Οι ρώσοι σύμβουλοι του καθεστώτος Μπασάρ αλ Ασαντ έφυγαν άρον άρον από το Χαλέπι ενόψει της αιφνιδιαστικής επέλασης των τζιχαντιστών, το περασμένο Σαββατοκύριακο. Ηταν τόσο βιαστική η αποχώρησή τους, που άφησαν πίσω τους έγγραφα που περιγράφουν λεπτομερώς τη συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών, στο γραφείο τους, στη στρατιωτική ακαδημία της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Συρίας.
Το Χαλέπι ήταν το θέατρο σφοδρών και καταστροφικών μαχών μεταξύ 2012 και 2016, όταν ο συριακός εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Το 2016, έναν χρόνο αφότου οι ρωσικές δυνάμεις εντάχθηκαν στο πλευρό του Ασαντ, ο σύρος πρόεδρος κατάφερε να ανακαταλάβει την πόλη.
Εκείνη την εποχή η Μόσχα πανηγύριζε την κατάληψη του Χαλεπίου από τον Ασαντ, μετά από μήνες ανελέητων αεροπορικών βομβαρδισμών, με την ελίτ της χώρας να επιθυμεί να διεκδικήσει τα εύσημα για τη στρατιωτική επιτυχία, σημειώνει ο Guardian.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απελευθέρωση του Χαλεπίου από τις ριζοσπαστικές ομάδες έγινε με την άμεση συμμετοχή, και μάλιστα με καθοριστική επιρροή, του προσωπικού των υπηρεσιών μας» δήλωσε ο Βλαντίμιρ Πούτιν στον δικό του υπουργό Aμυνας λίγες ημέρες μετά την πτώση της πόλης.
Αλλά καθώς η θέση του Ασαντ γίνεται πιο δύσκολη μετά τη νέα επίθεση των τζιχαντιστών και των συμμάχων τους, η αρχική επιτυχία της Μόσχας, η οποία της απέφερε κύρος ως έμπιστου συμμάχου, κινδυνεύει τώρα να αμαυρωθεί.
«Η ταχεία πτώση του Χαλεπίου και η τεράστια κλίμακα της επίθεσης που είδαμε είναι σίγουρα ένα πλήγμα στη φήμη της Ρωσίας» δήλωσε η Χάνα Νότε στον Guardian, ειδική στη ρωσική εξωτερική πολιτική με έδρα το Βερολίνο.
Τι κέρδισε ο Πούτιν το 2015
Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία το 2015 σηματοδότησε την έναρξη μιας πιο διεκδικητικής εξωτερικής πολιτικής, με τον Πούτιν να στέλνει σαφές μήνυμα στη Δύση ότι η Ρωσία διεκδικούσε εκ νέου τη θέση της ως κυρίαρχου παίκτη στην παγκόσμια σκηνή.
Αυτή ήταν η πρώτη παρατεταμένη στρατιωτική εκστρατεία της Ρωσίας στο εξωτερικό μετά την πανωλεθρία της στο Αφγανιστάν 35 χρόνια νωρίτερα, και η εμπλοκή της στη Συρία αναδιαμόρφωσε μια σύγκρουση που ήταν σε αδιέξοδο για χρόνια.
Με τεράστιο κόστος σε υποδομές και αμάχους, η αεροπορική δύναμη της Ρωσίας έδωσε ώθηση στον Ασαντ και στους συμμάχους του, ωθώντας τους υποστηριζόμενους από τις ΗΠΑ αντάρτες σε υποχώρηση. Οι Ρώσοι άλλαξαν τα δεδομένα για τον Ασαντ, επί μακρόν εταίρο τους, επιταχύνοντας τις προσπάθειές του να ανακτήσει τον έλεγχο όλου του συριακού εδάφους.
Η επέμβαση επέτρεψε στον Πούτιν να διεκδικήσει το καθεστώς της μεγάλης δύναμης που επεδίωκε από τότε που ανέβηκε στην εξουσία, το 2000, εξασφαλίζοντας στη Ρωσία μια θέση στο τραπέζι της Μέσης Ανατολής – και αφήνοντάς τον «πεινασμένο» για περισσότερα, σημείωσε ο Πιοτρ Σάουερ, ειδικός συντάκτης επί ρωσικών θεμάτων του Guardian.
«Η επέμβαση στη Συρία ήταν σημαντική για τη Ρωσία και την αίσθηση της θέσης της στην παγκόσμια σκηνή. Πραγματοποιήθηκε υπό τη σημαία της επιστροφής της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης, η οποία τονιζόταν συνεχώς» δήλωσε ο Νικίτα Σμάγκιν, ειδικός στη ρωσική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή. «Aλλαξε, όχι μόνο τη δυναμική στη Μέση Ανατολή, αλλά και την αντίληψη της ρωσικής ελίτ» πρόσθεσε.
Η Συρία έγινε πεδίο δοκιμών για τον Γεβγκένι Πριγκόζιν και την Ομάδα Βάγκνερ, υπό τις εντολές του Πούτιν. Οι μισθοφόροι του συμμετείχαν σε χερσαίες επιχειρήσεις και σφυρηλάτησαν επιχειρηματικούς δεσμούς με τη συριακή ελίτ. Η στρατηγική αυτή επέτρεψε στη Μόσχα να ελαχιστοποιήσει τη δική της στρατιωτική εμπλοκή και τις απώλειες στη σύγκρουση.
Το ίδιο εγχειρίδιο –όπου ο Πούτιν χρησιμοποίησε μια σειρά από πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά εργαλεία για να στηρίξει την τοπική ισχυρή τάξη– εφαρμόστηκε αργότερα σε μια ντουζίνα αφρικανικά έθνη, από τη Μοζαμβίκη έως τη Λιβύη.
Οταν η Ρωσία έστρεψε τη στρατιωτική της μηχανή και τους πόρους της στην εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, το Κρεμλίνο επιδίωξε να διατηρήσει το status quo στη Συρία με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια, ανέφερε η Νότε. «Η Ρωσία πίστευε ότι η κατάσταση θα μπορούσε να διατηρηθεί. Αυτό πλέον δεν ισχύει» πρόσθεσε.
Η στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στη Συρία σπανίως ξεπερνούσε τους 5.000 στρατιώτες και επιπλέον οι αποτυχίες της στην Ουκρανία ανάγκασαν τη Μόσχα να μεταφέρει μέρος του υλικού της που εδρεύει στη Συρία, συμπεριλαμβανομένης μιας μοίρας μαχητικών αεροσκαφών Su-25 και ενός πυραυλικού συστήματος S-300 μεγάλου βεληνεκούς.
Μετά τη δολοφονία του Πριγκόζιν, το καλοκαίρι του 2023, έως και 2.000 μισθοφόροι του μεταφέρθηκαν από τη Συρία, κυρίως στην Αφρικανική Λεγεώνα, μια μονάδα που ελέγχεται από το ρωσικό υπουργείο Αμυνας.
Αλλά το σημαντικότερο πλήγμα στον Ασαντ το προκάλεσε η σφαγή της Χαμάς στο Ισραήλ την 7η Οκτωβρίου 2023, που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου στη Μέση Ανατολή. Οι Ισραηλινοί κλιμάκωσαν σημαντικά τις επιθέσεις τους κατά των συμμάχων του Ασαντ στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των υποστηριζόμενων από το Ιράν μαχητών στη Συρία και της λιβανέζικης Χεζμπολάχ.
Η επίθεση των ανταρτών στα τέλη της περασμένης εβδομάδας στο Χαλέπι ήρθε σε μια χρονική στιγμή που το Ιράν έχει αποδυναμωθεί από τις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές, ενώ η Χεζμπολάχ, ο πληρεξούσιός της, έχει χάσει μεγάλο μέρος της ισχύος της μετά από 13 μήνες πολέμου με το Ισραήλ και τη δολοφονία του Χασάν Νασράλα.
«Η Ρωσία διαθέτει μια δύναμη στη Συρία κατάλληλη για τη διατήρηση μιας κατάστασης που δεν περιλαμβάνει πολλές μάχες, αλλά δεν έχει την παρουσία που απαιτείται ώστε να αντιμετωπίσει μια ξαφνική μαζική επίθεση» εξήγησε η Νότε. «Το περιβάλλον μετά την 7η Οκτωβρίου ήταν εξαιρετικά αποσταθεροποιητικό και τώρα προκαλεί προβλήματα στη Μόσχα».
Πώς θα απαντήσει ο Πούτιν;
Οι επιλογές της Ρωσίας για τη συνέχεια είναι περιορισμένες, εκτιμούν οι παρατηρητές. Το Κρεμλίνο έχει ήδη εντείνει τις φονικές αεροπορικές επιδρομές του σε μια σειρά από πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Χαλεπίου και της βορειοδυτικής Ιντλίμπ, προπύργιο των ανταρτών.
Οι δύο μεγάλες στρατιωτικές βάσεις της Μόσχας, η αεροπορική βάση Khmeimim και η κοντινή ναυτική βάση της Λατάκειας, στη Μεσόγειο, παραμένουν εκτός κινδύνου, αν και η Μόσχα αναγκάστηκε να εκκενώσει τη μικρότερη αεροπορική βάση Kuweires, κοντά στο Χαλέπι.
Η Ρωσία εξακολουθεί να θέλει να διατηρήσει τον Ασαντ στην εξουσία, αλλά ο εξαντλητικός πόλεμος στην Ουκρανία καθιστά απίθανο να διαθέσει στρατεύματα ή πόρους για να σπεύσει να τον σώσει, δήλωσε ο Νικίτα Σμάγκιν στον Guardian.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η επίθεση των ανταρτών αιφνιδίασε τη Μόσχα. «Είδαμε ότι οι αρχικές αντιδράσεις της Ρωσίας ήταν κάπως επιφυλακτικές, γεγονός που αντανακλά μια κάποια σύγχυση εκ μέρους της» είπε.
Σε μια ένδειξη της δυσαρέσκειας της Μόσχας για τις εξελίξεις, η Ρωσία απέλυσε τον Σεργκέι Κισέλ, τον στρατηγό που είναι επικεφαλής των δυνάμεών της στη Συρία, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, σύμφωνα με τον ρώσο στρατιωτικό μπλόγκερ Ριμπάρ, ο οποίος είναι γνωστό πως έχει δεσμούς με το ρωσικό υπουργείο Αμυνας.
Ο Ριμπάρ, όπως και άλλοι μπλόγκερ με δεσμούς με τη ρωσική κυβέρνηση, εξέφρασε την οργή του για την ξαφνική και ταχεία απώλεια εδαφών που η Ρωσία είχε βοηθήσει τη Συρία να τα ανακτήσει, με πολλούς στη Μόσχα να επιρρίπτουν την ευθύνη στον Ασαντ.
«Στη σύγχρονη Ιστορία, αυτό είναι ίσως το πιο ντροπιαστικό κεφάλαιο στα χρονικά μίας και μόνο χώρας. Οι Αφγανοί κρατούσαν την Καμπούλ κατά την επίθεση των Ταλιμπάν για πολύ περισσότερο» έγραψε ο Ριμπάρ αναφερόμενος στην πτώση της υποστηριζόμενης από τη Δύση κυβέρνησης στην Καμπούλ το 2021, η οποία αντιμετωπίστηκε τότε με πανηγυρισμούς στη Μόσχα. Πρόσθεσε ότι η συριακή ηγεσία μαστίζεται από «διαφθορά και νεποτισμό».
Ο Μαράτ Γκαμπιντούλιν, πρώην μισθοφόρος της Βάγκνερ, που πολέμησε στη Συρία αλλά έκτοτε έχει εγκαταλείψει την ομάδα, δήλωσε ότι οι σύροι στρατιώτες εξαρτώνται εδώ και καιρό από τη ρωσική βοήθεια. «Οι άνδρες του Ασαντ ήταν πάντα πολύ κακοί στις μάχες» τόνισε, προσθέτοντας ότι η αεροπορική υποστήριξη της Ρωσίας θα μπορούσε να εκδιώξει ξανά τους αντάρτες.
Ωστόσο ο Ασαντ έχει ξεπεράσει προηγούμενες κρίσεις και η Νότε και άλλοι προειδοποιούν ότι είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί η μακροπρόθεσμη ζημιά στο κύρος της Μόσχας. «Το αν αυτό θα οδηγήσει σε μόνιμη ζημιά στην εικόνα της Ρωσίας είναι πολύ νωρίς να το πούμε, διότι θα εξαρτηθεί από το τι θα συμβεί τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες» ανέφερε.
«Οι ηγέτες στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα προτού λάβουν οποιαδήποτε απόφαση».