Η ανταποκρίτρια της Washington Post, Σουζάνα Τζορτζ, παρουσιάζει την εξής εικόνα: «Οι επιλογές της Ουκρανίας φαίνεται ότι εξαντλούνται, καθώς βρίσκεται σε μια αντεπίθεση την οποία οι αξιωματούχοι της χαρακτήριζαν αρχικά ως την κρίσιμη επιχείρηση του Κιέβου για την ανακατάληψη σημαντικού εδάφους από τις ρωσικές δυνάμεις κατοχής μέσα στην χρονιά. Ωστόσο παρά τις προσπάθειες που διαρκούν πάνω από δύο μήνες, η αντεπίθεση δεν έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο. Τα κέρδη του Κιέβου περιορίζονται σε μερικά απομονωμένα χωριά, ενώ τα ρωσικά στρατεύματα συνεχίζουν να προωθούνται στο βόρειο μέτωπο. Επιπλέον, το σχέδιο για την εκπαίδευση Ουκρανών πιλότων στα αμερικανικής κατασκευής F-16 καθυστερεί».
Η αδυναμία της Ουκρανίας να πετύχει αποφασιστική πρόοδο στο πεδίο της μάχης υποδαυλίζει τους φόβους ότι η σύγκρουση οδηγείται σε αδιέξοδο και ότι ενδέχεται κάποια στιγμή να διαβρωθεί η διεθνής υποστήριξη προς τη χώρα. Μια νέα, απόρρητη έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών προβλέπει σύμφωνα με την WP ότι η αντεπίθεση θα αποτύχει να φτάσει φέτος στην Μελιτόπολη, την πόλη-κλειδί στα νοτιοανατολικά της χώρας.
Εν τω μεταξύ, η καταπονημένη από τον πόλεμο ουκρανική κοινή γνώμη ανυπομονεί για την εξασφάλιση της νίκης ενώ στην Ουάσινγκτον, οι εκκλήσεις για περικοπή της βοήθειας προς την Ουκρανία αναμένεται να ενισχυθούν ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2024. Σύμφωνα με αναλυτές, χωρίς ακόμη πιο προηγμένα όπλα που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την πρώτη γραμμή και παράλληλα δίχως την πλήρη αξιοποίηση των ουκρανικών δυνάμεων που εξακολουθούν να βρίσκονται σε εφεδρεία, το Κίεβο είναι απίθανο να εξασφαλίσει μια σημαντική πρόοδο από την αντεπίθεση.
«Το ερώτημα είναι ποια από τις δύο πλευρές θα εξαντληθεί νωρίτερα», σχολίασε ο Φραντς-Στέφαν Γκέιντι, ανώτερος συνεργάτης του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών της Βρετανίας, ο οποίος επισκέφθηκε την Ουκρανία τον Ιούλιο. «Δεν θα πρέπει να αναμένουμε ότι οι μεγάλοι στρατιωτικοί στόχοι θα επιτευχθούν εν μία νυκτί» τόνισε.
Ο Γκέιντι ανέφερε επίσης ότι η Ρωσία και η Ουκρανία έχουν εμπλακεί τώρα σε έναν πόλεμο φθοράς, προσπαθώντας να πλήξουν ο ένας τις δυνάμεις του άλλου και όχι να σημειώσουν σημαντικές εδαφικές προόδους. Με τις χερσαίες δυνάμεις της να έχουν σε μεγάλο βαθμό ακινητοποιηθεί, η Ουκρανία έχει εξαπολύσει έναν καταιγισμό νέων επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στο ρωσικό έδαφος, συμπεριλαμβανομένων στόχων στη Μόσχα. Ωστόσο οι επιθέσεις αυτές έχουν προκαλέσει ελάχιστες ζημιές. Οταν ερωτώνται για την πρόοδο της αντεπίθεσης, δυτικοί και ουκρανοί αξιωματούχοι ζητούν υπομονή, περιγράφοντας τη μάχη ως πιο αργή από ό,τι αναμενόταν, αλλά επιμένοντας ότι συνεχώς καταγράφονται κέρδη.
Η Ουκρανία χρησιμοποιεί τις επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη για να επεκτείνει την εμβέλεια δράσης του στρατού της. Παράλληλα, όπως δήλωσε ο Γιούρι Σακ, σύμβουλος του υπουργού Αμυνας της Ουκρανίας, περιμένει πιο προηγμένα πυρομαχικά αλλά και την εκπαίδευση των δυνάμεών της από τη Δύση για την ενίσχυση της αεροπορικής της ισχύος. «Δεν έχουμε ακόμη τα F-16, οπότε πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αντισταθμίσουμε την απουσία τους. Τα drones χρησιμοποιούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αντισταθμίζουν την έλλειψη της αεροπορίας», εξήγησε.
Τι γίνεται όμως με τις επιθέσεις των drones μακριά από το μέτωπο; Αναλυτές προειδοποιούν ότι ενώ οι επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη (όπως αυτές στη Μόσχα) μπορούν να στρέψουν την προσοχή μακριά από την χερσαία αντεπίθεση της Ουκρανίας που κινείται αργά, είναι απίθανο να ανατρέψουν την ισορροπία του πολέμου υπέρ του Κιέβου.
Ο Μπομπ Χάμιλτον, απόστρατος συνταγματάρχης του αμερικανικού στρατού εξήγησε ότι «οι Ουκρανοί πολύ απλά δεν έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάσουν αρκετά μη επανδρωμένα αεροσκάφη και να χτυπήσουν αρκετούς στόχους βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος ώστε να υπονομεύσουν τη θέληση της Ρωσίας να πολεμήσει». Επίσης, η Ρωσία διαθέτει κι αυτή εξελιγμένες μεθόδους αντιμετώπισης των ουκρανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών με παρεμβολές και ανιχνευτές. Το Κρεμλίνο ισχυρίζεται ότι απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό ένα κύμα ουκρανικών επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη την περασμένη εβδομάδα. Το Σάββατο (19/8), το ρωσικό υπουργείο Αμυνας δήλωσε ότι κατέρριψε 20 ουκρανικά drones που είχαν προορισμό την Κριμαία κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η Ουκρανία πλήττει επίσης εδώ και μήνες ρωσικούς εφοδιαστικούς στόχους μακριά από τη γραμμή του μετώπου χρησιμοποιώντας πυραύλους μεγαλύτερου βεληνεκούς. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, το αποτέλεσμα αυτών των χτυπημάτων δεν έχει αποτυπωθεί στο μέτωπο, δήλωσε ο Γκέιντι, εκ μέρους του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών της Βρετανίας. «Γνωρίζουμε ότι η ρωσική θέση έχει επιδεινωθεί, αλλά δεν έχει επιδεινωθεί σε σημείο που να αναμένεται κατάρρευση», πρόσθεσε. Μια εκστρατεία χτυπημάτων μεγάλου βεληνεκούς μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχής μόνο εάν οι δυνάμεις του αντιπάλου δεν μπορούν πλέον να καλέσουν εφεδρείες ή να εκτελέσουν βασικές λειτουργίες υποστήριξης, όπως ο ανεφοδιασμός.
Αντί να καταρρεύσουν, ωστόσο, οι ρωσικές δυνάμεις προβάλλουν ισχυρή αντίσταση και μάλιστα σημειώνουν και επιθετικές προόδους. Στη βορειοανατολική Ουκρανία, οι αρχές στο Κουπιάνσκ διέταξαν μαζική εκκένωση των πολιτών. Η πόλη αποτελούσε μέρος μιας μεγάλης έκτασης κατεχόμενων εδαφών που ανακατέλαβε η Ουκρανία τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του περασμένου έτους.
Είναι σαφές ότι οι ουκρανικές δυνάμεις υιοθετούν μια λελογισμένη προσέγγιση για την επίθεσή τους στο νότιο μέτωπο, δίνοντας προτεραιότητα στην προσεκτική προέλαση έναντι της ταχύτητας, σε αντίθεση με τις δυτικές συστάσεις για ταχύτερη δράση.
Ενώ υπήρχαν προσδοκίες ότι η πρόσφατη κατάληψη του Σταρομαγιόσκ θα σηματοδοτούσε μια σημαντική υπέρβαση και επιτάχυνση της αντεπίθεσης, η προέλαση ήταν τελικά αργή καθώς χρειάστηκαν τρεις εβδομάδες για την απελευθέρωση του γειτονικού χωριού Ουροζάιν. Η προσέγγιση της Αζοφικής Θάλασσας και η αποκοπή της χερσαίας γέφυρας της Ρωσίας προς την Κριμαία παραμένει ασφαλώς ο βασικός στόχος. Ωστόσο, οι ουκρανικές δυνάμεις κινούνται σε ναρκοπέδια και η πρόοδος είναι αργή λόγω της εκτεταμένης και εντελώς απαραίτητης αναγνωριστικής δραστηριότητας. Η αξιοποίηση των εκπαιδευμένων από τη Δύση εφεδρικών δυνάμεων της Ουκρανίας καθυστερεί έτσι από τις επιχειρήσεις καθαρισμού των ναρκών.
Το Κίεβο έχει ζητήσει πυραύλους μεγαλύτερου βεληνεκούς από τις ΗΠΑ, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη παρασχεθεί στην Ουκρανία λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας και των ανησυχιών για κλιμάκωση των εντάσεων με τη Ρωσία. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έχουν παράσχει παρόμοια συστήματα. Ομως παρά τις προσπάθειες της Ουκρανίας για αυτοσυγκράτηση κατά τη χρήση όπλων μεγαλύτερου βεληνεκούς, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες στη Δύση για το ενδεχόμενο ακούσιας κλιμάκωσης.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν διαχειρίστηκε «με μεγάλη επιτυχία» τον κίνδυνο μιας άμεσης σύγκρουσης με τη Ρωσία, παρέχοντας σταδιακά στο Κίεβο πιο προηγμένα οπλικά συστήματα και πυρομαχικά μεγαλύτερου βεληνεκούς, ανέφερε η Κέλι Γκριέκο, συνεργάτης στο Stimson Center, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσινγκτον.
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν έχουν επανειλημμένα δηλώσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ενθαρρύνουν ούτε επιτρέπουν χτυπήματα στο εσωτερικό της Ρωσίας. Ενώ η διεύρυνση του βεληνεκούς των οπλικών συστημάτων που παρέχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους συμμάχους «συνοδεύτηκε από πολλές διαβεβαιώσεις του Κιέβου ότι δεν θα χρησιμοποιήσει αυτόν τον εξοπλισμό για να στοχεύσει σε ρωσικό έδαφος» σχολίασε η Γκριέκο. Και η ίδια εκτιμά ότι αν η Ουκρανία επεκτείνει τη χρήση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, όσο η αντεπίθεσή της συνεχίζεται με αργούς ρυθμούς, «αυτό θα μπορούσε να συντηρήσει τις ανησυχίες στη Δύση για το αν η Ουκρανία θα συνεχίσει να διακατέχεται από την ίδια αυτοσυγκράτηση».
Με άλλα λόγια, το δημοσίευμα της WP αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι η Ουάσιγκτον αρχίζει -διακριτικά- να ανησυχεί.