Εκπρόσωπος της εταιρείας Moët Hennessy ανακοίνωσε ότι εξαντλούνται τα αποθέματα σαμπάνιας λόγω μεγάλης ζήτησης | Shutterstock
Θέματα

Τα νέα «roaring twenties» και η τρελή κατανάλωση σαμπάνιας

Τα αποθέματα στα κελάρια του Επερνέ εξαντλούνται εφέτος, ωστόσο ο αφρώδης οίνος δεν είναι το μόνο είδος πολυτελείας που βλέπει αύξηση στις πωλήσεις του μετά την έξοδο από την πανδημία. Ερευνες δείχνουν ότι οι εταιρείες πολυτελών ειδών ανθίζουν
Protagon Team

Εκπρόσωπος του Moët Hennessy, ιδιοκτήτη των Moët & Chandon, Veuve Clicquot, Krug και Dom Pérignon, και μεγαλύτερου παραγωγού σαμπάνιας στον κόσμο, ανακοίνωσε ότι «εξαντλούνται τα αποθέματα στις καλύτερες σαμπάνιες μας», καθώς οι πλούσιοι ξοδεύουν μεγάλα ποσά σε είδη πολυτελείας, σε μια νέα εποχή παρακμής, που θυμίζει τα «roaring twenties», την τρελή δεκαετία του 1920, γράφει στον Guardian ο Ρούπερτ Νιτ.

Οι εργαζόμενοι Βρετανοί μπορεί να έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση στο βιοτικό τους επίπεδο από τότε που ξεκίνησε η καταγραφή, τη δεκαετία του 1950, αλλά σύμφωνα με τον επικεφαλής του τμήματος κρασιών και οινοπνευματωδών ποτών του ομίλου LVMH, μετά τη χαλάρωση των περιορισμών για τον κορονοϊό υπάρχει συνεχής ζήτηση για τους καλύτερους αφρώδεις οίνους του κόσμου.

Ο Φιλίπ Σάους, διευθύνων σύμβουλος του Moët Hennessy, δήλωσε ότι το 2022 ήταν «μια υπέροχη χρονιά» για τις σαμπάνιες τους, οι τιμές των οποίων ξεκινούν από περίπου 45 ευρώ το μπουκάλι και φτάνουν έως χιλιάδες ευρώ. Αυτό αποδεικνύεται από τα αποθέματα, που εξαντλούνται στο δίκτυο των υπόγειων κελαριών της εταιρείας, στο Επερνέ της Καμπανίας, τα οποία έχουν μήκος 27 χλμ.

«Εχουν εξαντληθεί τα αποθέματα στις καλύτερες σαμπάνιες μας. Καθώς οι άνθρωποι βγαίνουν από την Covid, υπάρχει μεγάλη ζήτηση για πολυτέλεια, απόλαυση και ταξίδια», είπε ο Σάους στο Bloomberg, σε πρόσφατη συνέντευξή του, κατά τη διάρκεια του New Economy Forum, στη Σιγκαπούρη.

Το κελάρι της Dom Pérignon στην Καμπανία-Αρντέν (Facebook/Dom Pérignon)

Ανέφερε ότι το άλμα στη ζήτηση ήταν τόσο μεγάλο που, εσωτερικά, η εταιρεία αναφέρεται στην τρέχουσα άνθηση ως τα «roaring twenties», μια αναφορά στην οικονομική ευημερία της τρελής δεκαετίας του 1920, ακριβώς πριν από έναν αιώνα.

Ο Σάους –του οποίου το τμήμα κρασιών και οινοπνευματωδών ποτών περιλαμβάνει τα single malt ουίσκι Glenmorangie, τη βότκα Belvedere και το κρασί Cloudy Bay της Νέας Ζηλανδίας– δεν ανέφερε ποιες σαμπάνιες είχαν εξαντληθεί ή πόσο χαμηλά είχαν πέσει τα αποθέματα, γράφει ο Ρούπερτ Νιτ.

Στα τελευταία οικονομικά του αποτελέσματα, ο όμιλος LVMH δήλωσε ότι οι «οίκοι σαμπάνιας» του «απολάμβαναν εξαιρετική δυναμική, γεγονός που αύξησε την πίεση στις προμήθειες». Ο όμιλος, που ανήκει εν μέρει και διευθύνεται από τον Μπερνάρ Αρνό, τον πλουσιότερο άνθρωπο της Γαλλίας, ανακοίνωσε ότι η αύξηση της ζήτησης ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία και «οδηγήθηκε από την ανάκαμψη του τουρισμού». Συνολικά, οι πωλήσεις σαμπάνιας και κρασιού αυξήθηκαν κατά 32% τους πρώτους εννέα μήνες του 2022, σε σύγκριση με το 2021.

Νωρίτερα εφέτος, εξάλλου, ο Guardian ανέφερε ότι οι πωλήσεις σαμπάνιας στα wine bars στο Σίτι του Λονδίνου αυξήθηκαν, καθώς οι τραπεζίτες γιόρταζαν τη μεγαλύτερη σεζόν μπόνους μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η σαμπάνια που εξαφανίζεται από τα ράφια. Οι εταιρείες ειδών πολυτελείας παγκοσμίως ανέφεραν πρόσφατα άνθηση των πωλήσεων σε οτιδήποτε, από ρούχα και τσάντες επώνυμων οίκων μέχρι ακριβά ρολόγια και πανάκριβα αυτοκίνητα, καθώς οι τάξεις των εξαιρετικά πλούσιων έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο από ποτέ.

Σύμφωνα με έρευνα της επενδυτικής τράπεζας Credit Suisse, αριθμό-ρεκόρ συνιστούν τα 218.200 άτομα που χαρακτηρίζονται σήμερα ως ultra-high net worth (UHNW), δηλαδή διαθέτουν καθαρά περιουσιακά στοιχεία άνω των 50 εκατ.δολαρίων (48 εκατ. ευρώ). Η έρευνα αναφέρει ότι συντελέστηκε «μια έκρηξη πλούτου» κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης από την πανδημία.

Oι πωλήσεις σαμπάνιας στα wine bars στο Σίτι του Λονδίνου αυξήθηκαν, καθώς οι τραπεζίτες γιόρταζαν τη μεγαλύτερη σεζόν μπόνους μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 (Shutterstock)

Ο LVMH, ο μεγαλύτερος όμιλος ειδών πολυτελείας στον κόσμο, ο οποίος διαθέτει επίσης εμπορικά σήματα όπως Christian Dior, Stella McCartney, ρολόγια TAG Heuer και κοσμήματα Bulgari και Tiffany, τον περασμένο μήνα ανέφερε άλμα 19% στις πωλήσεις του τρίτου τριμήνου. Ο Ζαν-Ζακ Γκιονί, οικονομικός διευθυντής του LVMH, δήλωσε ότι μεταξύ των πελατών του η οικονομική ύφεση «δεν έχει γίνει ακόμη ορατή σε πλήρη εξέλιξη… αν συμβεί ποτέ».

Παρόμοια κέρδη έχουν παρατηρηθεί σε ολόκληρο τον κλάδο. Ο όμιλος Kering, ο οποίος κατέχει τις εταιρείες Gucci, Balenciaga και Bottega Veneta, ανέφερε αύξηση 14% στις πωλήσεις του τρίτου τριμήνου.

Ο οίκος Hermès, του οποίου οι τσάντες Birkin κοστίζουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ, ανέφερε άνοδο στις πωλήσεις κατά 24%, σε σύγκριση με τις προσδοκίες των αναλυτών για 15%. Και ο οικονομικός διευθυντής του, Ερίκ ντι Αλγκουέ, δήλωσε: «Προς το παρόν δεν βλέπουμε κανένα σημάδι επιβράδυνσης σε καμία από τις αγορές μας».

Οι αναλυτές προβλέπουν ότι η άνθηση στις πωλήσεις των ειδών πολυτελείας είναι πιθανό να συνεχιστεί, καθώς οι πλούσιοι ξοδεύουν τα 2,87 τρισ. ευρώ που εξοικονόμησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Είδη πολυτελείας, όπως τα ρολόγια Tag Heuer, έχουν σημειώσει επίσης αύξηση στις πωλήσεις τους (Tag Heuer/Facebook)

Ο παγκόσμιος κλάδος ειδών πολυτελείας στο 95% των σημάτων αναμένεται να επιτύχει συνολικές πωλήσεις 1,4 τρισ. ευρώ φέτος, σημειώνοντας αύξηση 21% σε σχέση με το 2021, σύμφωνα με έκθεση των αναλυτών της Bain & Company και της ιταλικής ένωσης κατασκευαστών ειδών πολυτελείας Altagamma.

Η έκθεση, που δημοσιεύθηκε την Τρίτη 15 Νοεμβρίου, ανέφερε ότι ο κλάδος «παραμένει έτοιμος να δει περαιτέρω αύξηση το επόμενο έτος και για το υπόλοιπο της δεκαετίας έως το 2030, ακόμη και ενόψει της τρέχουσας οικονομικής αναταραχής».

Αναφέρει, ακόμη, ότι η έκρηξη αναμένεται να συνεχιστεί λόγω της «πρόωρα ενισχυμένης στάσης των νέων απέναντι στην πολυτέλεια. Τα επόμενα χρόνια, οι δαπάνες των Gen Z και Gen Alpha πρόκειται να αυξηθούν κατά περίπου τρεις φορές πιο γρήγορα από ό,τι άλλων γενεών μέχρι το 2030, αποτελώντας το ένα τρίτο της αγοράς«.

«Οι καταναλωτές της Gen Z αρχίζουν να αγοράζουν είδη πολυτελείας περίπου τρία έως πέντε χρόνια νωρίτερα από τους Millennials (σε ηλικία 15 ετών, έναντι 18 έως 20 ετών της προηγούμενης γενιάς) και η Gen Alpha αναμένεται να συμπεριφέρεται με παρόμοιο τρόπο», καταλήγει η έρευνα.