Επρόκειτο αναμφίβολα για ένα μοναδικό, αξέχαστο πολιτικό θέαμα. Την 21η Φεβρουαρίου του 2022, μόλις τρεις ημέρες πριν διατάξει τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία, ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προήδρευσε μιας τηλεοπτικής συνεδρίασης του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Ρωσίας, ζητώντας από τα μέλη του να δηλώσουν αν τάσσονταν υπέρ της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας των αυτονομιστικών Δημοκρατιών του Ντονμπάς από τη Μόσχα.
Η στημένη από το Κρεμλίνο συνεδρίαση αναδείκνυε την εικόνα ενός μοναχικού, πέρα από αυταρχικού, και πιθανώς παρανοϊκού ηγέτη, που περιφρονεί και ταπεινώνει τους πιο στενούς συμβούλους του, ενώ εκείνοι τον φοβούνται και προσπαθούν απεγνωσμένα να τον ευχαριστήσουν.
Ωστόσο, όλοι όσοι εξακολουθούν να έχουν αυτή την εντύπωση, ακόμη και μετά την αντίδραση του Κρεμλίνου στην πρόσφατη ανταρσία του Γεβγκένι Πριγκόζιν και της Ομάδας Βάγκνερ, θα πρέπει μάλλον να επανεξετάσουν τις θέσεις τους. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει σε ανάλυσή του στους Financial Times ο Ιβάν Κράστεφ.
«Δεν ήταν ο Πούτιν, αλλά ο “συλλογικός Πούτιν” (μια μυστικιστική φιγούρα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τον Αλεξάντερ Λουκασένκο, τον δικτάτορα της Λευκορωσίας) που καθόρισε την έκβαση της κρίσης. Ο Πούτιν, ως άτομο, ήταν οργισμένος και ταπεινωμένος από την προδοσία της Βάγκνερ και εμφανίστηκε στην τηλεόραση απειλώντας πως θα είναι “σκληρός”. Αλλά ο “συλλογικός Πούτιν” κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν σοφότερο να διαπραγματευθεί με τους στασιαστές και να βρει μια στρατηγική εξόδου. Πλέον ξέρουμε ότι ο Πούτιν συναντήθηκε με τον Πριγκόζιν και άλλους διοικητές της Βάγκνερ την 29η Ιουνίου. Για κάποιον που έχει ψύχωση με την προδοσία, επρόκειτο για μια πολύ μεγάλη υποχώρηση», γράφει ο γνωστός βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας (ιδρυτής και πρόεδρος του Κέντρου Φιλελευθέρων Σπουδών της Σόφιας και συνεργάτης του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Επιστημών της Βιέννης).
Τι άλλαξε, λοιπόν, από την 21η Φεβρουαρίου 2022, όταν ο ρώσος πρόεδρος εκφόβιζε και ταπείνωνε τους κορυφαίους συμβούλους του, έως τα τέλη του προηγούμενου μήνα, που αποδέχθηκε να συναντηθεί με τους ανθρώπους που στασίασαν εν καιρώ πολέμου;
«Πρωτίστως, η σχέση του Πούτιν με τις ρωσικές ελίτ» απαντά ο Κράστεφ. «Τώρα τους φοβάται όχι λιγότερο από όσο τον φοβούνται εκείνοι. Φοβάται λιγότερο τη φωνή τους παρά την αποχώρησή τους» προσθέτει, εξηγώντας ότι πολλοί από τους στενότερους συνεργάτες του τον κατηγορούν προσωπικά για την τρέχουσα κατάσταση, δεδομένου ότι εκείνος αποφάσισε να εργαλειοποιήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ της Βάγκνερ και του υπουργείου Αμυνας, που οδήγησε τελικά στην ανταρσία της μισθοφορικής ομάδας.
Η στάση του Πριγκόζιν αποκάλυψε επίσης την κύρια αντίφαση του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεται ο ρώσος πρόεδρος το ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει: για να κερδίσει τον πόλεμο, ο Πούτιν χρειάζεται φιλόδοξους όσο και αδίστακτους ηγέτες τύπου Πριγκόζιν. Ωστόσο, για να διασφαλίσει την εξουσία του αλλά και την ενότητα των ελίτ, είναι αναγκαίο να βασιστεί σε μη χαρισματικές προσωπικότητες όπως ο υπουργός Αμυνας Σεργκέι Σοϊγκού και ο στρατηγός Βαλέρι Γκερασίμοφ, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων.
«Ο φόβος του “φαινομένου Ζούκοφ” –της εμφάνισης ενός δημοφιλούς στρατηγού όπως ο Γκεόργκι Ζούκοφ, ο σοβιετικός διοικητής που κατέλαβε το ναζιστικό Βερολίνο– εξηγεί γιατί ο Πριγκόζιν έπρεπε να απομακρυνθεί. Το κοινό θα μπορούσε να δει ένα τέτοιο πρόσωπο ως εναλλακτική επιλογή στον Πούτιν», σημειώνει ο βούλγαρος επιστήμονας.
Αναφέρει επίσης ότι «το μυστικό των αποικιακών πολέμων είναι ότι πετυχαίνουν μόνον όταν οι άνθρωποι τους ξεχνούν. Ο πόλεμος του Πούτιν δεν είναι διαφορετικός. Η επιμονή του ότι οι μάχες στην Ουκρανία είναι μια ειδική στρατιωτική επιχείρηση και όχι ένας πραγματικός πόλεμος, ήταν μια προσπάθεια να καθησυχάσει τους Ρώσους ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει πραγματικά στη ζωή τους, σε μια εποχή που όλα έχουν αλλάξει. Οι μισθοφόροι της Βάγκνερ γκρέμισαν την πρόσοψη της κανονικότητας, που είναι τόσο σημαντική για το Κρεμλίνο. Δεν αρκεί πλέον να προστατεύεται το βιοτικό επίπεδο για να πείθονται οι Ρώσοι ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ολα τα πραξικοπήματα αρχίζουν με συνωμοσία. Τα αποτυχημένα πραξικοπήματα καταλήγουν σε παράνοια».
Επομένως, είναι λογικό να αναμένονται δραματικές αλλαγές στην κορυφή του Κρεμλίνου, αλλά δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Οσον αφορά τις υπηρεσίες ασφαλείας, οι εκκαθαρίσεις στα χαμηλότερα κλιμάκια είναι αναπόφευκτες, όμως δεν είναι σαφές εάν το Κρεμλίνο θα διακινδυνεύσει αλλαγές υψηλότερα.
Τον πρώτο χρόνο του πολέμου στην Ουκρανία, οι αλλαγές στην κορυφή της ιεραρχίας στη Μόσχα ήταν εντυπωσιακά περιορισμένες και ενώ οι πόλεμοι συνήθως φέρνουν στην εξουσία φιλόδοξους και συχνά αδίστακτους ηγέτες που έχουν αποδείξει την αξία τους στο πεδίο, από τον Φεβρουάριο του 2022 μόνο δύο ομάδες έχουν αναβαθμιστεί στην ιεραρχική κλίμακα του Πούτιν, «οι γιοι των παλιών φίλων του και οι βοηθοί του — εν ολίγοις, αυτοί που πιστεύεται ότι είναι πιστοί και τους οποίους ο πρόεδρος γνωρίζει προσωπικά» αναφέρει ο Κράστεφ. Αυτό σημαίνει ότι πλέον, στο μυαλό του Πούτιν, η ανάγκη για σταθερότητα είναι πιο σημαντική από την ανάγκη για αποτελεσματική ηγεσία.
Τώρα, μετά την ανταρσία του Πριγκόζιν και των μισθοφόρων του, ο ρώσος πρόεδρος βρίσκεται εκ νέου σε δύσκολη θέση, καθώς «δύσκολα μπορεί αποπέμψει τη στρατιωτική ηγεσία της Ρωσίας δίχως να αναγνωρίσει ότι ο Πριγκόζιν είχε δίκιο. Αλλά δύσκολα μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο με αυτή την ηγεσία. Η εξέγερση της Βάγκνερ ενίσχυσε τον συλλογικό Πούτιν» υποστηρίζει ο Κράστεφ.
Οσον αφορά την (ευρέως διαδεδομένη στη Δύση) άποψη σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αλλαγή εξουσίας στη Μόσχα θα αποτελούσε μια ευκαιρία για τον τερματισμό του πολέμου (με το σκεπτικό ότι οποιοσδήποτε ηγέτης εκτός του Πούτιν, ανεξάρτητα από τις πολιτικές του θέσεις, θα ήταν πιο πιθανό να τερματίσει τον πόλεμο), προειδοποιεί πως «θα ήταν ευσεβής πόθος να δούμε την πορεία του Πριγκόζιν προς τη Μόσχα ως προάγγελο του τέλους του καθεστώτος του Πούτιν. Θα ήταν επίσης λάθος να αμελήσουμε τη σημασία του. Αυτό που σηματοδοτεί είναι μια μετατόπιση της εξουσίας από τον τσάρο Πούτιν στον συλλογικό Πούτιν».