Θα μπορούσε να είναι ο Βασιλιάς Λιρ σε μοντέρνα εκδοχή. Μην ταράζεστε. Μπορούν και οι σαιξπηρικοί ήρωες να βρουν δουλειά τον 21ο αιώνα. Είναι όμως ο κεντρικός ρόλος του «Λόγκαν Ρόι» (μετουσιωμένος απίθανα από τον σαιξπηρικό Μπράιαν Κοξ), η οικογένειά του και το «Succession» που επανέρχεται στην οθόνη της συνδρομητικής τηλεόρασης, με τον τρίτο κύκλο της σειράς, για να θυμίσει σε όλους εμάς τους «κοινούς θνητούς» ότι η ιδιότητα του μέλους μιας δυναστείας μπορεί να εξελιχθεί σε ζόρικη και δυσάρεστη εμπειρία ζωής. Οτι το παιχνίδι του «δαχτυλιδιού της διαδοχής» μπορεί να γίνει ανηλεές, βαθιά τραυματικό.
Η σειρά φέρει, βεβαίως, τις συστάσεις της. Είναι ισάξια, αν όχι και αρτιότερη καλλιτεχνικά, από κινηματογραφική ταινία, έχει σαρώσει τα Εmmy, ζυγίζει όσο δέκα του είδους της. Μόνο στην Αμερική, έχει καθηλώσει περισσότερους από ένα εκατομμύριο τηλεθεατές, επιτυγχάνοντας να αποτυπώσει με πειθώ –και χωρίς να ανοίξει ρουθούνι– πόσο νοσηρό, βίαιο, ανθρωποφαγικό μπορεί να είναι το περιβάλλον σε μια οικογένεια με τόσα χρήματα, με τόση εξουσία.
Ποια εξουσία; Των Μedia. Πόσα λεφτά; Από αυτά με τα εννιά μηδενικά. Ποια οικογένεια; Θα σας γελάσω, εδώ το τοπίο είναι θολό και τα σενάρια περισσότερα των δύο. Μην ακούτε αυτούς που επιμένουν ότι η σειρά αντλεί την έμπνευσή της αποκλειστικά από την οικογένεια του Ρούπερτ Μέρντοκ, του αυστραλού μεγιστάνα των ΜΜΕ (Wall Street Journal, Times Λονδίνου, Sun, New York Post, Chicago Sun Times, FoxTV κλπ), ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη.
Η βρετανική Telegraph (δείτε εδώ) φιλοξένησε προσφάτως δήλωση-παραδοχή στον σταθμό BBC Radio 4, του δημιουργού της σειράς Τζέσι Αρμστρονγκ, ότι η έμπνευσή του είναι πολυδιάστατη. Περιλαμβάνει ακόμη και τους τρομερούς και φοβερούς Ρέντστοουνς, την οικογένεια δηλαδή του Σάμνερ Ρέντστοουν, επικεφαλής της εταιρείας πολυμέσων Viacom, αφεντικού σε απλά ελληνικά του CBS και της Paramount Pictures, ισχυρού ανθρώπου πίσω από το MTV και το Nickelodeon. O Αρμστρονγκ ομολόγησε ότι έχει μελετήσει πλείστους όσους βαθύπλουτους και ισχυρούς. Και τους Μάξγουελ (παλαιότερα «Daily News», «Daily Mirror», «European») και τους Ρόδερμιρς («Daily Mail»), και τους Ντίσνεϊ και τους Μέρσερ («Breitbart News Network», παλαιότερα «Cambridge Analytica»). Οι Μέρντοκ δεν λείπουν, είναι ζωντανοί στη φαντασία του, αλλά δεν είναι αυτοί το μοντέλο.
Πράγματι, ο βίος και η πολιτεία του αρχηγού της οικογένειας Ρέντστοουν προσφέρει καλούπι ιδανικό, μέσα στο οποίο μπορούν να χωρέσουν φιγούρες του «Succession».
Ο ίδιος έζησε άλλωστε πολλές ζωές σε μία, κατορθώνοντας ακόμη και να βγει ζωντανός –με υπεράνθρωπη προσπάθεια– από τις φλόγες στο ξενοδοχείο όπου διέμενε, το 1979. Φέροντας εγκαύματα τρίτου βαθμού στο μισό του σώμα, επέζησε ύστερα από 60 ώρες πρωτοποριακού για την εποχή και δύσκολου χειρουργείου. «Η αποφασιστικότητα είναι το κλειδί για την επιβίωση», είχε πει όταν βγήκε από την περιπέτειά του και ενώ μάθαινε να (ξανα)περπατά, από την αρχή…
Με αποφασιστικότητα, ο Σάμνερ κατάφερε και υπερέβη τα όρια της επιχείρησης που είχε ιδρύσει ο πατέρας του με drive in κινηματογράφους. Ο ίδιος είδε «μακριά», όταν διαπίστωσε τη δυναμική που υπήρχε για δημιουργία πολυπλοκότερων σχημάτων, multiplex σινεμά. Και επειδή, όπως έλεγε, «το περιεχόμενο είναι ο βασιλιάς», δεν τσιγκουνεύτηκε την επένδυση: το 1987 έβγαλε από την τσέπη του 3,5 δισ. δολάρια για τη Viacom, που εξελίχθηκε σε κάτοχο καλωδιακών καναλιών όπως το MTV και το Nickelodeon.
Οι αγορές από εκεί και πέρα έγιναν το χόμπι του. Το 1994 έκανε δική του την Paramount, η οποία στα χέρια του έφτιαξε φιλμ όπως ο «Τιτανικός» και το «Braveheart». Το 1999 ήλθε η σειρά του ενημερωτικού δικτύου CBS να προστεθεί δίπλα στο όνομά του, αντί 37,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ηλθαν και ραδιοφωνικοί σταθμοί και εταιρείες διαφήμισης. Ο Ρέντστοουν είχε μεταμορφωθεί σε μαγνήτη ΜΜΕ, «παίκτη» σε διεθνές πεδίο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας.
Η πλοκή της ιδιωτικής ζωής του θα ήταν ασφαλώς παρανοϊκή, αν ήταν ισορροπημένη και ήρεμη. Ο Σάμνερ, εξυπηρετώντας το προσωπικό του σενάριο, διαθέτει στόρι ζωής – λαβύρινθο. Επισήμως, ήταν με την ίδια γυναίκα και μητέρα των δυο παιδιών του, τη Φίλις Ράφαελ, επί 52 χρόνια. Ανεπισήμως, γινόταν πάρτι. Το κατάλαβε οριστικά και η ίδια Φίλις, προλαμβάνοντας ιδιωτικό ερευνητή (ντετέκτιβ που λέμε), όταν είδε τις τρυφερές, χεράκι χεράκι, φωτογραφίες του συζύγου της στο Παρίσι. Δεν ήταν δα και ανυποψίαστη, δυο φορές είχε κινήσει τη διαδικασία διαζυγίου. Η οργή της συζύγου στοίχισε στον Σάμνερ Ρέντστοουν τρία δισ. δολάρια. Τόσο κόστισε το διαζύγιο, το 1999.
Το χαρτί της συγκεκριμένης οικογενειακής κατάστασης άνοιξε τον δρόμο στον Ρέντστοουν του γάμου με μια δασκάλα, κατά 39 χρόνια μικρότερή του, την Πάουλα Φορτουνάτο, το 2002. Κάνετε λάθος αν νομίζετε ότι η Πάουλα ήταν το «πρόσωπο» στο Παρίσι – λεπτομέρεια ήσσονος σημασίας στην ιστορία. Σε κάθε περίπτωση, στη σχέση με την Πάουλα, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται και πάλι στον χωρισμό (το 2009) του ζεύγους: ένα εκατομμύριο δολάρια για κάθε χρόνο που έζησαν μαζί, σύνολο επτά δηλαδή, κι ένα σπίτι – το λες και έπαυλη, στο Μπέβερλι Χιλς, αξίας 4,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Η ιδιωτική δραστηριότητα του μεγιστάνα συνέχισε σε είναι έντονη, το ίδιο και η μοιρασιά χρημάτων, μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Το ζήτημα είναι ότι με τέτοια μυθικά ποσά, ο ψηλός κύριος με τα ξανθά μαλλιά απέκτησε εκκεντρικά πιστεύω και εξίσου εκκεντρικές συνήθειες. Σε συνέντευξή του στον Λάρι Κινγκ το 2009, φέρ’ ειπείν, εμφανίσθηκε πεπεισμένος για την αθανασία του – «I’ m going to live forever», είχε πει χαρακτηριστικά. Ο Χάρος παραδόξως δεν εξαγοράστηκε κι ο Ρέντστοουν έφυγε τελικά στα 97 του χρόνια, αφήνοντας στην κόρη του Σάρι το περιώνυμο δαχτυλίδι για τη Viacom. Το γεγονός ότι έβαλε και κάτι άλλες κυρίες στη διαθήκη του, καλύτερα να μείνει ασχολίαστο: η κόρη στενοχωρήθηκε πολύ.
Εχει επίσης ενδιαφέρον ότι στο τελευταίο διάστημα της ζωής του, τότε που μόλις και μετά βίας μπορούσε να μιλήσει, επικοινωνούσε με το περιβάλλον του με τη βοήθεια ενός iΡad, το οποίο είχε προγραμματιστεί να αναπαράγει τρεις φράσεις: «ναι», «όχι», «άντε και γαμήσου». Να κάτι που θα απολάμβανε πραγματικά και ο «Λόγκαν Ρόι», του «Succession». Φανταστείτε τον, με φόντο το πράσινο χρώμα του δολαρίου, να πατάει ηδονικά το κουμπί-βρισιά. «Fuck you», αν προτιμάτε.