«Κατάγομαι από την πόλη που ονομαζόταν Κωνσταντινούπολη όταν ιδρύθηκε και σήμερα, περισσότερα από χίλια χρόνια μετά, ονομάζεται Ιστανμπούλ. Στο μεταξύ, η πόλη απέκτησε περισσότερα από είκοσι διαφορετικά ονόματα. Υπέστη περί τις είκοσι πολιορκίες, δύο επιδημίες λέπρας και περίπου δέκα τρομερούς σεισμούς. Επέζησε, ωστόσο, από αναρίθμητους πολέμους, μάχες, ίντριγκες και αγώνες. Γνώρισε εκατοντάδες βασιλιάδες, που κυβέρνησαν και χάθηκαν, φιλοξένησε πολλές γλώσσες, θρησκείες και μνημεία… Και για μένα, που γεννήθηκα στην Πόλη, όπως την αποκαλούν οι Έλληνες, υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο σύμβολο της μοναδικότητας και της σοφίας αυτής της πόλης: η Αγία Σοφία, ένα μνημείο επιβλητικό και μοναδικό όσο και οι Πυραμίδες της Αιγύπτου», αναφέρει σε κείμενό της που δημοσιεύτηκε στην γαλλική Le Monde η Ασλί Ερντογάν.
Η 53χρονη τουρκάλα ακτιβίστρια, δημοσιογράφος και διακεκριμένη συγγραφέας συγκαταλέγεται μεταξύ των πάρα πολλών Τούρκων που θεωρούν ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί στην ουσία ένα «σκόπιμο χαστούκι στο πρόσωπο εκείνων που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Τουρκία είναι μια κοσμική χώρα».
Η Ασλί Ερντογάν συγκαταλέγεται, όμως, επίσης και μεταξύ των εξίσου πάρα πολλών Τούρκων που γνώρισαν στο πετσί τους τον αυταρχισμό και τη βαρβαρότητα του καθεστώτος Ερντογάν.
Περίπου ένα μήνα μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του προέδρου της Τουρκίας που έλαβε χώρα τη νύχτα της 15ης Ιουλίου του 2016, συνελήφθη μαζί με δημοσιογράφους και εργαζόμενους της φιλοκουρδικής εφημερίδας Özgür Gündem (στην οποία η Ερντογάν αρθρογραφούσε) και προφυλακίστηκε με την κατηγορία της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και της υπονόμευσης της εθνικής ενότητας.
Επειτα από τέσσερις μήνες στη φυλακή, δικαστήριο διέταξε να αφεθεί ελεύθερη υπό όρους έως ότου να δικαστεί. Παρότι της είχε επιβληθεί στέρηση εξόδου από τη χώρα, ανέκτησε το διαβατήριο της για να μεταβεί στη Γερμανία, όπου επρόκειτο να της απονεμηθεί το Βραβείο Ειρήνης Εριχ Μαρία Ρεμάρκ. Δεν επέστρεψε ξανά στην Τουρκία και από τότε ζει εξόριστη στην Φρανκφούρτη. Τον περασμένο Φεβρουάριο αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες αλλά πριν από λίγες ημέρες εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της απόφασης και η υπόθεσή της θα εξεταστεί εκ νέου.
Οπότε η γνώμη της Ασλί Ερντογάν για τις εξελίξεις στην πατρίδα της και τις πραγματικές προθέσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (με τον οποίο πέρα από το επίθετο δεν έχει κανένα κοινό) έχει βαρύνουσα σημασία. Ανησυχία και προβληματισμό προκαλεί το γεγονός πως θεωρεί ότι μέσω της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και της απαξίωσης του κεμαλισμού, ο απόλυτος ηγέτης της Τουρκίας σίγουρα δεν επιδιώκει μόνο να αποσπάσει την προσοχή των συμπολιτών του από την οικονομική κρίση εκμεταλλευόμενος το θρησκευτικό αίσθημα τους, όπως πιστεύουν πολλοί στην Τουρκία.
Υποστηρίζει και προειδοποιεί πως «το καθεστώς Ερντογάν δηλώνει ότι από τώρα και στο εξής η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα είναι το νέο μοντέλο της σύγχρονης Τουρκίας και δεν θα πιέζεται πλέον με ηθικές αξίες που αποδίδονται στη Δύση ή στη σύγχρονη κοινωνία ούτε, γενικά, με έννοιες της δυτικής νεωτερικότητας, και δεν θα επιτρέψει σε “ασήμαντα” πράγματα, όπως ο νόμος, η δημοκρατία κ.α., να σταθούν εμπόδια στη μεγάλη κατάκτηση της απόλυτης εξουσίας».
Σύμφωνα με την Ασλί Ερντογάν, ο πρόεδρος της Τουρκίας μετέτρεψε ανερυθρίαστα την Αγία Σοφία σε τζαμί για να αναδειχθεί όντως ως ο νέος Σουλτάνος μιας νέας Οθωμανικής Τουρκίας. «Αποκαλώντας τον μετασχηματισμό “τελευταία πινελιά μιας κατάκτησης”, ο Ερντογάν παρουσιάζεται ως ο περήφανος διάδοχος του Μωάμεθ του Πορθητή και άλλων Οθωμανών σουλτάνων. Η “κατάκτηση” είναι ένας όρος που ανήκει στην ορολογία ή την ιδεολογία μιας περασμένης εποχής, κατά την οποία ο νικητής καταλάμβανε και εξόντωνε τον ηττημένο, δίχως να λαμβάνει υπόψη του την ηθική. Η καταστροφή ή μετατροπή των ναών των κατακτημένων ήταν κοινή πρακτική στο παρελθόν», την οποία αναβιώνει κατά την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.