Eνα από τα ωραιότερα έργα θρησκευτικής μουσικής που σχετίζονται με τη Μεγάλη Εβδομάδα είναι τα «Κατά Ιωάννην Πάθη» του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, από όπου ξεχωρίζω ιδιαίτερα το δεκάλεπτο εκπληκτικό χορωδιακό της εισαγωγής. Φέτος, λοιπόν, συμπληρώνονται 300 χρόνια από την πρώτη εκτέλεση αυτού του ορατόριου (κατάλογος Εργων Μπαχ 245).
Ο Μπαχ έγραψε το έργο για τη Μεγάλη Παρασκευή του Απριλίου του 1724. Με το έργο του αυτό ο Μπαχ (που είχε έρθει στη Λειψία μόλις τον προηγούμενο χρόνο – βλ. κείμενό μου στο Protagon για τα «300 χρόνια από μία πρόσληψη») θέλησε να συνεχίσει την παράδοση που είχε καθιερωθεί από τον προηγούμενο συνθέτη και κάντορα της εκκλησίας του Αγίου Θωμά, Γιόχαν Κούναου, να εκτελείται κατά τη διάρκεια του εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής ένα μεγάλο ορατόριο με θέμα το Θείο Πάθος.
Ο Μπαχ έγραψε και το λιμπρέτο, βασισμένο κυρίως στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, που είχε μεταφράσει ο Μαρτίνος Λούθηρος, ενώ υπήρχαν και αποσπάσματα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και κάποια στοιχεία από τα «Πάθη» που είχε συνθέσει ο συγγραφέας και ποιητής Μπέρτχολντ Χάινριχ Μπρόκες (1680-1747). Ο ίδιος ο Λούθηρος ήταν θερμός θαυμαστής της μουσικής και όχι μόνο δεν επιδίωξε να την αποκλείσει από την Εκκλησία, αλλά αντιθέτως ήθελε να ανεβάσει το επίπεδό της. Ετσι, στη λουθηρανική Εκκλησία διατηρήθηκαν όλα τα είδη μουσικής που είχαν αναπτυχθεί κατά τους προηγούμενους αιώνες στην καθολική Εκκλησία, και μάλιστα στη συνέχεια αναπτύχθηκαν και νέα είδη θρησκευτικής μουσικής.
Ενα από αυτά τα είδη ήταν το ορατόριο.
Το ορατόριο εμφανίστηκε στην Ιταλία την ίδια εποχή που δημιουργήθηκε και η πρώτη όπερα. Πρόγονοί του μπορεί να χαρακτηριστούν τα μυστήρια και τα λειτουργικά δράματα του Μεσαίωνα και το ίδιο μπορεί επίσης να θεωρηθεί ένα είδος θρησκευτικής όπερας. Το πρώτο σχετικό έργο ήταν η «Παράσταση της Ψυχής και του Σώματος» του Αιμίλιου ντελ Καβαλιέρε που παίχτηκε το 1600. Ενα από τα βασικά καινοτόμα στοιχεία του ήταν πως το ρετσιτατίβο, δηλαδή η μουσική απαγγελία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στη θρησκευτική μουσική, ενώ τα χορωδιακά μέρη είναι πολυφωνικά και συμμετέχει ορχήστρα.
Ενα τέταρτο του αιώνα μετά, ο Χάινριχ Σιτς συνέθεσε στη Γερμανία έργα θρησκευτικής μουσικής, τους «Διαλόγους» και τις «Ιστορίες» που επίσης οδήγησαν στη μορφή του ορατόριου. Σημαντικό έργο του, επίσης σχετικό με τη Μεγάλη Εβδομάδα, είναι και «Οι επτά λόγοι του Ιησού πάνω στον Σταυρό». Με το ορατόριο εισάγεται ένα έντονα θεατρικό στοιχείο στη θρησκευτική μουσική, με τονισμό ποικιλίας συναισθημάτων.
Ετσι, φθάνουμε στον Μπαχ. Στα ορατόρια (τα Πάθη) που έγραψε, τα χορικά αντιπροσωπεύουν το Εκκλησίασμα, τη χριστιανική κοινότητα. Εδώ ο Μπαχ συνδυάζει την υψηλή τέχνη με την απλότητα, αποφεύγοντας περίπλοκες μορφές, όπως είναι η φούγκα και ο κανόνας. Επίσης, τα Πάθη συνδυάζουν το έπος και το δράμα, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά θρησκευτική μουσική, με την οποία ο Μπαχ παρακολουθεί (όπως γράφει ο Κάρολος Νεφ) βήμα προς βήμα την εξιστόρηση του θείου δράματος ως πιστός χριστιανός, ενώ ως καλλιτέχνης εκφράζει κάθε του λεπτομέρεια με δραματικό ή λυρικό τρόπο, περιγράφοντας επίσης τα εξωτερικά γεγονότα με επικό μεγαλείο.
Ετσι, στα «Κατά Ιωάννην Πάθη» ο Μπαχ χρησιμοποίησε το ρετσιτατίβο για την εξιστόρηση των γεγονότων, όπως την παρουσιάζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, δύο μεγάλες χορωδίες για να δώσει τις αντιδράσεις του πλήθους, όσο και διαλόγους μεταξύ του Ιησού, του Πέτρου και του Πιλάτου, ώστε να αποδώσει την δραματικότητα που ενέχει η παρουσία του Υιού του θεού μπροστά στους δικαστές του.
Οπως παραθέτει ο Γ. Ν. Δρόσος στο βιβλίο του για τον Μπαχ, ο μουσικολόγος Ρολάν ντε Καντέ κλείνει την ανάλυση του έργου με τις εξής φράσεις: Οι δραματικές σκηνές υπογραμμίζονται από τις φωνές του πλήθους, από τις βρισιές και από τις αντιδράσεις των ιερέων. Βρισκόμαστε στο θέατρο. Αλλά ποιο θέατρο; Σε αυτό που παίζεται η πιο μεγάλη τραγική πράξη της Ιστορίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο Λούθηρος υποστήριζε πως το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι το πρωταρχικό Ευαγγέλιο, μοναδικό στην ομορφιά και στην αλήθειά του, και το προτιμούσε έναντι των άλλων τριών, θεωρώντας ότι σε αυτό βρίσκει κανείς πώς η πίστη στον Χριστό νικάει την αμαρτία, τον θάνατο και την Κόλαση, και προσφέρει ενάρετη ζωή και σωτηρία.
Τα «Κατά Ιωάννη Πάθη» έκαναν μεγάλη εντύπωση στο πλήθος των πιστών. Ομως, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1750, ο Μπαχ είχε σχεδόν ξεχαστεί. Και ήταν ο Φέλιξ Μέντελσον που έφερε ξανά στην επιφάνεια το έργο του, διευθύνοντας το 1829 κατά πρώτον τα «Κατά Ματθαίον Πάθη». Η προσπάθεια του Μέντελσον ήταν ιδιαίτερα επιτυχής, ώστε το 1850 η συμπλήρωση εκατονταετίας από τον θάνατο του Μπαχ γιορτάστηκε στη Γερμανία με μεγάλη λαμπρότητα και το έργο του άρχισε να διαδίδεται σε όλον τον κόσμο.
Ετσι, σήμερα ο Μπαχ θεωρείται θεμελιωτής της σύγχρονης μουσικής, στο έργο του οποίου ταιριάζει η ρήση του Λάιμπνιτς, ότι «μουσική είναι η κρυμμένη μαθηματική άσκηση του νου, που δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι υπολογίζει». Επίσης η διεθνής αναγνώριση του έργου του έχει κάνει και πάλι επίκαιρα τα λόγια που ο διάσημος μουσικοκριτικός Φρίτνριχ Βίλχελμ Μάρμπουργκ είχε γράψει το 1751, μόλις έναν χρόνο μετά τον θάνατο του συνθέτη: Οπως η Ελλάδα είχε μόνον ένα Ομηρο και η Ρώμη μόνο έναν Βιργίλιο, η Γερμανία δεν θα έχει παρά έναν και μόνο Μπαχ.
Στο παραπάνω κείμενο χρησιμοποίησα την «Ιστορία της Μουσικής» του Καρλ Νεφ και τη βιογραφία του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ τοπυ Γ.Ν. Δρόσου (εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος).
Στο Youtube βρήκα το χορωδιακό της εισαγωγής (Herr, unser Herrscher) με την εκτέλεση που αναφέρω στην αρχή: Ορχήστρα δωματίου της Στουτγάρδης σε διεύθυνση Karl Muenchinger