έως το 2021 κατά 91%!
Το 2022, μόνο στην Ουάσινγκτον, 105 άνθρωποι κάτω των 18 ετών έπεσαν θύματα πυροβολισμών, διπλάσιοι από το 2021. Στη Φιλαδέλφεια τα νεαρά θύματα πυροβολισμών ήταν στους πρώτους εννέα μήνες του 2022, 181, όσα τα αντίστοιχα για το 2015 και το 2016 σε συνδυασμό. Και στη Βαλτιμόρη περισσότεροι από 60 ανήλικοι έχουν πέσει θύματα πυροβολισμών στο πρώτο εξάμηνο του χρόνου που διανύουμε. Σε όλη τη χώρα τα στατιστικά δείχνουν ότι οι μαύροι ανήλικοι έχουν 14 φορές περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα δολοφονικών επιθέσεων από τους λευκούς…
Οσοι ασχολούνται με το θέμα, αστυνομικοί, εισαγγελείς και κοινωνικοί λειτουργοί, είναι πλέον βέβαιοι ότι τα social media ευιύνονται γι αυτά τα ποσοστά. Αλλά, όλοι τους δεν έχουν την παραμικρή ιδέα πώς να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο.
Σρην αρχή της δεκαετίας του 2010, στο Σικάγο, έκανε την εμφάνισή της μια μορφή ραπ, η ντριλ. Στα συγκεκριμένα βίντεο, νέοι προλουκαλούν άλλους νέους σε «μονομαχίες», οι οποίες γρήγορα εξαπλώνονται στο Instagram και στο Facebook. Οι αντίπαλες ομάδες δίνουν τις συντεταγμένες τους στον «εχθρό» και η μάχη γίνεται πραγματική. Συχνά στις αναρτήσεις, οι δύο αντίπαλοι εμφανίζονται με όπλα, πανέτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν. Και το κάνουν…
Ο 21 ετών Μπράντον Ολιβιέρι, έχει καταδικαστεί σε 37 χρόνια κάθειρξη για δύο φόνους. Ολα ξεκίνησαν από μια διαμάχη στο Instagram. Ο Ολιβιέρι και δύο φίλοι του συναντήθηκαν με εκείνους που «τους την έλεγαν» και τότε βγήκαν τα όπλα. Ο καβγάς άναψε και ακούστηκαν τρεις πιστολιές. Δύο άνθρωποι έπεσαν νεκροί. Και οι δύο ήταν 16 ετών. Ο πατέρας ενός από τους δολοφονημένους λέει στο Atlantic ότι «η δυνατότητα να απειλείς κάποιον στο διαδίκτυο, κάνει τα παιδιά να μπαίνουν στη νοοτροπία των γκάνκστερ».
Πέρυσι, όσο ο αριθμός των εφήβων που έπεφταν νεκροί από πυροβολισμούς στην Ουάσινγκτον τριπλασιαζόταν, η Ακαδημία Ειρήνης της πόλης, η οποία εκπαιδεύει τις κοινότητες στην αποφυγή της βίας, έκανε μια συνάντηση μέσω διαδικτύου, αφιερωμένη στα social media. Σε αυτήν τη συνάντηση, ο εκπρόσωπος της γενικής εισαγγελίας της πόλης πρόβαλε στην οθόνη του στοιχεία που έδειχναν πώς κλιμακώνεται η βία: Ξεκίνησε την παρουσίασή του με μια φωτογραφία που είχε αναρτηθεί στο Instagram το 2019. Στη φωτογραφία, ένας ράπερ, ο AhkDaClicka, φαινόταν στο μετρό τηε πόλης. Στη λεζάντα, ένας άλλος ράπερ, ο Walkdown Will τον κορόιδευε που χρησιμοποιούσε το μετρό και μάλιστα χωρίς όπλο. Ακολούθησαν κάποια υριστικά μηνύματα ανάμεσα στους δύο ράπερ. Μετά, στην οθόνη εμφανίστηκε ένα Ιnstagram Story του AhkDaClicka, στο οποίο έβριζε έναν άλλον ράπερ, ο οποίος υποτίθεται ότι είχε πάρει μέρος στη διαμάχη, εναντίον του. Στη συνέχεια ήρθε ένα βίντεο του AhkDaClicka στο YouTube, στο οποίο ράπαρε, τραγουδώντας «δώστε μου ένα πιστόλι και δείξτε μου τους αντιπάλους μου». Ολα αυτά θα είχαν κάποια πλάκα αν ο AhkDaClicka δεν είχε πυροβοληθεί θανάσιμα τον Ιανουάριο του 2020, λίγο μετά τις παραπάνω ανταλλαγές. Ηταν μόλις 18 ετών και το πραγματικό του όνομα ήταν Μαλίκ Σισέ. Τον επόμενο Μάιο η αστυνομία συνέλαβε τον Walkdown Will, επίσης 18 ετών. Ο Ουίλιαμ Γουίτακερ, όπως είναι το πραγματικό του όνομα δήλωσε ένοχος για φόνο.
Η παρουσίαση άφησε κάποιους από τους συμμετέχοντες στη συνάντηση με ανοικτό το στόμα. «Δεν μπορώ να πιστέψω το βαθμό ανωριμότητας και κουταμάρας που έχει γίνει πλέον ο κανόνας», έγραψε ένας τους στην κοινή συνομιλία. Ενας άλλος έκανε την ερώτηση-κλειδί: Κάνει τίποτε η πολιτεία ώστε να περιορίσουν οι πλατφόρμες αυτού του είδους τις εμπρηστικές αναρτήσεις;
Η απάντηση είναι ότι η πολιτεία προσπαθεί αλλά «βαράει τοίχο». Οποτε έχει ζητηθεί από τις πλατφόρμες να κατεβάσουν τέτοιου είδους αναρτήσεις, οι πλατφόρμες επικαλούνται την «ελευθερία του λόγου». Ακόμη κι αν κατέβει μια ανάρτηση, όμως, πριν συμβεί αυτό την έχουν ήδη μοιραστεί τουλάχιστον 20 άνθρωποι κι από κει και πέρα χιλιάδες άλλοι. Οσο κι αν οι πλατφόρμες μπλοκάρουν έναν χρήστη, ξεπηδούν εκατοντάδες άλλοι που έχουν στην κατοχή τους το επίμαχο περιεχόμενο.
Το Atlantic απευθύνθηκε σε εκπρόσωπο της Google, στην οποία ανήκει το YouTube, με ερωτήσεις σχετικές με το βίντεο του AhkDaClicka, όπου ο ίδιος μιλάει για όπλα και αντιπάλους που θέλει να «καθαρίσει». Και για ένα άλλο βίντεο, που είχε ανέβει το περασμένο καλοκαίρι. Αυτό ανήκε σε έναν ράπερ από το Κεντάκι και έδειχνε τον ίδιον και καμιά δεκαριά νεαρούς ακόμη να πανηγυρίζουν για τον πυροβολισμό ενός άντρα που πέθανε λίγο αργότερα στο νοσοκομείο.
Η οικογένεια του θύματος είχε ζητήσει από την Google να κατεβάσει το βίντεο, αλλά αυτό έμεινε αρκετά στη θέση του και συγκέντρωσε περισσότερες από 15.000 θεάσεις. Η εταιρεία απάντησε ότι γενικά έχει πολύ υψηλό επίπεδο ανοχής, καθώς αφήνει περιθώριο για «καλλιτεχνική έκφραση».
Οι πλατφόρμες φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται το ρόλο που παίζουν στην κουλτούρα των όπλων και της βίας. Η Meta παρέπεμψε τον δημοσιογράφο του Atlantic στην «πολιτική της κοινότητας» που εφαρμόζει, η οποία είναι γεμάτη από ασάφειες. Το TikTok δεν απάντησε καν.
Στο επίπεδο των κοινοτήτων τώρα, τα πράγματα δεν είναι πολύ εύκολα. Οι ομάδες πρόληψης της βίας απαρτίζονται κατά κύριο λόγο από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι δυσκολεύονται πάρα πολύ να αποκωδικοποιήσουν τις απειλές στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Πριν την πανδημία, ένας εκπαιδευόμενος στο μεγαλύτερο οργανισμό καταπολέμησης της βίας του Πίτσμπουργκ, σκανάριζε τα social media, αναζητώντας πιθανές εστίες «ανάφλεξης» ανάμεσα σε νέους ανθρώπους. Κάποια στιγμή διέκρινε μια διαμάχη να φουντώνει ανάμεσα σε ανήλικους πολλοι από τους οποίους είχαν στην κατοχή τους όπλα. Μίλησε στο γραφείο του κυβερνήτη. Εκείνοι κάλεσαν τους νεαρούς και κατάφεραν να αποφύγουν τα χειρότερα. Μετά ο εκπαιδευόμενος έφυγε και ο οργανισμός επανήλθε στις παραδοσιακές μεθόδους του.
Ετσι, όταν περίπου 1.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για ένα υπαίθριο πάρτι στις αρχές Ιουλίου στη Βαλτιμόρη, δεν υπήρχε κοντά κανένας αστυνομικός. Εάν παρακολουθούσαν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, θα ήξεραν ότι κάποιοι ετοιμάζονταν από καιρό να αιματοκυλίσουν τη γειτονιά. Οταν άρχισαν οι πυροβολισμοί, δύο άνθρωποι έπεφταν νεκροί και 28 τραυματίστηκαν. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι οι οπλισμένοι νεαροί ανέβαζαν βίντεο με τα όπλα τους και τις προθέσεις τους στα social πολύ πριν γίνει το κακό.
Μέχρι τώρα το σύστημα έχει αποτύχει σε όλα τα επίπεδα. Δεν μπορεί ούτε να προλαμβάνει τα περιστατικά κλιμάκωσης της βίας μέσω του ίντερνετ, αλλά ούτε και να τιμωρεί τους δράστες χρησιμοποιώντας τη δραστηριότητά τους στα social ως ενοχοποιητικά στοιχεία.
Για το φόνο των δύο νεαρών αντρών στη δυτική Φιλαδέλφεια, τρεις ανήλικοι συνελήφθησαν και πέρασαν από δίκη. Ο εισαγγελέας παρουσίασε στο δικαστήριο φωτογραφίες τους σε ένα SUV όμοιο με αυτό που είδαν μάρτυρες στο σημείο της δολοφονίας, αλλά και αναρτήσεις τους με όπλα ίδια με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στη διπλή δολοφονία. Το δικαστήριο τους απάλλαξε από τις κατηγπρίες των δύο δολοφονιών και τους καταδίκασε μόνο για παράνομη οπλοκατοχή.
Ο ντετέκτιβ που είχε αναλάβει την υπόθεση είπε στους γονείς των θυμάτων ότι οι ένορκοι «δυσκολεύονται να καταλάβουν τους μηχανισμούς των social media και πόσο σημαντικά είναι αυτά στις ζωές των νέων ανθρώπων».
Αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε οι μεγαλύτεροι είναι ότι τα social media δεν είναι πλέον απλώς εικονική πραγματικότητα. Είναι η ίδια η πραγματικότητα.