Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ είχε μια πολύ καλή ιδέα και έναν πολύ ωραίο καναπέ. Οταν αποφάσισε να τα συνδυάσει, γεννήθηκε η ψυχανάλυση. Ο Φρόιντ μπορεί να μη μας θεράπευσε, όμως μας είπε κάτι πολύ απλό και βολικό: Ασε τι κάνουν οι άλλοι και κοίτα τον εαυτό σου. Αν δεν ήταν ο πατέρας της ψυχανάλυσης, θα μπορούσε θαυμάσια να είναι ο νονός του ναρκισσισμού…
Ο Αντονι Χόπκινς, από την πλευρά του, ειδικεύεται στην ερμηνεία ναρκισσιστικών χαρακτήρων, ίσως η ευχέρεια και η επιτυχία με την οποία τους παίζει στη μεγάλη οθόνη, και όχι μόνο, να οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι και ο δικός του χαρακτήρας εμπεριέχει μπόλικα τέτοια στοιχεία, κάτι που ο ίδιος δεν έχει ποτέ αρνηθεί, ακριβώς το αντίθετο μάλιστα.
«Ο ναρκισσισμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός ενός ηθοποιού», έχει πει «και πρέπει να τον κρατάς υπό έλεγχο διαρκώς, πρέπει να έχεις τον νου σου. Ναρκισσισμός, υπερβολικά μεγάλο “εγώ”, όλα αυτά χρειάζονται συνεχή επαγρύπνηση».
Το γεγονός ότι τώρα θα ερμηνεύσει τον Φρόιντ είναι ένα πολυαναμενόμενο κινηματογραφικό «συμβάν», ιδιαίτερα καθώς ο Χόπκινς, στα 85 του πλέον, δείχνει πιο ενεργός, δημιουργικός και ταλαντούχος από ποτέ. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα δώσει μια αριστουργηματική ερμηνεία, από όποια πλευρά και αν επιλέξει να «πιάσει» τον γερμανό ψυχίατρο.
Το σκηνικό της ταινίας χτίζεται στο Δουβλίνο, σε ένα σπίτι που θα «υποδυθεί» την οικία του Φρόιντ στο βόρειο Λονδίνο. Θα είναι μια ακριβής αναπαράσταση, στην οποία φυσικά θα πρωταγωνιστεί ο περίφημος καναπές του, σύμβολο έκτοτε της ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Ο ίδιος ο Φρόιντ, όταν μετακόμισε στο Χάμστεντ, φρόντισε να μεταφέρει επακριβώς το σκηνικό που είχε αφήσει πίσω του στο γραφείο του στη Βιέννη, όταν το εγκατέλειψε για να διαφύγει των διώξεων από τους Ναζί, το 1938.
Η ταινία θα λέγεται «Η τελευταία συνεδρία του Φρόιντ» και βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Μαρκ Σεν Ζερμέν (2010), στο οποίο λαμβάνει χώρα μια φανταστική συνάντηση ανάμεσα στον άθεο Φρόιντ και τον πιστό χριστιανό Κλάιβ Στέιπλς Λιούις, το συγγραφέα των «Χρονικών της Νάρνια».
Ο Χόπκινς είναι πολύ κοντά ηλικιακά στις απαιτήσεις του ρόλου, καθώς ο Φρόιντ, σύμφωνα με το σενάριο, είναι 83 ετών, ένας εβραίος πρόσφυγας τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου, ο οποίος έχει ήδη συγγράψει το βιβλίο «Η ερμηνεία των ονείρων», ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία του 20ού αιώνα. Ο Λιούις είναι ένας 40χρονος ακαδημαϊκός της Οξφόρδης, ο οποίος γράφει κυρίως για τη σχέση της επιστήμης με τη χριστιανική πίστη.
Τι μπορεί να συζητάνε; Τα αυτονόητα: για την επιστήμη και την ύπαρξη του Θεού. Η αλήθεια είναι ότι δεν συναντήθηκαν ποτέ, όμως η συζήτηση βασίζεται σε όσα έγραψε καθένας τους, τα οποία συνενώθηκαν σε έναν διάλογο.
Ο Χόπκινς έχει υποδυθεί και τον Λιούις, πριν από 30 χρόνια στην ταινία «Shadowlands». Αυτήν τη φορά θα τον ερμηνεύσει ο Μάθιου Γκουντ, ο οποίος πρωταγωνίστησε στις τηλεοπτικές σειρές «Downton Abbey» και «The Crown».
Η παραγωγός Μεγκ Τόμσον είπε στον Observer: «Ο Αντονι διάβασε το σενάριο και έβαλε τον εαυτό του σε αυτό πολύ γρήγορα». Οπως κάνει πάντα εξάλλου.
Οπως ανέφερε ο Guardian, το σπίτι του Φρόιντ στο Χάμστεντ, ένα τριώροφο κτίριο της δεκαετίας του 1920, διατηρήθηκε από την κόρη του, Αννα, πρωτοπόρο στην παιδική ψυχανάλυση, ως τον θάνατό της το 1982. Το άφησε σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα και το 1986 άνοιξε στο κοινό ως Μουσείο Φρόιντ. Το επισκέπτονται 30.000 άνθρωποι κάθε χρόνο.
Οι δημιουργοί της ταινίας σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν το Μουσείο Φρόιντ για τα γυρίσματα, αλλά ο δρόμος έχει σύγχρονο φωτισμό και η ανακατασκευή σε άλλο σημείο τούς έδωσε περιθώρια να εργαστούν πιο δημιουργικά. Επίσης το κόστος των γυρισμάτων στο Λονδίνο είναι σχεδόν απαγορευτικό.
Η αναπαραγωγή, βέβαια, του αρχικού σπιτιού είχε πολλές προκλήσεις, όπως το να φτιαχτούν τα περίπου 2.500 αρχαία αντικείμενα που είχε ο Φρόιντ στη συλλογή του. Ή ο περίφημος καναπές και το περσικό χαλί που τον σκέπαζε, το γραφείο του Φρόιντ και η σουρεαλιστική καρέκλα του. Ολα αυτά τα είχε φέρει μαζί του από τη Βιέννη και δεν τα αποχωρίστηκε ποτέ.
Στο θεατρικό έργο υπάρχουν μόνο δύο χαρακτήρες. Στην ταινία θα δούμε κι άλλους και θα παρακολουθήσουμε τη σχέση του Φρόιντ με την κόρη του, αλλά και το εντελώς αντισυμβατικό ρομάντζο του Λιούις με την καλύτερη φίλη της μητέρας του.
Η ταινία, όμως, στην πραγματικότητα πραγματεύεται ένα πολύ σημαντικό και διαχρονικό θέμα: Να μάθει κανείς να ακούει αυτό που έχει να πει η άλλη πλευρά.
Σε μια σκηνή ο Λιούις λέει: «Επιμένατε σε όλη σας τη ζωή ότι η ίδια η ιδέα ότι υπάρχει Θεός είναι γελοία. Συνεπώς, αφού αυτό σας ικανοποιεί, τι σας νοιάζει τι πιστεύω εγώ για όλα αυτά;».
Ο Φρόιντ απαντά: «Θέλω να μάθω γιατί ένας άνθρωπος με τη δική σας ευφυΐα μπορεί να εγκαταλείψει την αλήθεια και να αγκαλιάσει ένα τόσο προφανές ψέμα».
«Κι αν δεν είναι ψέμα;», απαντά ο Λιούις. «Εχετε σκεφτεί ποτέ πόσο τρομακτικό θα είναι αν συνειδητοποιήσετε ότι κάνετε λάθος;».
«Πολύ λιγότερο τρομακτικό από όσο θα είναι για σας», του απαντά ο Φρόιντ». «Είπατε νωρίτερα ότι αυτό που αμφισβητείτε στη θεωρία μου είναι η πίστη μου στο να μην πιστεύω».