Μετέβη στον Λευκό Οίκο, την προηγούμενη εβδομάδα, ως προσκεκλημένος του αμερικανού προέδρου για ένα ελαφρύ μεσημεριανό. «Εφαγα ένα σάντουιτς με τονοσαλάτα και ντομάτα σε ψωμί ολικής άλεσης, ένα μπολ ανάμεικτα φρούτα και ένα μιλκσέικ σοκολάτας για επιδόρπιο τόσο καλό που θα έπρεπε να κηρυχθεί παράνομο», αποκαλύπτει ο Τόμας Φρίντμαν των New York Times, ο οποίος πέρα από ένας από τους πιο επιφανείς δημοσιογράφους των ΗΠΑ είναι και φίλος του Τζο Μπάιντεν.
Η συνάντηση των δύο ανδρών ήταν ανεπίσημη, οπότε, ο Φρίντμαν δεν μπορεί να αποκαλύψει τίποτα από όλα όσα του είπε ο αμερικανός ηγέτης κατά τη συνομιλία τους. Σε άρθρο του, ωστόσο, εξηγεί γιατί έφυγε από τον Λευκό Οίκο «με το στομάχι γεμάτο και την καρδιά βαριά».
Καταρχάς επισημαίνει πως σε αντίθεση με τους παρουσιαστές και τους τηλεθεατές του Fox που ισχυρίζονται ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι σε θέση ούτε καν δύο λέξεις να αρθρώσει, εκείνος κατάφερε μέσα σε μερικές εβδομάδες να ενώσει το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη και ολόκληρη τη δυτική συμμαχία – «από τον Καναδά μέχρι τη Φινλανδία και έως την Ιαπωνία» – επιδιώκοντας να συνδράμει την Ουκρανία στην τιτάνια προσπάθειά της να προστατεύσει τη νεοσύστατη δημοκρατία της από τη «φασιστική επίθεση του Βλαντίμιρ Πούτιν».
Ο δις βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος υποστηρίζει, μάλιστα, πως ο τελευταίος αμερικανός πρόεδρος που είχε καταφέρει παρόμοιο επίτευγμα ήταν ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος ο οποίος, παρότι επίσης κατηγορούταν πως δεν μπορούσε να αρθρώσει δύο λέξεις, μπόρεσε να διαχειριστεί με απόλυτη επιτυχία την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την επανένωση της Γερμανίας.
Ενωσε τη Δύση αλλά όχι και τις ΗΠΑ
Ωστόσο υφίσταται έναν σοβαρό πρόβλημα και έγκειται στο γεγονός πως ο αμερικανός πρόεδρος, παρότι κατάφερε να ενώσει τη Δύση, ανησυχεί μην τυχόν δεν μπορέσει να ενώσει την Αμερική. Για αυτόν τον λόγο διεκδίκησε την προεδρία, για αυτόν τον λόγο τον ψήφισαν και οι περισσότεροι Αμερικανοί. Και ο Φρίντμαν εμφανίζεται απαισιόδοξος.
«Με κάθε μέρα που περνάει, με κάθε πολύνεκρη επίθεση, κάθε ρατσιστικό σφύριγμα, κάθε πρωτοβουλία περικοπής πόρων από την αστυνομία, με κάθε απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που καταστρέφει το έθνος, με κάθε ομιλητή που διώχνεται από κάποιο πανεπιστήμιο, με κάθε ψευδή ισχυρισμό για εκλογική νοθεία, αναρωτιέμαι αν μπορεί να μας φέρει ξανά κοντά. Διερωτώμαι μήπως είναι πολύ αργά», ομολογεί ο Φρίντμαν, αναφερόμενος στους διάφορους εξτρεμισμούς, και της Δεξιάς και της Αριστεράς, που ταλανίζουν τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία.
Περισσότερο, όμως, τον ανησυχεί το πολύ πιθανό ενδεχόμενο να απολέσουν οι ΗΠΑ μια θεμελιώδη ικανότητά τους. «Αναφέρομαι στην ικανότητα μεταβίβασης της εξουσίας με ειρηνικό και νόμιμο τρόπο, μια ικανότητα που έχουμε επιδείξει από την ίδρυσή μας. Η ειρηνική, νόμιμη μεταβίβαση της εξουσίας είναι ο θεμέλιος λίθος της αμερικανικής δημοκρατίας. Εάν σπάσει κανένας από τους θεσμούς μας δεν θα λειτουργήσει για πολύ και θα οδηγηθούμε σε πολιτικό και οικονομικό χάος», εξηγεί και προειδοποιεί.
Το πρόβλημα δεν είναι το ενδεχόμενο να εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ και υποψήφιοι που πρόσκεινται στον Τραμπ και θέλουν «να περιορίσουν τη μετανάστευση, να απαγορεύσουν τις αμβλώσεις, να μειώσουν τους εταιρικούς φόρους, να αντλήσουν περισσότερο πετρέλαιο, να περιορίσουν τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα σχολεία και να απαλλάξουν τους πολίτες από την υποχρεωτική χρήση μάσκας κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας». Αυτές είναι πολιτικές και οι πολιτικές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο «νόμιμης διαφωνίας».
Η νομιμότητα ενός προέδρου
Ωστόσο οι πρόσφατες προκριματικές εκλογές και οι έρευνες όσον αφορά την εισβολή στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου του 2021, αποκαλύπτουν την ύπαρξη ενός κινήματος οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ το οποίο δεν εδράζεται «σε κάποιο περιεκτικό σύνολο πολιτικών αλλά σε ένα τεράστιο ψέμα – ότι ο Μπάιντεν δεν κέρδισε ελεύθερα και δίκαια την πλειοψηφία στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων και ως εκ τούτου δεν είναι νόμιμος πρόεδρος».
Στόχος των οπαδών αυτού του κινήματος είναι, οπότε, η ανάδειξη υποψηφίων που πιστεύουν περισσότερο στον Τραμπ και στο «Μεγάλο Ψέμα» του, παρά στο Σύνταγμα. Και υποδηλώνουν ή μάλλον σχεδόν δηλώνουν πως στην όποια επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα μπορούσαν κάλλιστα να αψηφήσουν τους συνταγματικούς κανόνες και να ανακηρύξουν νικητή τον Τραμπ ή άλλους υποψήφιους των Ρεπουμπλικάνων, ακόμη και εάν λάβουν λιγότερες ψήφους από τους αντιπάλους τους.
«Είναι εμετικό να παρακολουθούμε το πλήθος των Ρεπουμπλικάνων που πρόσκεινται στον Τραμπ και διεκδικούν αξίωμα να επιβεβαιώνουν το Μεγάλο Ψέμα του, όταν ξέρουμε ότι ξέρουν ότι ξέρουμε ότι δεν πιστεύουν ούτε μια λέξη από αυτά που λένε […] Ωστόσο, είναι έτοιμοι να κάνουν μια βόλτα με το τρένο του Τραμπ για να αποκτήσουν εξουσία. Και το κάνουν ανερυθρίαστα μάλιστα», συνοψίζει ο Φρίντμαν, αναφερόμενος ενδεικτικά στον Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Νταγκ Μαστριάνο, ο οποίος συμμετείχε στην πορεία προς το Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου και εξακολουθεί να κάνει λόγο για νοθεία στις προεδρικές εκλογές του 2020 ενώ τώρα είναι υποψήφιος κυβερνήτης της Πενσυλβάνια.
Επιστρέφοντας στο μεσημεριανό με τον Τζο Μπάιντεν, ο Φρίντμαν γράφει πως ο αμερικανός πρόεδρος στεναχωριέται αλλά και ανησυχεί ιδιαίτερα για το γεγονός πως την ώρα που η Ουάσιγκτον κατάφερε να συνάψει μια διεθνή συμμαχία για την υποστήριξη της Ουκρανίας, την απώθηση της Ρωσίας και την προάσπιση θεμελιωδών αμερικανικών αξιών (το δικαίωμα στην ελευθερία και στην αυτοδιάθεση όλων των λαών) στο εξωτερικό, στο εσωτερικό της χώρας το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα απαρνιέται τις πιο βασικές αμερικανικές Αρχές, επικαλούμενοι ένα μεγάλο ψέμα, το μεγάλο ψέμα του Ντόναλντ Τραμπ.
Ψέμα και υποκρισία
Στις πολιτικές του «μεγάλου ψέματος» εστίασε την προσοχή του αυτές τις ημέρες και ένας άλλος κορυφαίος διεθνής αρθρογράφος των καιρών μας, ο Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times, γράφοντας, ωστόσο, για τα μεγάλα ψέματα του Πούτιν.
Ο ρώσος πρόεδρος αποκαλεί τη Δύση «αυτοκρατορία του ψέματος» ενώ η ανακοίνωση της έναρξης της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία ήταν εμπλουτισμένη με οργισμένες αναφορές στην υποκρισία που επέδειξε η Δύση στο Κόσοβο, στο Ιράκ στη Λιβύη και αλλού. «Η υποκρισία της Δύσης του έχει γίνει εμμονή», έχει αναφέρει σχετικά ο επιφανής βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας Ιβάν Κράστεφ. Αλλά «η υποκρισία και τα ψέματα δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα», επισημαίνει από την πλευρά του ο Ράχμαν. Η διαφορά μπορεί να είναι αμελητέα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι σημαντική.
«Η ρωσική κυβέρνηση ειδικεύεται στα κατάφωρα ψέματα», υποστηρίζοντας ότι δεν εισέβαλε στην Ουκρανία, ότι δεν δηλητηρίασε τον Αλεξέι Ναβάλνι, ότι δεν είχε καμία σχέση με την κατάρριψη αεροσκάφους των Μαλαισιανών Αερογραμμών αλλά και πως οι ρωσικές δυνάμεις δεν έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία, αναφέρει ενδεικτικά ο βρετανός αρθρογράφος.
«Αντιθέτως οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ειδικεύονται στην υποκρισία». Δηλώνουν, για παράδειγμα, ότι προασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά εξακολουθούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία. Τάσσονται υπέρ της εθνικής κυριαρχίας και της αυτοδιάθεσης των λαών αλλά οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία υποστήριξαν την ανθρωπιστική παρέμβαση/στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη που είχε ως κατάληξη την αλλαγή καθεστώτος στη χώρα και τον βίαιο θάνατο του Μουαμάρ Καντάφι. Τα κράτη της Δύσης δηλώνουν πως εναντιώνονται σθεναρά στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, κάνοντας, όμως, εξαίρεση για το Ισραήλ και την Ινδία αλλά όχι για το Ιράν.
Οπότε, η Δύση είναι η «αυτοκρατορία της υποκρισίας» ενώ η πραγματική «αυτοκρατορία του ψέματος» είναι η Ρωσία του Πούτιν. Αλλά η υποκρισία είναι προτιμότερη από τα ψέματα. Γιατί «σε μια αυτοκρατορία της υποκρισίας, η ανοιχτή συζήτηση και η κριτική είναι ακόμα δυνατές. Γίνονται λάθη και διαπράττονται εγκλήματα. Αλλά αυτά τα εγκλήματα μπορούν να επισημανθούν — είτε από επίσημες έρευνες είτε από τον ελεύθερο τύπο», εξηγεί ο Ράχμαν.
Ενδεικτικά αναφέρει πως οι New York Times μόλις κέρδισαν ακόμη ένα Πούλιτζερ για μια έρευνά τους όσον αφορά τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων με drones από τον αμερικανικό στρατό και τις τραγικές απώλειες σε αμάχους. Το Πεντάγωνο ευχαρίστησε την εφημερίδα και δεσμεύτηκε πως θα προβεί σε αλλαγές, ενδεχομένως «υποκριτικά», αναγνωρίζει ο Ράχμαν, ωστόσο δεν θα υπήρχε καμία προοπτική αλλαγής εάν δεν διεξαγόταν η έρευνα και δεν αποκαλυπτόταν η αλήθεια.
Αντιθέτως στη Ρωσία κανένας δεν πρόκειται να κερδίσει κάποιο βραβείο εάν αποφασίσει να ερευνήσει τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στη Μπούτσα ή την ισοπέδωση της Μαριούπολης. Κατά πάσα πιθανότητα κανένας δεν θα τολμήσει να το κάνει, καθώς γνωρίζει πως θα καταλήξει στη φυλακή εάν όχι νεκρός. Οπότε η ρωσική κυβέρνηση συνεχίζει να ψεύδεται χονδροειδώς, υποστηρίζοντας, λόγου χάρη, ότι τις δεμένες χειροπόδαρα σορούς στους δρόμους της Μπούτσα τις τοποθέτησαν οι Ουκρανοί
«Μια κοινωνία που μπορεί να αντιμετωπίσει οδυνηρές αλήθειες δεν είναι μόνο ηθικά προτιμότερη. Είναι επίσης πιο αποτελεσματική», γράφει ο Ράχμαν. Σε μια «αυτοκρατορία του ψέματος», όπως η Ρωσία του Πούτιν, οι πολίτες εξακολουθούν να γνωρίζουν τι ώρα αναχωρεί το τρένο τους ή εάν έχουν καρκίνο αλλά αγνοούν εάν έγινε νοθεία στις προηγούμενες εκλογές ή πόσοι ρώσοι στρατιώτες έχουν χάσει έως σήμερα τη ζωή τους στην Ουκρανία.
Τα προβλήματα προκύπτουν όταν το ψέμα καθίσταται προϋπόθεση της πολιτικής, ωστόσο για να είναι λειτουργική μια κοινωνία είναι απαραίτητη η αλήθεια. Το πόσο επικίνδυνο είναι το να βασίζονται οι όποιες πολιτικές σε ψέματα αποδείχθηκε με το παραπάνω στην Ουκρανία. Εως την τελευταία στιγμή το Κρεμλίνο αρνούνταν ότι επρόκειτο να εισβάλει στη χώρα, ακόμη και ανώτεροι αξιωματικοί φέρεται να έμαθαν τα σχέδια του Πούτιν λίγες ώρες πριν αρχίσουν να κινούνται τα άρματα μάχης ενώ έπειτα από τρεις μήνες πολέμου η Μόσχα εξακολουθεί να κάνει λόγο για «ειδική στρατιωτική επιχείρηση».
Σήμερα, ωστόσο, ο Πούτιν και εξαιτίας του ολόκληρη η Ρωσία καταβάλλουν βαρύ τίμημα «για τα ψέματα που το Κρεμλίνο είπε στον κόσμο και στον εαυτό του», καθώς φαίνεται πως ούτε η Ουκρανία κυβερνάται από νεοναζιστές ούτε οι πολίτες στα νότια της χώρας αδημονούσαν να τους «απελευθερώσει» ο ρωσικός στρατός.
Αλλά ούτε η Δύση μπορεί να εφησυχάζει όσον αφορά την ικανότητά της να αντιστέκεται στην πολιτική του μεγάλο ψέματος. Πάνω σε ένα μεγάλο ψέμα (περί της ανάπτυξης όπλων μαζικής καταστροφής από το καθεστώς Σαντάμ Χουσεΐν) βασίστηκε η εισβολή στο Ιράκ. «Η πολιτική πίεση για να δικαιολογηθεί μια εισβολή συνέβαλε στη σύνθεση ενός ψευδούς αφηγήματος — με καταστροφικά αποτελέσματα», αναφέρει ο Ράχμαν.
Στη συνέχεια, και αυτό είναι το χειρότερο, ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να θέσει ένα μεγάλο ψέμα – το δικό του μεγάλο ψέμα περί νοθείας στις προεδρικές εκλογές του 2020 – στον πυρήνα της αμερικανικής πολιτικής και πατώντας πάνω σε αυτό το ψέμα έχει ήδη πολλές πιθανότητες να επανεκλεγεί στην αμερικανική προεδρία.
«Οι πιο ξεκάθαρες διαφορές μεταξύ της αυτοκρατορίας του ψεύδους της Ρωσίας και της αυτοκρατορίας της υποκρισίας της Αμερικής εντοπίζονται συχνά όχι τόσο στη συμπεριφορά τους πέρα από τα σύνορά τους, όσο στα εγχώρια συστήματα που υπερασπίζονται», καταλήγει ο Ράχμαν. Μέρα με τη μέρα καθίσταται ολοένα πιο προφανές ότι το σύστημα του Πούτιν βασίζεται στα ψέματα και στην καταστολή.
Αντιθέτως η ελευθερία του λόγου είναι τόσο εδραιωμένη στην Αμερική που «ακόμη και ένας επανεκλεγμένος Τραμπ δεν θα μπορούσε να επιμένει – όπως κάνει ο Πούτιν- ότι κάθε πολίτης της χώρας του πρέπει να υποστηρίξει το ψέμα του ή να φυλακιστεί». Στην περίπτωση, όμως, που επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ και καταστεί ο Λευκός Οίκος άντρο της πολιτικής του μεγάλου ψέματος, αναπόφευκτα θα υποβιβαστεί το κύρος της Αμερικής αλλά και ο κόσμος θα καταστεί, κατά συνέπεια, λιγότερο ασφαλής.