Το Σαββατοκύριακο στη Λίμνη είχε κανονιστεί από καιρό. Γιατί είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μας μέρη για εξορμήσεις χειμώνα καλοκαίρι, γιατί είναι κοντά στην Αθήνα και γιατί η πρόσβαση είναι εύκολη. Η μεγάλη φωτιά πριν από λίγες μέρες μάς τρόμαξε όμως. Και τώρα; Μήπως να αναβάλουμε το ταξίδι; Η πιθανότητα να υπάρχουν ακόμα κάποιες μικρές εστίες που σιγοκαίνε, ότι θα βλέπουμε καπνούς και ότι θα μυρίζει καμένη γη ομολογώ ότι δεν μου ήταν ευχάριστη. Δεν τόλμησα όμως να ρωτήσω όταν τηλεφώνησα για δωμάτιο. Ντράπηκα. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι ρωτάνε, οι περισσότεροι μάλιστα δεν πιστεύουν καν αυτό που τους λένε οι ξενοδόχοι, όπως έμαθα αργότερα. Και στις περισσότερες περιπτώσεις ακυρώνουν το ταξίδι τους. Τι κρίμα! Και γι’ αυτούς και για την οικονομία της Λίμνης. Ομως, επιβεβαιώνω. Καμένο δεν μας μύρισε και διευκρινίζω, έχουμε μύτη εξασκημένη.
Αρχικά σκεφτήκαμε να πάμε από την εθνική οδό μέχρι την Αρκίτσα, από κει να πάρουμε το φέρι για την Αιδηψό και να γυρίσουμε προς τα πίσω. Όμως ποιος ο λόγος; Από παλιότερο ταξίδι μου, θυμόμουν ένα δρόμο με στροφές μεν αλλά και ένα τοπίο εξαιρετικό. Πρωί πρωί του Σαββάτου, λοιπόν περάσαμε τη γέφυρα της Χαλκίδας και κατευθυνθήκαμε προς τη βόρεια Εύβοια. Μετά τη διασταύρωση των Ψαχνών, ο δρόμος ανηφορίζει και το πράσινο είναι πλούσιο. Το τοπίο σε αντίθεση με της Νότιας Εύβοιας που είναι μάλλον κυκλαδίτικο, θυμίζει συνέχεια του Πηλίου και των Σποράδων, αυτό θα το διαπιστώσουμε και το βράδυ που θα πάμε στην Κάτω Μονοκαρυά για να παρακολουθήσουμε τη συναυλία (Γαλάνη-Τσαλιγοπούλου-Νέγκα) με την οποία ολοκληρώθηκαν οι εκδηλώσεις του πολιτιστικού συλλόγου του χωριού. Κάνω εδώ μια παρένθεση, για να σας πω ότι εντυπωσιάστηκα από το πλήθος και την καλή διάθεση του κόσμου αλλά και την άρτια διοργάνωση. Στην τεράστια αυλή του παλιού πέτρινου σχολείου κάτω από τα πλατάνια, σε στρωμένα τραπέζια συγκεντρώθηκαν περισσότεροι από χίλιοι θεατές που είχαν έρθεια από την Ιστιαία και τα γύρω χωριά.
Ο δρόμος που διασχίζει εσωτερικά τη Βόρεια Εύβοια έχει μεν στροφές αλλά είναι πολύ καλός. Αν μάλιστα έχεις πάει πρόσφατα στα Αγραφα, στο Καρπενήσι και στο Δάφνο της Φωκίδας, την πατρίδα της Γεωργίας Παπανδρέου, συναδέλφου, φίλης και συνταξιδιώτισσας τότε ο βαθμός δυσκολίας του θα σου φανεί αστείος. Περνάμε ανάμεσα σε πεύκα και πλατάνια, χωράφια με ήλιους, πορτοκαλί κολοκύθες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, ντομάτες και φασολιές (όλα αυτά μπορείς να τα αγοράσεις σε κιόσκια που υπάρχουν στο πλάι του δρόμου) πλάι σε μια ρεματιά. Σε κάποιο σημείο βλέπουμε μια ταμπέλα προς Φαράκλα. Θυμάμαι τις ειδήσεις. Από δω ξεκίνησε η φωτιά. Ένα τσίμπημα στην καρδιά το νιώθω. Το μυαλό μου πετάει στην Αρκαδία όταν ένα φθινόπωρο πριν από μερικά χρόνια διασχίσαμε ένα καμένο δάσος για να φτάσουμε στην Αμπελιώνα, το υπέροχο χωριό του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Όμως όχι, εδώ δεν υπάρχει τίποτα κακό. Μας περιβάλλει η ομορφιά μιας φύσης συγκλονιστικής. Οι καταπράσινες φυλλωσιές των δένδρων κλείνουν σαν στεφάνι πάνω από το δρόμο δημιουργώντας μια σκιά λυτρωτική, αρώματα από κομμένο γρασίδι και από πεύκο κατακλύζουν τις αισθήσεις μας, ένα απαλό αεράκι μας δροσίζει από τα ανοικτά παράθυρα. Και όλο αυτό είναι πολύ ανακουφιστικό, ένα αντίδοτο στο φόβο που μας είχε ταράξει την προηγούμενη εβδομάδα.
Φτάνουμε στη Βατερή. Η θέα είναι εκπληκτική από τις βεράντες του ωραίου ξενώνα που βρίσκεται μέσα σε ένα κτήμα ψηλά πάνω από τη Λίμνη. Ενα μαγικό τοπίο σαν αγκαλιά γεμάτη με κυπαρίσσια, ελαιόδεντρα και αμπέλια απλώνεται μπροστά μας μέχρι τις κεραμοσκεπές των σπιτιών και τη θάλασσα που αστράφτει κάτω από τον ήλιο. Μας υποδέχονται με δροσερό νερό και γλυκό βύσσινο. Η Αμαλία Μπλουκίδου κάνει απίθανα γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες και λικέρ ενώ η γυναίκα του αδελφού της (ως Ηπειρώτισσα) ειδικεύεται στις πίτες. Στο πρωϊνό την άλλη μέρα θα φάμε πατατόπιτα, ζουμερά ροδάκινα και καταπληκτικά σύκα από το κτήμα. Στον κήπο ακούω με ευχαρίστηση ξένες γλώσσες. Ένα πιτσιρίκι γιορτάζει τα γενέθλιά του κάτω από μια κρεβατίνα φορτωμένη με σταφύλια. Αφήνουμε τα πράγματά μας και φεύγουμε κατ’ ευθείαν για την παραλία. Ο φιλόξενος Γιώργος Μπλουκίδης μάς ρωτάει τι θέλουμε να δούμε, αλλά είναι οι πρώτες ημέρες του Αυγούστου κι εμείς κατάκοπες Αθηναίες. Προς το παρόν δεν θέλουμε τίποτα περισσότερο από μια σκιά κάτω από ένα αρμιρίκι.
Κατεβαίνουμε στο Κοχύλι, τη μεγάλη παραλία πριν από τον οικισμό Χρόνια. Στη Λίμνη δεν υπάρχουν αμμουδιές, έχει μερικές απέραντες παραλίες με βότσαλα και κάποιες πιο μικρές με πέτρες και με βότσαλα όπως αυτές δίπλα στο Προσκοπείο, το μικρό πέτρινο κτίριο των Ναυτοπροσκόπων στην άκρη της πόλης (παλιό ταμπάκικο και βυρσοδεψείο) που βρίσκεται κυριολεκτικά μέσα στο νερό. Άλλη μια που μας άρεσε πολύ βρίσκεται στην άλλη πλευρά μετά τα ερείπια του παλιού εργοστασίου επεξεργασίας της ρητίνης στο δρόμο για τα Κατούνια και τη Μονή του Αγίου Νικολάου Γαλατάκη. Εκεί θα κολυμπήσουμε την άλλη μέρα. Είναι μαγικά. Καθώς όμως σηκώνω το βλέμμα μου προς το βουνό βλέπω δεξιά μου τη μαύρη πλαγιά.
Στο σημείο αυτό η φωτιά έσβησε κυριολεκτικά μέσα στο κύμα. Οι κάτοικοι είναι ακόμη σοκαρισμένοι και γεμάτοι άγχος. Πενθούν και είναι φυσικό, γιατί εκτός από ένα μεγάλο κομμάτι δάσους που κάηκε, οι παραθεριστές έφυγαν ενώ πολλοί που θα ερχόντουσαν τον Αύγουστο ακύρωσαν τις διακοπές τους. Κρίμα για την οικονομία της μικρής κωμόπολης, κρίμα και για τους επισκέπτες της που από αδικαιολόγητο φόβο έχασαν τις ωραίες διακοπές τους. Ομως η ζωή συνεχίζεται και η ζωή στη Λίμνη είναι ωραία. Οι τιμές εξάλλου είναι λογικές αφού μπορείς να βρεις δωμάτια (από 30-50 ευρώ) και να φας ωραία με άλλα 10-15 ευρώ.
Ολα είναι ήρεμα και γαλήνια. Περπατώντας στα γραφικά δρομάκια διακτινίζεσαι στο παρελθόν, λες και ο χρόνος έχει σταματήσει τουλάχιστον σαράντα χρόνια πριν. Ωραία σπίτια χτισμένα αμφιθεατρικά μαρτυρούν πλούτο, στο παρελθόν τουλάχιστον, και οπωσδήποτε πλούτο ιστορικό, αφού η ζωή ξεκίνησε δύο χιλιάδες χρόνια προ Χριστού. Εδώ ήταν χτισμένη η αρχαία πόλις Ελύμνιον (κατά τον Σοφοκλή, το «Νυμφικόν Ελύμνιον» είναι συνδεδεμένο με το πρώτο σμίξιμο του Δία και της Ήρας) και δεν σταμάτησε ποτέ. Το λιμάνι δέχτηκε μεν επιδρομές από πειρατές και άλλους επίδοξους κατακτητές γι’ αυτό και γύρω στο 900μΧ ο οικισμός μεταφέρθηκε πιο ψηλά αλλά στα μέσα του 16ου αιώνα οι κάτοικοι ξανακατέβηκαν στα παράλια.
Η ναυτοσύνη δοξάστηκε στη Λίμνη, πολλοί καπεταναίοι από το Αιγαίο έφτιαξαν εδώ τα σπίτια τους και το λιμάνι της γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου. Αν μάλιστα έχεις την τύχη να σου ανοίξουν τις πόρτες τους κάποια καπετανόσπιτα θα θαυμάσεις υπέροχα ζωγραφισμένα ταβάνια από λαϊκούς ζωγράφους της εποχής. Απόγευμα της Κυριακής τρώμε εκλεκτούς ψαρομεζέδες στο Μελτέμι, περπατάμε στην παραλία μπροστά από τα αρχοντικά μέχρι το «ασκηταριό του Οσίου Χριστοδούλου του Πάτμιου” (έζησε εδώ σε μια τρύπα στον βράχο τον 11ο αιώνα) και το Προσκοπείο, γυρίζουμε προς τα πίσω μέχρι την καινούργια μαρίνα που βρίσκεται στην άλλη πλευρά, χανόμαστε μέσα στα δρομάκια της παλιάς πόλης.
Φωτογραφίζουμε τα αγάλματα του Νίκου Τσιφόρου και της Λέλας Καραγιάννη που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944, πίνουμε καφέ κάτω από τη δροσιά του μεγάλου πλάτανου. Και αναβάλουμε όσο μπορούμε την αναχώρησή μας. Τελικά φεύγουμε με τη σκέψη ότι θα ξανάρθουμε γιατί είναι μαγική η ηρεμία και η ομορφιά αυτού του τόπου. Αφήσαμε εξάλλου για την επόμενη φορά τις επισκέψεις στα ενδιαφέροντα μουσεία της πόλης. Τι να πρωτοκάνεις μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο.