«Μια μικροσκοπική παράκτια χώρα, ελάχιστα γνωστή σε μεγάλο μέρος του κόσμου, φιλοξενεί το πιο σημαντικό τουρνουά ποδοσφαίρου. Βασιζόμενη σε μια αναπτυσσόμενη εξαγωγική οικονομία και την εργασία ενός μεγάλου πληθυσμού αλλοδαπών μεταναστών, κατασκευάζει σημαντικά έργα υποδομών για να οργανώσει μια εκδήλωση που πραγματοποιείται κυρίως στην πρωτεύουσά της. Για τη διοργανώτρια χώρα, αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν είναι απλώς μια άσκηση στην αθλητική ψυχαγωγία, αλλά μια ευκαιρία να εμφανιστεί στον χάρτη, να επιδείξει την ευημερία και την αξία της και να κερδίσει παγκόσμιο κύρος», γράφει ο Ισάν Θαρόρ της Washington Post, αναφερόμενος στην Ουρουγουάη, τη χώρα που είχε αναλάβει τη διοργάνωση του πρώτου Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου, το μακρινό 1930.
Την Κυριακή 20η Νοεμβρίου πρόκειται να διεξαχθεί ο εναρκτήριος αγώνας του 22ου Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, με την ομάδα του Κατάρ να υποδέχεται, ως διοργανώτρια χώρα, την ομάδα του Ισημερινού, στο στάδιο Αλ Μπαΐτ της Ντόχα.
Ο αμερικανός αρθρογράφος δεν παραλείπει να αναφέρει στην ανάλυσή του ότι, σε αντίθεση με την ομάδα της Ουρουγουάης, που είχε ήδη διακριθεί σε Ολυμπιακούς Αγώνες και αναδείχθηκε νικήτρια στο πρώτο Μουντιάλ της ιστορίας, η ομάδα του Κατάρ ενδέχεται ακόμη και να μην περάσει από τη φάση των ομίλων.
«Κανένα κράτος έως σήμερα δεν έχει θέσει τον αθλητισμό γενικά και το Παγκόσμιο Κύπελλο ειδικότερα στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής του και της οικονομικής του ανάπτυξης» τόσο μοναδικά όσο το Κατάρ, έγραψε πρόσφατα ο ιστορικός ποδοσφαίρου Ντέιβιντ Γκόλντμπλατ.
Πριν από μισό αιώνα, το πρώην βρετανικό προτεκτοράτο ήταν ένας σκοτεινός και απόμερος τόπος, γνωστός μόνο για τα μαργαριτάρια του. Ομως, τη μοίρα του έμελλε να αλλάξουν οι υδρογονάνθρακες, η εκμετάλλευση των οποίων επέτρεψε στο Κατάρ να αναδειχθεί ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη και να διεκδικήσει επιτυχώς τη διοργάνωση του εφετινού Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου.
«Η κυβερνώσα μοναρχία του Κατάρ διακύβευσε το πολιτικό κεφάλαιο μιας γενιάς στη διοργάνωση του πρώτου Παγκόσμιου Κυπέλλου της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού Κόσμου. Χρηματοδότησε με το εκπληκτικό ποσό των 220 δισ. δολαρίων έναν κατασκευαστικό οργασμό, φτιάχνοντας νέα στάδια, δρόμους, σιδηροδρομικά δίκτυα, ξενοδοχεία και άλλες υποδομές. Και αντιστάθηκε στην οργή των γειτονικών μοναρχιών του Κόλπου, η ζηλοφθονία των οποίων για την αυτοανάδειξη του Κατάρ το 2022 εκφράστηκε κεκαλυμμένα μέσω ενός ευρύτερου οικονομικού και πολιτικού αποκλεισμού της χώρας μεταξύ 2017 και 2021», γράφει ο Ισάν Θαρόρ.
Επιπροσθέτως, κατάφερε να ξεπεράσει τελικά και αυτό που ο εμίρης του Κατάρ περιέγραψε ως ένα «άνευ προηγουμένου» επίπεδο ελέγχου και περιφρόνησης της χώρας ενόψει του τουρνουά. Ο σχολιαστής της Washington Post αναφέρεται, φυσικά, στους πάμπολλους ακτιβιστές και δημοσιογράφους από όλον τον κόσμο που δεν σταμάτησαν να επικρίνουν τους μονάρχες του Κατάρ για τις άθλιες επιδόσεις του όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τις σκληρές, έως απάνθρωπες, και σε πολλές περιπτώσεις θανάσιμες, εργασιακές συνθήκες στα εργοτάξια, για το ζοφερό καθεστώς υπό το οποίο αναγκάζονται να ζουν μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη χώρα, για ύποπτες συναλλαγές που εξασφάλισαν στο εμιράτο τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Οι αρχές του Κατάρ αντέδρασαν κατηγορώντας τους επικριτές τους για παραπληροφόρηση όσον αφορά τον αριθμό των αλλοδαπών εργατών που έχασαν τη ζωή τους και για υποκρισία όσον αφορά την κριτική κατά του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας του Κατάρ. Οσον αφορά την ανάληψη της διοργάνωσης, «δεν υπάρχει μια σαφής αλληλουχία αποδεικτικών στοιχείων που να συνδέουν τις αρχές του Κατάρ με οποιαδήποτε παράνομη πράξη κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022», γράφει ο Θαρόρ, αν και αρκετοί εξέχοντες αξιωματούχοι της FIFA εμπλέκονται σε άσχετες καταγγελίες περί διαφθοράς.
Καθώς οι 32 εθνικές ομάδες που μετέχουν στο τουρνουά βρίσκονταν στο τελικό στάδιο της προετοιμασίας τους ενόψει της μετάβασής τους στο Κατάρ, ο «από μόνος του αμφιλεγόμενος» (υπενθυμίζει ο Θαρόρ) πρόεδρος της FIFA Τζιάνι Ινφαντίνο απέστειλε σε όλες επιστολή, καλώντας τες να αποφεύγουν να εκφράζουν απροκάλυπτα πολιτικές θέσεις.
«Γνωρίζουμε ότι το ποδόσφαιρο δεν υπάρχει στο κενό και γνωρίζουμε εξίσου ότι υφίστανται πολλές προκλήσεις και δυσκολίες πολιτικής φύσης σε όλον τον κόσμο», έγραψε ο Ινφαντίνο. «Αλλά σας παρακαλώ, μην επιτρέψετε να παρασυρθεί το ποδόσφαιρο σε κάθε ιδεολογική ή πολιτική μάχη που υπάρχει», συμπλήρωσε.
Φαίνεται, όμως, πως η έκκλησή του δεν εισακούστηκε, τουλάχιστον όσο θα ήθελε ο πρόεδρος της FIFA, καθώς κατά τη διάρκεια της εβδομάδας ορισμένες ομάδες προπονήθηκαν μαζί με αλλοδαπούς εργάτες, ενώ η ομάδα των ΗΠΑ σκοπεύει να προσθέσει ένα ουράνιο τόξο στο έμβλημά της, ως ένδειξη αλληλεγγύης στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα.
Ο Θαρόρ υπενθυμίζει επίσης ότι κανένα Παγκόσμιο Κύπελλο δεν έμεινε απρόσβλητο από τις ιδεολογικές και πολιτικές διαμάχες της εποχής του. «Τα ίδια τα τουρνουά είναι τα πιο αναμενόμενα γεγονότα στο αθλητικό ημερολόγιο του κόσμου, προσελκύοντας δισεκατομμύρια βλέμματα και την προσοχή ενός τεράστιου διεθνούς κοινού. Ανέκαθεν ήταν χωνευτήρια των τάσεων και των εντάσεων που διαμορφώνουν τον κόσμο», εξηγεί.
Μετά την κατάκτηση του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου από την Ουρουγουάη, εν μέσω της κυριαρχίας του μουσολινικού φασισμού, η εθνική ομάδα της Ιταλίας κέρδισε το Κύπελλο το 1934, εντός έδρας, και ξανά το 1938 στη Γαλλία. Ο ιταλός προπονητής Βιτόριο Πότσο είχε αναφερθεί στην άκρως εχθρική αντίδραση των αντιφασιστών οπαδών στη Μασσαλία λίγο πριν την έναρξη του πρώτου αγώνα της ιταλικής ομάδας με τη Νορβηγία, με αφορμή τον φασιστικό χαιρετισμό των ιταλών παικτών.
Μετέπειτα τουρνουά καθορίστηκαν από άλλες δυνάμεις. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 στην Αργεντινή (το οποίο μποϊκοταρίστηκε από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες) αποτέλεσε, για παράδειγμα, μια αμήχανη απόπειρα της στρατιωτικής δικτατορίας της χώρας να αναδειχθεί στο διεθνές προσκήνιο. Η νίκη της Γαλλίας το 1998 στο Σταντ ντε Φρανς με μια ομάδα που αποτελούταν κυρίως από παίκτες με καταγωγή από πρώην γαλλικές αποικίες «αποκρυστάλλωσε τη μεταβαλλόμενη ταυτότητα» της Γαλλίας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Θαρόρ.
Ολοκληρώνοντας το κείμενό του, σημειώνει πως ένα Παγκόσμιο Κύπελλο μπορεί επίσης να δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις. Η διεθνής οργή για την ανάληψη της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2018 από τη Ρωσία εξέλιπε σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη του πρωταθλήματος. Οπαδοί και δημοσιογράφοι, συμπεριλαμβανομένου του Θαρόρ, γοητεύτηκαν από την ευφορία και το πνεύμα ανεκτικότητας στις ρωσικές πόλεις κατά τη διάρκεια του τουρνουά.
«Αλλά οι ακτιβιστές ακόμη και τότε ήξεραν τι επρόκειτο να ακολουθήσει, όπως μου είπε ένας ακτιβιστής για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ στη Μόσχα το 2018: “Θα μας κλωτσήσουν αμέσως μόλις τελειώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο”», σημειώνει ο αρθρογράφος της Washington Post.
Υπενθυμίζεται ότι η επιλογή της Ρωσίας για τη διοργάνωση του Κυπέλλου είχε επικριθεί έντονα λόγω του διάχυτου ρατσισμού στο ρωσικό ποδόσφαιρο, των διαρκών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη ρωσική κυβέρνηση και των διακρίσεων κατά των ΛΟΑΤΚΙ. Μετά την εμπλοκή της Μόσχας στο Ντονμπάς, ειδικά μετά την απόσχιση της Κριμαίας, απευθύνθηκαν εκκλήσεις για τη διεξαγωγή του σε άλλη χώρα, αλλά δεν εισακούστηκαν.