Συνήθως οι διάσημοι γράφουν την αυτοβιογραφία τους όταν έχουν φτάσει στην κορυφή της καριέρας τους και (υποτίθεται) της ωριμότητάς τους, στην πραγματικότητα όμως συχνά είναι η τελευταία τους προσπάθεια να βγάλουν λεφτά πριν αποδημήσουν εις Κύριον…
Επιπλέον, ως γνωστόν, είναι δύσκολο να γράψει κανείς κομψά τα απομνημονεύματά του, δεδομένου ότι πρόκειται απλώς για μια σειρά από κουτσομπολιά σε συνδυασμό με την ικανοποίηση του εγώ τού συγγραφέα. Τουλάχιστον όταν έχει γεράσει, υπάρχει ένα λούστρο αξιοπρέπειας. Ο σταρ του «Succession» Μπράιαν Κοξ, για παράδειγμα, στην αυτοβιογραφία του «Putting the Rabbit in the Hat» στάζει μεν δηλητήριο για πολλούς συναδέλφους του, αλλά παραμένει αξιοσέβαστος γιατί έχει αποκτήσει γενειάδα και βασικά είναι ένας σπουδαίος σαιξπηρικός ηθοποιός. Και όποιος δεν θέλει να περιμένει μέχρι να ασπρίσουν τα μαλλιά του, γράφει ένα βιβλίο μαγειρικής, όπως για παράδειγμα ο Στάνλεϊ Τούτσι.
Ωστόσο ο Γουίλ Σμιθ, αν και δεν είναι ούτε ηλικιωμένος ούτε ιδιαίτερα διακεκριμένος, δεν χάνει τον χρόνο του με συνταγές. Στην αυτοβιογραφία του «Will», που μόλις κυκλοφόρησε, όμως, ακολουθεί την κλασική συνταγή της εκδοτικής επιτυχίας, με ένα μείγμα από άγρια ανέκδοτα για διασημότητες, ολίγη υποτίμηση του εαυτού του και μια μεγάλη δόση επίδειξης και αυτοθαυμασμού. Γνωστός κωμικός ηθοποιός του Χόλιγουντ, στιχουργός και ράπερ, ο Σμιθ δεν υποκρίνεται ότι το βιβλίο του αφορά οτιδήποτε άλλο πλην του εαυτού του και ίσως γι’ αυτό είναι τόσο λαμπρό, πλην όμως εξίσου ανισόρροπο, γράφει στην Telegraph η Ρεμπέκα Ρίντ.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Ανδρες με μαύρα» αρχίζει παραδοσιακά τα απομνημονεύματά του από την παιδική ηλικία του. Περιγράφει τον αείμνηστο πατέρα του, που χτυπούσε τη μητέρα του και όλα τα μέλη της οικογένειάς του, και κρατάει από εκείνη την εποχή δύο πράγματα: ότι ο πατέρας του ήταν μεν ένας βίαιος άνθρωπος και κακός σύζυγος, αλλά παρών σε ό,τι έκανε ο Γουίλ, τον οποίο υποστήριζε αδιάκοπα μέχρι τον θάνατό του το 2016.
Αναφέρεται επίσης σε κάτι που μπορεί να πει κανείς ότι τον έχει ενοχλήσει: ότι στην παιδική ηλικία του ήταν προνομιούχος. Ο 53χρονος Γουίλ Σμιθ αναγνωρίζει ότι πήγε σε ένα σχολείο με κύρος, ότι δεν έζησε στο όριο της φτώχειας, ενώ ξεκαθαρίζει διακριτικά ότι δεν ήταν αστείο το να είσαι νεαρός μαύρος στη Φιλαδέλφεια τη δεκαετία του 1980.
Και όπως συμβαίνει συνήθως με το βιβλίο κάθε διάσημου, το καλύτερο μέρος του είναι όταν αρχίζει η επιτυχία. Ωστόσο έχει την ειλικρίνεια να παραδεχτεί ότι το δεύτερο άλμπουμ του απέτυχε οικτρά και το εισόδημά του μειώθηκε. Ταυτόχρονα «ξέχναγε» να πληρώνει τους φόρους του, ενώ ξόδευε άγρια ποσά. Ακόμη, αναφέρεται λεπτομερώς στην κατάρρευση της πρώτης μακροχρόνιας σχέσης του, στον πρώτο γάμο του, αλλά και σε όλους τους τρόπους με τους οποίους τα έκανε θάλασσα ως γονιός.
Στο «Will», ο Σμιθ αφηγείται αναρίθμητες διαταραγμένες ιστορίες. Μιλάει, π.χ., εκτενώς για το αν θα μπορούσε να σκοτώσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του εκδικούμενος τη βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στη μητέρα του: «Είμαι ο Γουίλ Σμιθ. Κανείς δεν θα πίστευε ποτέ ότι σκότωσα τον πατέρα μου επίτηδες. Είμαι από τους καλύτερους ηθοποιούς στον κόσμο. Η κλήση μου στο 911 (αντίστοιχο του δικού μας 100) θα ήταν για βραβείο Οσκαρ», γράφει.
Περιγράφει πώς τον έπιασε η μαμά του να κάνει σεξ στο πάτωμα της κουζίνας του σπιτιού τους, όταν ήταν 16 ετών. Θυμάται ότι είπε στη σύντροφο του, τη Τζέιντα, ότι σκεφτόταν να τα ξαναβρεί με την πρώτη του σύζυγο για να μεγαλώσουν (σωστά) τον γιο τους. Η Τζέιντα συμφώνησε μαζί του και τον άφησε να φύγει, αλλά τότε ο Σμιθ κατάλαβε ότι εκείνη ήταν η ιδανική γυναίκα, χώρισε την πρώην του για να παντρευτεί τη Τζέιντα και μαζί της μεγάλωσε τον πρώτο του γιο, Τρέι.
Θυμάται επίσης τη στιγμή που η Τζέιντα του ανακοινώνει ότι είναι έγκυος, λίγα λεπτά μετά τον ταυτόχρονο οργασμό τους και εννέα μήνες αργότερα (όταν γεννήθηκε ο γιος τους) θα αποδεικνυόταν ότι είχε δίκιο… Το βιβλίο τελειώνει με μια μακρά περιγραφή της ταξιδιωτικής εμπειρίας του στο Περού, όπου πήγε το 2011, όταν χώρισε με την Τζέιντα, την ημέρα των 40ών γενεθλίων της, ύστερα από 14 χρόνια γάμου και δύο παιδιά.
Ο στόχος του ήταν να δοκιμάσει αγιαχουάσκα, ένα τσάι από παραισθησιογόνα βότανα που χρησιμοποιούν οι αυτόχθονες σαμάνοι, το οποίο εν τω μεταξύ έχει περάσει από τον Αμαζόνιο στην Καλιφόρνια για τη χαρά της ψυχεδέλειας. Ηπιε, λοιπόν, τα 14 κοκτέιλ που του ετοίμασε ο περουβιανός σαμάνος και τελικά έσωσε τον γάμο του. Για την ακρίβεια, ο Γουίλ και η Τζέιντα συνεχίζουν να είναι μαζί, αλλά σε μια σχέση ανοικτής συμβίωσης, όπου και οι δύο διατηρούν εξωσυζυγικές σχέσεις.
Ολα καλά. Το θέμα είναι ότι ο Γουίλ Σμιθ πρόλαβε να γράψει τα απομνημονεύματά του νέος και σε μια χρονική στιγμή που έχει ακόμη πολλούς θαυμαστές, οπότε δικαίως αναμένεται και η εισπρακτική επιτυχία του βιβλίου του.