Θέλουμε, όντως, να αποτύχει οικονομικά η Κίνα; Θα ήταν προς το συμφέρον της Δύσης μια τέτοια εξέλιξη; Τα ερωτήματα αυτά τέθηκαν πρόσφατα σε ένα σεμινάριο για Δυτικούς φορείς χάραξης πολιτικής και σχολιαστές, το οποίο παρακολούθησε και ο Γκίντεον Ράχμαν, ο κύριος αρθρογράφος των Financial Times επί των διεθνών εξελίξεων.
Αφορμή για να διερωτηθούν οι συμμετέχοντες τι πρέπει να εύχεται η Δύση για την Κίνα στάθηκε η ανάγνωση μιας λίστας με τους κινδύνους που εγκυμονεί η νέα χρονιά, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας. «Αυτό δεν θέλουμε να συμβεί;», ρώτησε κάποιος και σίγουρα το ερώτημά του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παράλογο.
«Αλλωστε, ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι είναι πρόθυμος να πολεμήσει εναντίον της Κίνας για να υπερασπιστεί την Ταϊβάν. Η ΕΕ περιγράφει τη χώρα ως “συστημικό αντίπαλο”. Η Βρετανία συζητά το ενδεχόμενο να χαρακτηρίσει επίσημα την Κίνα ως “απειλή”. Σίγουρα, εάν θεωρείτε μια χώρα ως απειλή και αντίπαλο, δεν θέλετε να δείτε την οικονομία της να αναπτύσσεται γρήγορα», γράφει ο βρετανός δημοσιογράφος.
Ωστόσο, αναγνωρίζει και υπογραμμίζει πως όλοι όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, δηλαδή ότι η Δύση δεν πρέπει να επιθυμεί να αποτύχει οικονομικά η Κίνα, κυρίως γιατί δεν είναι προς το συμφέρον της, έχουν σοβαρά επιχειρήματα. «Πρώτον, η Κίνα είναι ένα τεράστιο κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας. Εάν θέλετε να βρεθεί η Κίνα σε ύφεση, είστε πολύ κοντά στο να θέλετε και ο κόσμος να ολισθήσει σε ύφεση. Και εάν η Κίνα καταρρεύσει –για παράδειγμα, εάν ο τομέας των ακινήτων δεν αντέξει–, οι συνέπειες θα εξοστρακιστούν στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα», εξηγεί ο Ράχμαν.
Αλλά, πέρα από την οικονομία, υπάρχει και η ηθική, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί η Δύση να εύχεται περισσότεροι από 1,4 δισ. Κινέζοι –αρκετοί από τους οποίους εξακολουθούν να είναι φτωχοί– να φτωχύνουν, και μαζί με αυτούς να φτωχύνουν πολλά ακόμη εκατομμύρια άνθρωποι σε χώρες (κυρίως της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής) που εξαρτώνται σημαντικά από την κινεζική ζήτηση και τις κινεζικές επενδύσεις.
Ο Ράχμαν σημειώνει στην ανάλυσή του πως και μόνο το ότι διεξάγεται μια τέτοια συζήτηση, είναι αποκαλυπτικό της σύγχυσης που επικρατεί στις πρωτεύουσες της Δύσης. «Σε γενικές γραμμές, δύο μοντέλα παγκόσμιας τάξης πραγμάτων μάχονται στο μυαλό των Δυτικών υπευθύνων χάραξης πολιτικής: ένα παλιό, που βασίζεται στην παγκοσμιοποίηση και ένα νέο μοντέλο, που βασίζεται στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων», αναφέρει.
Το παλιό μοντέλο δίνει έμφαση στην οικονομία και σε αυτό που οι Κινέζοι αποκαλούν «win-win co-operation», ενώ το κύριο επιχείρημα των υποστηρικτών του είναι ότι η οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη είναι επωφελής για όλους. Σημειώνουν, επίσης, ότι ενθαρρύνουν τη διεθνή συνεργασία για την αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων, όπως η κλιματική κρίση.
Αντιθέτως, οι θιασώτες του καινούργιου μοντέλου θεωρούν και προειδοποιούν ότι «η πλουσιότερη Κίνα αποδείχτηκε, δυστυχώς, ότι είναι μία πιο απειλητική Κίνα», συνοψίζει ο Ράχμαν. Επισημαίνοντας πως το Πεκίνο έχει δαπανήσει πολλά δισεκατομμύρια με στόχο την αύξηση της στρατιωτικής του ισχύος, αλλά και ότι έχει εδαφικές βλέψεις που απειλούν την Ταϊβάν, την Ινδία, την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες και άλλα κράτη, υποστηρίζουν πως, αν οι φιλοδοξίες της Κίνας δεν αλλάξουν ή περιοριστούν, η ειρήνη, η σταθερότητα και η ευημερία ανά τον κόσμο θα συνεχίσουν να απειλούνται από τη Χώρα του Δράκου.
Η άποψη σύμφωνα με την οποία ο καλύτερος τρόπος ερμηνείας του κόσμου στην παρούσα φάση είναι μέσω της εστίασης στον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, κερδίζει έδαφος το τελευταίο διάστημα, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά και των ολοένα στενότερων δεσμών μεταξύ της Κίνας του Σι και της Ρωσίας του Πούτιν.
Το πρόβλημα, όμως, στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι αμφότερες οι κοσμοθεωρίες ανταποκρίνονται εν μέρει στην πραγματικότητα, οπότε είναι δύσκολο να αποφανθεί κάποιος υπέρ της μίας ή της άλλης. «Μια αποτυχημένη Κίνα θα μπορούσε να απειλήσει την παγκόσμια σταθερότητα. Οπως θα μπορούσε και μια επιτυχημένη Κίνα – αρκεί να την κυβερνά ο Σι, ή κάποιος άλλος εθνικιστής, αυταρχικός ηγέτης», εξηγεί ο Ράχμαν.
Ο ίδιος θεωρεί πως οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη Δύση θα πρέπει να αρχίσουν να διερωτώνται, όχι αν θέλουν να επιτύχει ή να αποτύχει η Κίνα, αλλά πώς θα μπορούσαν να διαχειριστούν τη συνεχιζόμενη ανάπτυξή της. «Θέτοντας το ερώτημα με αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται η στήριξη της πολιτικής σε κάτι που είναι πέρα από τον έλεγχο των Δυτικών αξιωματούχων. Δεν είναι συνετό για τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους να υποθέτουν ότι η Κίνα οδεύει προς την αποτυχία», όπως «δεν είναι ρεαλιστικό για την Κίνα να βασίζει τις πολιτικές της για την Αμερική στην ιδέα ότι οι ΗΠΑ μπορεί να καταρρεύσουν», αναφέρει.
Το ότι αμφότερες οι υπερδυνάμεις, και η Κίνα και οι ΗΠΑ, αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό τους σοβαρότατες προκλήσεις που θα μπορούσαν –στη χειρότερη περίπτωση– να τις κλονίσουν ανεπανόρθωτα, είναι αναντίρρητο. «Αλλά θα ήταν ανόητο για αμφότερες τις πλευρές να υποθέσουν αυτή την κατάληξη». Οπότε, αντί να επιδιώκουν να καταστεί φτωχότερη η Κίνα ή να εμποδίσουν την περαιτέρω ανάπτυξή της, οι φορείς χάραξης πολιτικής της Δύσης θα ήταν καλύτερο, σύμφωνα πάντα με τον Ράχμαν, να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στη διεθνή σκηνή, όπου, καλώς ή κακώς, αναδύεται μια ισχυρή Κίνα. Οπότε, «ο στόχος θα πρέπει να είναι η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που θα καθιστά λιγότερο ελκυστικό για την Κίνα το να ακολουθεί επιθετικές πολιτικές».
Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται μία πολυσύνθετη προσέγγιση, για τον καθορισμό της οποίας πρέπει να ληφθούν υπόψη «στρατιωτικά, τεχνολογικά, οικονομικά και διπλωματικά στοιχεία».
Εως τώρα οι ΗΠΑ έχουν επιδιώξει και καταφέρει να ενισχύσουν τους δεσμούς ασφαλείας με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ινδία και η Αυστραλία, κάτι που σίγουρα θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάσχεση του κινεζικού μιλιταρισμού.
Αποτέλεσμα φαίνεται να έχουν και οι προσπάθειες που καταβάλλουν οι Αμερικανοί για να μην καταστεί η Κίνα αυτή που θα καθορίζει τα διεθνή τεχνολογικά πρότυπα στο μέλλον, αν και «θα είναι πολύ πιο δύσκολο να συντονιστούν με συμμάχους τους, οι οποίοι ανησυχούν για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα», υπενθυμίζει ο Ράχμαν.
Τα μέτωπα στα οποία υστερούν περισσότερο οι ΗΠΑ είναι της οικονομίας και του εμπορίου. Γιατί η Κίνα είναι ήδη ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των περισσότερων χωρών στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, ενώ η ολοένα εντονότερη ροπή της Ουάσιγκτον προς τον προστατευτισμό, σε συνδυασμό με την αδυναμία της να συνάψει σημαντικές νέες εμπορικές συμφωνίες στην Ασία, καθιστά την πρότασή της λιγότερο ελκυστική.
Στην παρούσα φάση, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί και στο πεδίο των ιδεών, καθώς ο πόλεμος που μαίνεται στην Ουκρανία απέδειξε πως πολλοί ανά την υφήλιο εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί όσον αφορά τα κίνητρα της Δύσης, ακόμη και όταν εναντιώνεται σε έναν επιθετικό, απρόκλητο και αιματηρό πόλεμο.
«Γι’ αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ και την ΕΕ να είναι ξεκάθαρες –με τους εαυτούς τους και με τους άλλους– ότι στόχος τους δεν είναι να εμποδίσουν την Κίνα να γίνει πλουσιότερη, αλλά να αποτρέψουν τη χρήση του αυξανόμενου πλούτου της με σκοπό την απειλή των γειτόνων της ή τον εκφοβισμό των εμπορικών της εταίρων. Αυτή η πολιτική έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί και να αιτιολογηθεί και να εφαρμοστεί», καταλήγει ο Γκίντεον Ράχμαν.