Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1972 ένα σύντομο άρθρο των New York Times σχολίαζε ότι «τίποτα από όσα έχουν συμβεί στο Μόναχο αυτό το καλοκαίρι δεν μπορεί να συγκριθεί με τα φοβερά κατορθώματα του Μαρκ Σπιτς». Ετσι ήταν, όταν γράφτηκε αυτό το κείμενο. Αλλά στις λίγες ώρες που μεσολάβησαν, ώσπου η εφημερίδα να φτάσει στις εξώπορτες των συνδρομητών της, εκείνη την προ-ιντερνετική εποχή, τα επτά χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια και τα επτά παγκόσμια ρεκόρ του αμερικανού κολυμβητή είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Και ο ρομαντισμός περί τους Ολυμπιακούς Αγώνες –πως είναι μια ειρηνική συνάντηση των λαών όλου του κόσμου– είχε πνιγεί στο αίμα.
Οι μυθικές επιδόσεις του Σπιτς στο Μόναχο, αλλά και ολόκληρη η αθλητική του καριέρα, η οποία έληξε πρόωρα και ξαφνικά, συνδέθηκαν για πάντα με μια ανείπωτη τραγωδία, την οποία πληροφορήθηκε τη μεθεπομένη του τελευταίου του αγώνα από έναν δημοσιογράφο, λίγο πριν του χτυπήσει την πόρτα μια πάνοπλη ομάδα της γερμανικής αστυνομίας για να τον προστατεύσει και, στη συνέχεια, να τον φυγαδεύσει από τον τόπο των θριάμβων του. «Γιατί κάποιος να θέλει να βλάψει αθώους ανθρώπους, που είχαν μόνο καλές προθέσεις;», ήταν η πρώτη του σκέψη καθώς τον οδηγούσαν σε ασφαλές μέρος. Μισό αιώνα αργότερα, ακόμη αναζητά μιαν απάντηση.
Γύρω στις 4:30 τα ξημερώματα, ώρα κεντρικής Ευρώπης, οκτώ μαυροντυμένοι τρομοκράτες του «Μαύρου Σεπτέμβρη» με όπλα στα χέρια και χειροβομβίδες στα σακίδια τρύπησαν ένα συρματόπλεγμα στο (σχεδόν αφύλακτο) Ολυμπιακό Χωριό, όπου διέμεναν οι αθλητές και οι συνοδοί τους, και έφτασαν ανενόχλητοι μέχρι τα διαμερίσματα της ισραηλινής αποστολής. Με… παρέα, μάλιστα, τους πολίστες του Καναδά, οι οποίοι εκείνη την ώρα επέστρεφαν στα δωμάτιά τους από τη νυχτερινή τους διασκέδαση, και τους πέρασαν για συναδέλφους τους αθλητές.
Μόλις εκδηλώθηκε η φονική επίθεση, οι γερμανικές Αρχές θεώρησαν πως ο Σπιτς αποτελούσε πιθανό στόχο τρομοκρατών, περισσότερο από κάθε άλλον. Επειδή ο 22χρονος -τότε- υπεραθλητής ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής των Αγώνων. Η ατραξιόν τους. Αλλά και γιατί ήταν εβραϊκής καταγωγής, μετανάστης δεύτερης γενιάς στις ΗΠΑ. Οι αστυνομικοί τον συνόδευσαν μέχρι τη σκάλα του αεροπλάνου, με το οποίο ταξίδεψε στο Λονδίνο. Επειτα από μια διανυκτέρευση στη βρετανική πρωτεύουσα, επέστρεψε στο σπίτι του, στο Σακραμέντο. Βρισκόταν ακόμη υπό αστυνομική προστασία όταν παρακολούθησε, από την TV, τις κηδείες των θυμάτων, κι ενώ οι Αγώνες είχαν διακοπεί για 34 ώρες.
Μέσα σε έξι μέρες, από τις 29 Αυγούστου έως τις 3 Σεπτεμβρίου, είδε όλα του τα όνειρα να πραγματοποιούνται – με το παραπάνω. Κατέκτησε ό,τι μπορούσε να κατακτηθεί (είναι ένας από τους, μόλις, πέντε αθλητές που κατέχουν στο σύνολο εννέα χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια), και με τρόπο ανεπανάληπτο (είναι ο μόνος που έχει καταρρίψει επτά παγκόσμια ρεκόρ στην ίδια διοργάνωση), όμως δεν ήταν ευτυχισμένος. Εκείνος ο ενθουσιώδης νέος που ταξίδεψε στη Δυτική Γερμανία για να κατακτήσει τη δόξα, είχε χαθεί για πάντα. Το ίδιο και το ενδιαφέρον του για τον πρωταθλητισμό. Εβαλε τελεία στην καριέρα του αμέσως μετά τους Αγώνες του Μονάχου.
Σήμερα είναι 72 ετών, αγνώριστος στην όψη. Με άσπρα μαλλιά, χωρίς το διάσημο μουστάκι του (για το οποίο έλεγε, αστειευόμενος, ότι είναι… υδροδυναμικό, εκτρέποντας το νερό) και με τις αυλακιές του χρόνου χαραγμένες στο πρόσωπο που, κάποτε, έκανε εκατομμύρια γυναίκες να… αναστενάζουν. Η «Σφαγή του Μονάχου», ακόμη τον στοιχειώνει. Τον επισκέπτεται στον ύπνο του, ως εφιάλτης. Εχει αλλάξει την κοσμοθεωρία του κι έχει ενισχύσει τη θρησκευτική του πίστη, όπως συχνά τονίζει σε συνεντεύξεις του. Τον έχει κάνει πιο αναγνωρίσιμο απ’ όσο θα περίμενε, παραδέχεται. Αλλά για τους λάθος λόγους. Στα μάτια του Κόσμου δεν είναι αυτό που θα ‘θελε -ένας από τους πιο επιτυχημένους αθλητές όλων των εποχών-, αλλά ο «αυτόπτης μάρτυρας» της πιο μαύρης σελίδας της Ολυμπιακής Ιστορίας. Το χρυσάφι των μεταλλίων του ανακατεύτηκε για πάντα με το αίμα που χύθηκε στο Μόναχο.
Το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου, μια μέρα πριν «πετάξει» στην Καλιφόρνια, ξύπνησε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Λονδίνο. Πληροφορήθηκε για τους 17 νεκρούς (11 ισραηλινοί αθλητές, ένας γερμανός αστυνομικός και 5 από τους 8 τρομοκράτες) καθώς ετοιμαζόταν για μια φωτογράφηση, για το Stern. Τα media τον είχαν «σταυρώσει» τότε, κατηγορώντας τον ότι πόζαρε γελαστός, με τα 7 του μετάλλια κρεμασμένα στο στήθος, ενώ, ακόμη, τα θύματα του μακελειού παρέμεναν άταφα. Πολλά χρόνια μετά, το 2002, ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί, εξηγώντας στο Swimming World πως είχε, ήδη, υπογράψει συμβόλαιο 50.000 δολαρίων. Οπότε, δεν είχε άλλη επιλογή.
Υπήρχε ένα έντονο «ντιμπέιτ», εκείνη την εποχή, για το αν ο Σπιτς είχε το ηθικό δικαίωμα να εξαργυρώνει με οποιονδήποτε τρόπο τους άθλους του στο Μόναχο, από τη στιγμή που αυτοί συνδέθηκαν άρρηκτα με μια τραγωδία. Οπως δικαιολογήθηκε στους New York Times, σε συνέντευξη που παραχώρησε την περασμένη εβδομάδα, «πάντοτε φρόντιζα να διαφημίζω προϊόντα που ταίριαζαν με το life-style μου. Μαγιό, για παράδειγμα. Ποτέ δεν δέχτηκα να προωθήσω αλκοόλ, ή τσιγάρα.
Τη δεκαετία των ‘70s ο Σπιτς ήταν, για τους Αμερικανούς, πολλά περισσότερα από έναν διάσημο αθλητή. Το αγαλματένιο του κορμί, το ωραίο του πρόσωπο και τα πυκνά, μακριά του μαλλιά -ασυνήθιστα για κολυμβητή- τον ανέδειξαν σε σύμβολο του σεξ. Βοήθησαν και οι δηλώσεις του («δεν θέλω να έχω σταθερή φιλενάδα, όμως θέλω να γνωρίσω πολλές από αυτές»), αλλά και ο μύθος του play-boy που καλλιέργησε, παρά το γεγονός ότι το 1973 είχε, ήδη, παντρευτεί. Ηταν ό,τι πλησιέστερο σε ροκ-σταρ, ή σε σταρ του Χόλιγουντ. Τα μικροσκοπικά «μαγιό του Μαρκ Σπιτς» και τα άλλα είδη κολύμβησης που έφεραν το όνομά του, είχαν κατακλύσει τις παραλίες. Η «Σφαγή του Μονάχου», είναι αλήθεια, τον έκανε παγκοσμίως αναγνωρίσιμο, ακόμη και σε ανθρώπους που, ποτέ, δεν είχαν ασχοληθεί με τα σπορ.
Ο Σπιτς – σελέμπριτι και η ανέμελη ζωή του (σήμερα είναι τηλεσχολιαστής και επιχειρηματίας), είναι το ένα του πρόσωπο. Γιατί υπάρχει και ο Σπιτς που εδώ και 50 χρόνια επιστρέφει στον τόπο της τραγωδίας. Κυριολεκτικά (έκτοτε, έχει επισκεφθεί το Μόναχο τουλάχιστον 30 φορές), αλλά και μεταφορικά. Οι συνεντεύξεις και οι ομιλίες του περιστρέφονται πάντοτε γύρω από αυτό το αδιανόητο που βίωσε, όπως συχνά τονίζει: «16 χιλιόμετρα μακριά από το Νταχάου, το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης που έφτιαξαν οι Ναζί, και 27 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιοι τρελοί πάλι σκότωσαν Εβραίους, επειδή ήταν Εβραίοι».
Το 1985, στην τελετή έναρξης των Μακκαβαϊκών Αγώνων (είναι το μεγαλύτερο αθλητικό event στο Ισραήλ), άναψε τη φλόγα στον βωμό, συνοδευόμενος από τρεις κόρες θυμάτων της «Σφαγής του Μονάχου». Οπως εξομολογήθηκε το 1992 στους Times, ένιωσε πως κάποιο αόρατο σχοινί από το παρελθόν τον έδενε μαζί τους. Οτι εκείνη τη στιγμή είχε το ιερό καθήκον να είναι εκείνος ο πατέρας που έχασαν.
Κολυμπάει ακόμη, δυο τρεις φορές την εβδομάδα, στην πισίνα που διαθέτει στην πίσω αυλή του σπιτιού του, στο Λος Αντζελες. Αφιερώνει αρκετές ώρες και στην αλληλογραφία του. Λαμβάνει έως και 50 γράμματα τη μέρα. Τα περισσότερα, από φοιτητές που χρειάζονται βοήθεια για κάποιες εργασίες τους. Υπάρχουν, όμως, και επιστολές που τον γυρίζουν πίσω, στα τραγικά γεγονότα του 1972. «Η ζωή πάντα βρίσκει τον τρόπο να προχωράει μπροστά», λέει στους New York Times. «Αλλά πού και πού πρέπει να ρίχνουμε μια ματιά και στο παρελθόν».