Η ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ δημοκρατικών και μη καθεστώτων δεν είναι απλή | CreativeProtagon
Θέματα

Πώς θα επιβιώσουν οι δημοκρατίες;

Από το 2006 έως το 2020 τα δημοκρατικά κράτη μειώθηκαν από 89 σε 82, τα μη δημοκρατικά αυξήθηκαν από 45 σε 54. Ο αγώνας με το συγκεντρωτικό μοντέλο της ΕΣΣΔ τον οποίο κέρδισε η Δύση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επαναλαμβάνεται τώρα σε νέα κλίμακα
Protagon Team

«Με τον πόλεμο της Ουκρανίας έγινε φανερό ότι η ελπίδα που ανέδειξε η πτώση του Τείχους του Βερολίνου –η προοδευτική επιβεβαίωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών σε παγκόσμια κλίμακα– δεν υπάρχει πια. Αντίθετα, πολλοί πιστεύουν ότι η νέα φάση της παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίζεται από τον ανταγωνισμό –που κινδυνεύει να μετατραπεί σε ανοιχτή σύγκρουση– μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών καθεστώτων» έγραψε σε πρόσφατο σε άρθρο του στην Corriere della Sera ο Μάουρο Μαγκάτι, ένας από τους κορυφαίους κοινωνιολόγους της Ιταλίας.

Επικαλούμενος στοιχεία της αμερικανικής ΜΚΟ Freedom House, αναφέρει πως από το 2006 έως το 2020 τα δημοκρατικά κράτη μειώθηκαν από 89 σε 82, τα μη δημοκρατικά αυξήθηκαν από 45 σε 54, ενώ οι μη ταξινομημένες χώρες είναι 60. «Ομως, η ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των δύο στρατοπέδων δεν είναι απλή» σημειώνει, διερωτώμενος, ενδεικτικά, πού κατατάσσεται η Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν. Θυμίζει επίσης πως στη Ρωσία του Πούτιν η Δούμα είναι επίσημα ένα εκλεγμένο κοινοβούλιο.

Πάντως, το κριτήριο είναι η αντιμετώπιση της ελευθερίας. «Από τη μια πλευρά υπάρχουν τα μοντέλα που την επιβεβαιώνουν και την προωθούν, ενώ από την άλλη εκείνοι που τη φοβούνται και την καταπιέζουν. Σε αυτό το σημείο βασίζεται η ισχύς και η έλξη του Δυτικού μοντέλου» εξηγεί. Θεωρεί, όμως, ότι πλέον η κατάσταση είναι εκ νέου περίπλοκη.

«Στο τεχνολογικό περιβάλλον που διαμορφώνεται με την ψηφιοποίηση μπορούμε ακόμα να πιστεύουμε σοβαρά στην ελευθερία;», διερωτάται σχετικά και αποφαίνεται πως «αντιμέτωπες με την αλαζονεία των τυράννων, το δύσκολο έργο που περιμένει τις δημοκρατίες τα επόμενα χρόνια δεν είναι μόνο να αμυνθούν από εξωτερικές επιθέσεις, αλλά να δείξουν ότι ακόμη και στην εποχή της ψηφιοποίησης η ελευθερία –και μαζί της η προσωπική πρωτοβουλία, ο πλουραλισμός, η ανοχή, η επικουρικότητα, η αλληλεγγύη, η ειρήνη– εξακολουθεί να είναι το ατού για τη δημιουργία μιας κοινωνικής οργάνωσης ανώτερης από ένα συγκεντρωτικό και ελεγχόμενο μοντέλο».

Ο αγώνας με το συγκεντρωτικό μοντέλο της ΕΣΣΔ που κέρδισε η Δύση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμό επαναλαμβάνεται τώρα σε νέα κλίμακα και υπό διαφορετικές συνθήκες. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη αναμέτρηση – πολιτική, οικονομική, επιστημονική, και πολιτισμική. «Για μια Δύση που φαίνεται να τα έχει χαμένα από πολλές απόψεις, αυτή η νέα πρόκληση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία, προκαλώντας την έκρηξη των πολλών αντιφάσεων που τη χαρακτηρίζουν. Θα μπορούσε, όμως, αντίθετα, να αποτελέσει και μια ευκαιρία να βρει τον εαυτό της, να είναι εκ νέου σε θέση να λέει ποια είναι και ποια θέλει να είναι».

Ο ιταλός κοινωνιολόγος προειδοποιεί ότι το να κερδηθεί αυτή η πρόκληση δεν είναι εύκολο. Θεωρεί πως βασική προϋπόθεση αποτελεί μια ουσιαστική επιλογή, «μια πραγματική επιλογή πολιτισμού, που θα μεταφραστεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις για τη δημιουργία ενός επιθυμητού κόσμου. Βασικά, είναι θέμα φροντίδας και ανάπτυξης της ανθρώπινης νοημοσύνης στο σύνολό της, ατομικής και συλλογικής», με στόχο τον «επανακαθορισμό της ιδέας της ελευθερίας που κληροδοτήθηκε από τον 20ο αιώνα».

Σημειώνει ότι τα μεγάλα δεδομένα, η Τεχνητή Νοημοσύνη, το Μετασύμπαν, αλλάζουν ήδη ριζικά τον τρόπο με τον οποίο γνωρίζουμε τον κόσμο και ενεργούμε σύμφωνα με αυτόν. Τα επόμενα χρόνια η αντιπαράθεση με μη δημοκρατικά μοντέλα θα κριθεί από την ικανότητά μας να χρησιμοποιούμε και να αναπτύσσουμε αυτές τις τεχνολογίες, ο οποίες θα καταστήσουν δυνατές μορφές και μεθόδους κεντρικής παρακολούθησης που δεν έχουμε ξαναδεί. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την εκθετική αύξηση της πολυπλοκότητας που βιώνουν οι κοινωνικοί μας θεσμοί.

Αυτό που καλούνται να κάνουν οι δημοκρατίες είναι «να αποδείξουν ότι τα μοντέλα υψηλής ψηφιοποίησης είναι συμβατά, και πράγματι λειτουργούν καλύτερα, σε αποκεντρωμένες και πλουραλιστικές κοινωνίες». Ωστόσο, προς το παρόν αυτό είναι μόνο μια υπόθεση «που απέχει πολύ από το να είναι προφανής και χωρίς κόστος: μόνο με τη συνειδητή επιλογή να υπερεπενδύσουμε στους ανθρώπους και στην ποιότητα των προσωπικών και θεσμικών μας σχέσεων μπορούμε να σκεφτόμαστε ότι θα τα καταφέρουμε. Οχι αφηρημένα, αλλά πολύ συγκεκριμένα, με μια τεράστια και σκόπιμη επένδυση στην εκπαίδευση, στους οργανισμούς, στα πεδία. Επομένως, η κατάρτιση είναι τόσο στρατηγική όσο η έρευνα και η υποδομή. Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς ποιοτική εκπαίδευση και δια βίου μάθηση» συνοψίζει ο Μάουρο Μαγκάτι.

Τι πραγματικά θέλουμε να είμαστε

Εξηγεί επίσης πως αυτή η «διάχυτη νοημοσύνη» μπορεί να αναπτυχθεί μόνο σε οργανισμούς (εταιρείες, δημόσιες διοικήσεις, σχολεία, νοσοκομεία, μέσα ενημέρωσης) «που δεν ανάγουν τους συνεργάτες τους σε απλούς εκτελεστές πρωτοκόλλων και διαδικασιών, αλλά οι οποίοι, αντίθετα, εκτιμούν τη δημιουργικότητα, την ευθύνη, την αυτονομία κρίσεως, που εκφράζονται μέσω της ανθρώπινης εργασίας, η οποία πρέπει να αμείβεται αξιοπρεπώς, καθώς η ποιότητα της εργασίας είναι ο μόνος τρόπος, τελικά, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ισχυρών κινήτρων προς την ανισότητα».

Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, ο Μάουρο Μαγκάτι επαναλαμβάνει πως ο αγώνας δεν θα είναι ούτε εύκολος ούτε σύντομος, ενώ θα διεξαχθεί σε διάφορα επίπεδα, σίγουρα σε τεχνολογικό, μακάρι όχι πολεμικό και, κυρίως, σε πνευματικό επίπεδο, καθώς στον πυρήνα του ζητήματος έγκειται στην πραγματικότητα η ελευθερία και κατ’ επέκταση το ζήτημα της αξιοπρέπειας της ζωής των ανθρώπων.

«Για τις Δυτικές δημοκρατίες ο πόλεμος μπορεί να είναι μόνο η τελευταία επιλογή. Το ζήτημα για εμάς είναι να ανταποκριθούμε στην πρόκληση που μας τίθεται, κυρίως ανανεώνοντας και ενισχύοντας το μοντέλο μας. Και αρχίζοντας εκ νέου να διερωτόμαστε τι πραγματικά θέλουμε να είμαστε» γράφει ο ιταλός ειδικός.

«Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: είναι σαφές ότι η ελευθερία που χρειαζόμαστε στον 21ο αιώνα είναι μια πιο ώριμη και συνειδητή ελευθερία από εκείνη του τέλους του 20ού αιώνα. Μετά την εποχή του ριζοσπαστικού ατομικισμού (που εξακολουθεί ακόμα να επικρατεί), χρειαζόμαστε μια κουλτούρα ελευθερίας, φροντισμένη και καλλιεργημένη, ικανή να επιδρά υπεύθυνα στη σχέση μας με τους άλλους και με το περιβάλλον. Δύσκολο αλλά συναρπαστικό» καταλήγει.