Κατεστραμμένα ρωσικά τανκς: στην Ουκρανία τα βαριά όπλα ηττήθηκαν από φορητούς εκτοξευτές βλημάτων και drones | REUTERS/ CreativeProtagon
Θέματα

Στην Ουκρανία, ο τελευταίος πόλεμος του 20ού αιώνα

Η ταλαιπωρημένη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν η τελευταία σύγκρουση του 20ού αιώνα: τα βαριά τανκς, τα μεγάλα πλοία και τα μαχητικά αεροπλάνα ηττήθηκαν από τα φορητά αντιαρματικά και αντιαεροπορικά στοιχεία και από τα drones
Protagon Team

«Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ο τελευταίος πόλεμος του 20ού αιώνα» έγραψε ο Φίλιπς Πέιζον Ο’Μπράιεν, αμερικανός ιστορικός, πανεπιστημιακός στη Σκωτία, υπό την έννοια ότι στην Ουκρανία είδαμε έναν στρατό, τον ρωσικό, να έχει ομοιότητες με τους μεγάλους στρατούς που συγκρούστηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σχέσεις όμως του ρωσο-ουκρανικού πολέμου πολέμου με τον Β’ΠΠ σταματούν εκεί. Το άρθρο του Ο’Μπράιεν στο The Atlantic είναι συνεπαρμένο από τον ενθουσιασμό του τόσο για «τις επιτυχίες και το σθένος των Ουκρανών» όσο και για «την αποτυχημένη εισβολή της Ρωσίας». Σε τι συνίσταται αυτή η «αποτυχία» των Ρώσων όμως;

Ο αρθρογράφος δεν ασχολήθηκε με το γεγονός ότι οι Ρώσοι κατέχουν πια το 20% των εδαφών της Ουκρανίας, αλλά έριξε πολύ βάρος στα σύγχρονα και ευέλικτα όπλα των Ουκρανών που «κατατρόπωσαν τα βαριά ρωσικά τανκς». Οι Ρώσοι ξεκίνησαν τον πόλεμο βασισμένοι στα Τεθωρακισμένα και στο Πυροβολικό τους έγραψε, «όπως είχε κάνει και η Βέρμαχτ όταν επετέθη στη Σοβιετική Ενωση το 1941». Και το Ναυτικό τους, με τα μεγάλα πλοία επιφανείας, «θεωρήθηκε δύναμη ικανή να εξαπολύσει αμφίβια επίθεση στην ουκρανική ακτή, όπως είχαν κάνει οι Δυτικοί Σύμμαχοι στην D-Day, τον Ιούνιο του 1944».

Ομως «τώρα γνωρίζουμε ότι τίποτα από αυτά δεν λειτούργησε κατά τον σχεδιασμό της Μόσχας». Η εξήγηση που έδωσε ο καθηγητής είναι η εξής: ναι μεν αναδείχθηκαν «οι ανεπάρκειες του ρωσικού στρατού», ωστόσο ρόλο έπαιξε και η εν εξελίξει αλλαγή της έννοιας του στρατεύματος. Δηλαδή, ό,τι μας συνδέει με το στρατιωτικό παρελθόν μας και με τον Β’ΠΠ βρίσκεται σε αποδρομή, οι ουκρανικές νίκες κατέδειξαν τη φθίνουσα πορεία της βαριάς και δαπανηρής στρατιωτικής μονάδας. Τα βαριά όπλα του παραδοσιακού στρατού «ηττήθηκαν από ευκίνητα, εύχρηστα και φθηνότερα πολεμικά  συστήματα». 

Νέα εργαλεία σύγκρουσης γεννήθηκαν στα πεδία μάχης της Ουκρανίας, στέλνοντας στο χρονοντούλαπο τα άρματα μάχης, τα μαχητικά αεροσκάφη και τα πολεμικά πλοία. «Είμαστε μάρτυρες του τελευταίου πολέμου με μέσα του 20ού αιώνα», καθώς στο προσκήνιο εισέβαλαν τα φορητά αντιαρματικά όπλα, τα drones, οι αντιαεροπορικοί και αντιπλοϊκοί πύραυλοι. Ο Ο’Μπράιεν έγραψε για «σφαγή των ρωσικών τανκς» από τα προαναφερθέντα μικρά όπλα, παραθέτοντας και στοιχεία: «Οι απώλειές τους κυμαίνονται από 700 έως 1.200 άρματα, επί συνόλου 1.500 που συμμετείχαν στην εισβολή».

Αχρηστα όλα τα ατού 

Και δεν ήταν μόνο τα τανκς που ηττήθηκαν κατά κράτος. Το ίδιο συνέβη και με τη ρωσική αεροπορία, «η οποία αναμενόταν να κυριαρχήσει». Ούτε αυτό έγινε. Λόγω των αμερικανικών πυραύλων Stinger «οι ρώσοι πιλότοι κατέστησαν ανίκανοι να εκτελέσουν περιπολίες και περιορίστηκαν σε γρήγορες αποστολές από σημείο σε σημείο». Ο αντιαεροπορικός εξοπλισμός των Ουκρανών είναι φθηνός, έγραψε ο Αμερικανός, ασυγκρίτως φθηνότερος των μαχητικών Σουκόι, και απεδείχθη αποτελεσματικός. «Το ίδιο έγινε και στη θάλασσα, με πιο συγκλονιστική στιγμή του πολέμου τη βύθιση του ‘‘Μοσκβά’’». Ο Ο’Μπράιεν έγραψε ότι η βύθιση του ρωσικού πλοίου ήταν αποτέλεσμα συγχρονισμένης τακτικής των Ουκρανών: «Πρώτα έστειλαν ένα drone για να απασχολήσουν τα αμυντικά συστήματα του πλοίου και κατόπιν εξαπέλυσαν τους δύο πυραύλους».

Ο ιστορικός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η ευρεία επιτυχία των φθηνότερων και απλούστερων συστημάτων κατά του φαινομενικώς προηγμένου και σίγουρα πανάκριβου εξοπλισμού» έχει ήδη δημιουργήσει ήδη τετελεσμένα τα οποία πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους τα επιτελεία, του αμερικανικού μη εξαιρουμένου. Ναι μεν «οι ΗΠΑ έχουν εκείνο το αξιόλογο τεχνολογικό, υλικοτεχνικό και εκπαιδευτικό πλεονέκτημα βάσει του οποίου οι μεγάλες επιθετικές δυνάμεις τους ματαιώνουν τις προσπάθειες των δυνάμεων που χρησιμοποιούν μικρότερο και φθηνότερο εξοπλισμό», ωστόσο η ρωσική εμπειρία στην Ουκρανία είναι και για αυτές οδηγός: «Η σφαγή των ρωσικών τανκς θα γίνει ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.

Στο τραπέζι των πολεμικών σχεδίων του μέλλοντος ο αρθρογράφος τοποθέτησε τα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπλα επειδή «θα βελτιώσουν την εμβέλεια, την ακρίβεια και η ικανότητα ανίχνευσης» και τα drones επειδή «και θα πετούν περισσότερο και θα αποφεύγουν τον εντοπισμό τους». Και παρατήρησε ότι αν κάποιο Ναυτικό επιχειρήσει περιπολία ή αγκυροβόλιο πλησίον ακτών, τότε «θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τεράστιες ποσότητες αντιπλοϊκών βλημάτων, τις οποίες δεν θα αντέξουν οι αντιπυραυλικές ικανότητες των σκαφών». Τέλος εποχής, λοιπόν, για το βαρύ τανκς, το τεράστιο αεροπλανοφόρο, το μαχητικό αεροσκάφος. Είναι και θέμα κόστους πρωτίστως.

Ο Ο’Μπράιεν κράτησε την πρότασή του για κατακλείδα του άρθρου του: «Το πολιτικό προσωπικό πρέπει να αρχίσει τον σχεδιασμό ενός εντελώς διαφορετικού πεδίου μάχης, γεμάτο με ελαφρύτερα, μικρότερα, ευέλικτα και σε πολλές περιπτώσεις αυτόνομα ή τηλεχειριζόμενα όπλα. Ουσιαστικά πρέπει να προετοιμαστούν για τους πρώτους πολέμους του 21ου αιώνα».