Τα έργα τέχνης δημιουργήθηκαν ως έκφραση κάλλους, τεχνικής, ενδεχομένως και ως μέρος ακριβοθώρητων συλλογών. Οι πίνακες για το Λούβρο – το όποιο. Και τα μεμοραμπίλια της Τζάκι Ωνάση για να διατηρηθούν στη μνήμη. Ή και σε εξωτικές ντουλάπες. Ερωτώ, όμως: τα αυτοκίνητα; Γιατί φτιάχτηκαν; Η αυτονόητη, σχεδόν αφελής, απάντηση είναι «για να οδηγούνται».
Όμως αν αυτό ισχύει για τα καθημερινά, μαζικά τετράτροχα που χρησιμοποιούμε, ισχύει και για τα υπεραυτοκίνητα; Τα τελευταία δεν περιμένεις να τα βλέπεις στο πηγαινέλα για τσιγάρα στο περίπτερο. Δεν αναμένεται να γράφουν διεκπεραιωτικές αποστάσεις. Θεωρητικά, είναι ταγμένα για μοναδικές οδηγικές εξορμήσεις, για γρήγορα διηπειρωτικά ταξίδια στους κατά τόπους Μπράλους και Άλπεις της Γης.
Παρόλα αυτά, ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός από αυτοκίνητα υπερεπιδόσεων και οδηγικής κατάνυξης καταλήγουν να «κοιμούνται» σε υπόγεια γκαράζ. Σε χώρους καλά προφυλαγμένους, χωρίς υγρασία, χωρίς ήλιο και, κυρίως, χωρίς μαλακά μόρια στη θέση του οδηγού. Κατά μία έννοια, δεν είναι αυτο-κίνητα, είναι ακίνητα. Και συχνά ως τέτοια αντιμετωπίζονται. «Επένδυση – όχι χρήση», φαίνεται να είναι το μότο που τα συνοδεύει.
Για παράδειγμα, τη στιγμή που πληκτρολογούνται αυτές οι γραμμές, πωλείται μία Lamborghini Countach (κεντρική φωτογραφία) με σχεδόν μηδέν χιλιόμετρα. Για την ακρίβεια, με μόλις 132. Αν δεν είστε και πολύ «του αυτοκινήτου», να σας ενημερώσω ότι δεν πρόκειται για κάποιο καινούργιο μοντέλο που δεν πρόλαβε να γράψει χιλιόμετρα. Του ’90 είναι η Countach. Τριάντα δύο ετών, ώριμη κυρία, πάλαι ποτέ εξ Ιταλίας που κατέληξε στο Μόντρεαλ του Καναδά. Με τα νάιλον ακόμη. Οδηγική παρθένα. Ναι, από την άδεια κυκλοφορίας της πέρασαν πολλοί ιδιοκτήτες-νυμφίοι. Ουδείς έπραξε το αυτονόητο της «συνουσίας»: να την οδηγήσει.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς. Μα τρεις δεκαετίες και μηδέν χιλιόμετρα; Πώς άντεξαν τόσα αφεντικά της και την άφησαν στο ράφι; Πώς δε γεύτηκαν την ικανοποίηση του λόγου ύπαρξής της; Η απάντηση έχει να κάνει με τον επενδυτικό «χώρο», το χρηματιστήριο της αυτοκίνησης, το νέο χαρτοφυλάκιο. Και όσο λιγότερα χιλιόμετρα έχει γράψει ένα υπεραυτοκίνητο, τόσο πιο ακριβά –μαζί με άλλους παράγοντες σπανιότητας– μπορεί να πουληθεί στον επόμενο. Διεθνώς, άλλωστε, λεφτά υπάρχουν σε ένα «χώρο» που είναι περισσότερο χρηματιστήριο και λιγότερο οτιδήποτε άλλο.
Αν μου επιτρέπετε, η όλη διαδικασία συνυπάρχει μαζί με μερικές δόσεις ματαιοδοξίας. Γιατί αν δεν χρησιμοποιείς κάτι που φτιάχτηκε για να τεμαχίζει τον χρόνο (δεν μιλάω για κλασικά πεντηκονταετίας που αναγκαστικά απαιτούν τρελή προσοχή), μένει η στατικότητα του αμφιβληστροειδούς. Κάπου στο υπόγειο.
Στο ίδιο πνεύμα, ο οίκος Sotheby’s κατάφερε πριν από δύο χρόνια να πουλήσει μία McLaren F1 LM έναντι του εξωφρενικού ποσού των 19,8 εκατ. δολ. Μιλάμε για τρελό ποσό. Υπερβολικό, θα έλεγα. Αλλά ποιος μπορεί να επιχειρηματολογήσει έναντι του αθάνατου νόμου της προσφοράς και της ζήτησης;
Από την άλλη, όμως, ευτυχώς που υπάρχουν και αυτοί, οι πάμπλουτοι garage queeners. Έχουν το ρευστό για να παρκάρουν άλλο ένα έργο τέχνης στο γκαράζ. Επένδυση είναι όλη η ιστορία και μάλιστα εξαιρετικά προσοδοφόρα. Διπλασιάζεις και τριπλασιάζεις τα χρήματά σου. Άκοπα. Αρκεί να έχεις μερικά εκατομμύρια ώστε να είσαι στη γύρα τού «αγοράζω-πουλάω». Άλλοι μετοχές, κάποιοι αυτοκίνητα. Τουλάχιστον, οι δεύτεροι συνήθως τα αγαπούν.
Είναι και αυτός ένας τρόπος να λιπαίνεται το σύστημα, να παράγεται προϊόν και ο «Λούβρος» να επεκτείνεται; Τι θα γινόταν η αφρόκρεμα της αυτοκίνησης χωρίς αυτούς και τα διασωληνωμένα supercars; Αναρωτιέμαι. Γιατί, όπως λένε και στο facebook, η σχέση είναι περίπλοκη.
Σίγουρα, πάντως, θαυμάζω περισσότερο μερικούς ώριμους κυρίους που είχαν το θάρρος να γράψουν περισσότερα από ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα με το υπεραυτοκίνητό τους. Γερνώντας μαζί του. Πήρε χαρά ο άνθρωπος. Ρισπέκτ.