Ο Πολ Τόμας Αντερσον, ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες των ΗΠΑ, αποφαίνεται ότι «η ιδανική διάρκεια μίας ταινίας είναι το δίωρο». Και ποιος το λέει αυτό, ε! Ο άνθρωπος που έχει σκηνοθετήσει κινηματογραφικά «έπη» σαν την ταινία «Magnolia (με διάρκεια 3 ώρες και 8 λεπτά), την ταινία «There will be blood» (με διάρκεια 2 ώρες και 38 λεπτά) και την ταινία «The Master» (με διάρκεια 2 ώρες και 30 λεπτά). Εν ολίγοις, ο Αντερσον δηλώνει με τον τρόπο του στους απανταχού σινεφίλ ότι έκανε λάθος. Ωστόσο και το νέο του φιλμ, το «Licorice pizza», που καταφθάνει αυτές τις ημέρες στα σινεμά, θα έχει κάμποση διάρκεια: 2 ώρες και 13 λεπτά. Το τετράκις εξαμαρτείν, όμως…
Οπως γνωρίζουν όσοι παρακολουθούν ταινίες και φεστιβάλ, η διάρκεια των κινηματογραφικών προϊόντων έχει επιμηκυνθεί τα τελευταία χρόνια, όπως συμβαίνει και στη (φτηνή) λογοτεχνία εξάλλου. Μάλιστα υπάρχει και ο σχετικός ανταγωνισμός μεταξύ των καλλιτεχνών και των εμπόρων του καλλιτεχνικού προϊόντος. Η εποχή τού «ουκ εν τω πολλώ το ευ» έχει παρέλθει, ελλείψει μαστόρων του φακού αλλά και ικανών… επιγραμματογράφων. Βέβαια, στο σινεμά η πληθωριστική τάση φαντάζει ιδιαίτερα καταστροφική.
Διότι το βιβλίο σταματάς να το διαβάζεις αν το βαρεθείς, και πάει και τελείωσε – το συνεχίζεις κάποιαν άλλη ημέρα ή και ποτέ. Αν μπουχτίσεις στην κινηματογραφική σάλα, όμως, τι γίνεται; Σηκώνεσαι και φεύγεις; Φυσικά, θα πείτε – και δικαίως, εφ’ όσον δεν νυστάζετε. Η Corriere della Sera όμως έχει άλλην άποψη: «Η διακοπή της θέασης και η έξοδος από την αίθουσα είναι τραυματική υπόθεση, δημιουργεί αισθήματα ενοχής στους πιο ευαίσθητους από τους θεατές». Μπορεί. Ποιος ξέρει; Αλλοι, πάλι, οι αναίσθητοι ας πούμε, οι περισσότεροι δηλαδή, είναι σίγουρο ότι κλαίνε το ζεστό χρήμα που πέταξαν αγοράζοντας το εισιτήριο.
Χρόνου φείδου!
Το ιταλικό Μέσο τρομοκρατήθηκε με την αποκάλυψη του Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, διευθυντή του Φεστιβάλ Βενετίας, σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου: «Εφέτος οι ταινίες θα είναι μεγάλες, αν δεν είναι… πολύ μεγάλες». Η Corriere σκέφτηκε πώς είναι δυνατόν αριστουργήματα της μεγάλης οθόνης, σαν το «Θωρητό Ποτέμκιν», του Σεργκέι Αϊζενσταϊν, που έχει διάρκεια μόλις 75 λεπτά, να μη διδάσκουν τίποτα τους καινούργιους, φλύαρους σκηνοθέτες.
Τέλος πάντων, εκτός από τους κλασικούς υπάρχουν και οι νεότεροι μύστες, όπως ο αειθαλής Κλιντ Ιστγουντ, οι ταινίες του οποίου δίνουν το μέτρο και από την άποψη του χρόνου: το τελευταίο «καουμπόικο» φιλμ του «επιθεωρητή Κάλαχαν», το «Cry Macho», δεν φθάνει καν μέχρι το δίωρο, αφού η σκληρή τρυφεράδα του εκτείνεται σε χρόνο μόλις μίας ώρας και 44 λεπτών.
Φταίει η… πλατφόρμα
Η εξήγηση που δίνει η Corriere στο φαινόμενο της επιμήκυνσης του κινηματογραφικού χρόνου είναι απλή: γυρίζονται όλο και περισσότερες μεγάλες ταινίες επειδή είναι διαφορετικοί οι τρόποι πρόσληψης τού προϊόντος που λέγεται φιλμ από το κοινό. Δηλαδή, φταίνε οι πλατφόρμες.
Από τον καναπέ του ο (κακομαθημένος) σύγχρονος σινεφίλ έχει τη δυνατότητα να πατήσει το πλήκτρο της παύσης στο τηλεχειριστήριο, να πάει στον καμπινέ του, στο ψυγείο του, στην κάβα του, και κατόπιν να συνεχίσει να βλέπει τους «ξεπαγωμένους» φόνους στην οθόνη του. Το κάνει στις σειρές βέβαια, οι οποίες απαρτίζονται από επεισόδια μικρής διαρκείας και εξελίσσονται σε συνέχειες, όμως αυτές οι σειρές δημιούργησαν ανακλαστικά την τάση στους δημιουργούς να παράγουν φιλμ μεγαλύτερης διάρκειας ή και extra large ακόμη, ως ένδειξη ταυτότητας και ποιότητας του καλλιτεχνικού προϊόντος.
Εύσχημη δικαιολογία ή πονηρή υπεκφυγή με στόχο να κρυφτεί είτε η ματαιοδοξία είτε η ανεπάρκεια; Οι σινεφίλ διαλέγουν και παίρνουν.