Ο Φίλιπ Στίβενς είναι βρετανός δημοσιογράφος, όμως ενδιαφέρεται για μία απάντηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Τουρκία όσον αφορά την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο. Λόγω της «ελληνικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία», όπως γράφει σε άρθρο του στους (συνδρομητικούς) Financial Times, φρονεί ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει δράση, διαιτητικού χαρακτήρα βασικά, η οποία θα συνδυάζει και το καρότο της γερμανικής διπλωματίας και το μαστίγιο των γαλλικών φρεγατών, και χωρίς να περιμένει τυχόν πρωτοβουλίες από τις απούσες ΗΠΑ.
Περιγράφει τα διαδραματισθέντα και τα διαδραματιζόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο υπερβάλλοντας κάπως, αφού μιλάει για «συγκρούσεις τουρκικών και ελληνικών πολεμικών πλοίων», οι οποίες βεβαίως δεν έχουν συμβεί. (Με μοναδική εξαίρεση την… παράπλευρη απώλεια που συνιστά η τρύπα στα πλευρά της φρεγάτας «Kemal Reis» από την πλώρη της φρεγάτας «Λήμνος». Ναι, εκεί υπήρξε όντως σύγκρουση, πάντως όχι με τη στρατιωτική έννοια.)
Tέλος πάντων, για τον αρθρογράφο αυτές οι μεταφορικές «συγκρούσεις» σταμάτησαν τις προσπάθειες διαμεσολάβησης της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ, ενώ επακολούθησε και η αποστολή «γαλλικού πλοίου και μαχητικών αεροσκαφών προς υποστήριξη των ελληνικών και κυπριακών πολεμικών σκαφών».
Ο Στίβενς βλέπει την έξαρση της «περιφερειακής έντασης», γενικώς, ως αποτέλεσμα των «ερειπίων της της Pax Americana», ως απότοκο της «έλλειψης αμερικανού διαιτητή». Οσον αφορά πάντως τα Ελληνοτουρκικά, ο αρθρογράφος επισημαίνει την «ανοιχτή πληγή» του Κυπριακού, την «αμφισβητούμενη εμβέλεια των θαλάσσιων ορίων των νησιών του Αιγαίου», αλλά και την «ανακάλυψη πλούσιων υποθαλάσσιων κοιτασμάτων», όπως και το ενεργειακό παιχνίδι με τους ποικίλους αγωγούς μεταφοράς καυσίμων.
Φρονεί ότι οι ημέρες που ο Αμερικανός «θα έστελνε μερικά πλοία στο Αιγαίο και τα πράγματα θα ησύχαζαν» ανήκουν στο παρελθόν, ένα γεωπολιτικό δεδομένο που «έχει ενθαρρύνει την Τουρκία». Η διαμάχη της με την Ελλάδα, γράφει, «εμπλέκεται σε ευρύτερο περιφερειακό παιχνίδι εξουσίας», και αναφέρει τη Λιβύη, την Αίγυπτο και τα Εμιράτα.
Ο Στίβενς χαρακτηρίζει τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν «αναθεωρητή» και επίδοξο ανατροπέα του status quo της περιοχής μας. Και δίπλα του τοποθετεί τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Και οι δύο ευνοήθηκαν από την «ασυνεπή και αδιάφορη» συμπεριφορά του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, γράφει. Αλλά και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα «δεν ήταν ποτέ πεπεισμένος ότι διακυβεύονταν ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα στη Συρία και στη Λιβύη».
Ο γάλλος πρόεδος Εμανουέλ Μακρόν «είναι σωστός», επισημαίνει ο Στίβενς, στο συμπέρασμά του ότι «η ΕΕ πρέπει να αναλάβει την ευθύνη» που έχει προκύψει από την προαναφερθείσα απουσία των ΗΠΑ: «Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν μπορούν να αποφεύγουν τη δύναμη όταν αντιμετωπίζουν ηγέτες όπως ο Ερντογάν».
Ο αρθρογράφος κρίνει ότι η Γαλλία επιδιώκει τη διατήρηση «της δικής της επιρροής στην περιοχή» και ότι για αυτόν και μόνο τον λόγο «υποστηρίζει την Ελλάδα». Η Μέρκελ, κατά τον αρθρογράφο, απλώς «φοβάται ότι τα τουρκικά αντίποινα εναντίον της ΕΕ» θα έχουν τη μορφή «νέων προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη».
Πάντως, κατά τον Στίβενς, λύση στο πρόβλημα της αποτελεσματικότητας της όποιας ευρωπαϊκής παρέμβασης στην Ανατολική Μεσόγειο υπάρχει, και δεν είναι άλλη από τον συνδυασμό της «στρατιωτικής αποφασιστικότητας του Μακρόν» και της «διπλωματίας της Μέρκελ».
Και ο Στίβενς καταλήγει δείχνοντας πρακτικό πνεύμα: «Η πορεία του Ερντογάν προς τον αυταρχισμό κατέστησε μηδενική την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Αυτό δεν πρέπει να αποκλείει καλύτερες εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις μεταξύ γειτόνων, όπως και κατανόηση για τους πρόσφυγες. Το σημείο εκκίνησης, ωστόσο, πρέπει να είναι μια ΕΕ έτοιμη να σκεφτεί και να δράσει από μόνη της».