Αν αθροίσει κανείς τα παραπολιτικά, τη σπερμολογία και τις υποθέσεις που έχουν γραφτεί στην Ελλάδα για τον αμερικανό σύμβουλο στρατηγικής και αναλυτή δημοσκοπήσεων, Σταν Γκρίνμπεργκ, φτιάχνει ολόκληρο βιβλίο (μόνο που τα μισά υπάρχει κίνδυνος να είναι ψέματα).
Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι το 2021 η ελληνική κυβέρνηση, απαντώντας σε ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, είχε αναφέρει πως «είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο ο πρωθυπουργός συνομιλεί κατά διαστήματα και δεν πληρώνεται από πουθενά». Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Γκρίνμπεργκ υπήρξε στενός συνεργάτης του Μπιλ Κλίντον κατά την πετυχημένη εκστρατεία του 1992 που τον οδήγησε στον Λευκό Οίκο και αργότερα του Αλ Γκορ. Eνώ σύμφωνα με το έγκυρο περιοδικό Atlantic υπήρξε σύμβουλος του Νέλσον Μαντέλα κατά τις ιστορικές εκλογές του 1994 στη Νότια Αφρική.
Ας έρθουμε όμως στο σήμερα. Με άρθρο του στους Times του Λονδίνου, ο πολιτικός επιστήμονας που έχει συνδεθεί με τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ, αναλύει τις ισορροπίες ενόψει της κάλπης του Νοεμβρίου. Υπό τον τίτλο «Ο Τζο Μπάιντεν θα πρέπει να εγκαταλείψει την ελίτ αν θέλει να νικήσει τον Τραμπ» σημειώνει μεταξύ άλλων ότι «ο Ντόναλντ Τραμπ συνδέεται με τους απλούς Αμερικανούς». Αλλά επιμένει ότι ο Μπάιντεν μπορεί να τον νικήσει. Πώς; Αν αγνοήσει, όπως λέει, όσα μέλη της ελίτ συμφωνούν μεταξύ τους στην Ουάσινγκτον εθελοτυφλώντας για την οικονομική πραγματικότητα της μεσαίας τάξης.
Ο Μπάιντεν «πρέπει να ξαναβρεί τον “blue-collar Joe” και να ξεφύγει από τη φούσκα της ελίτ» τονίζει ο πολύπειρος πολιτικός επιστήμονας. Ο όρος «blue-collar» περιγράφει την εργατική τάξη και ευρύτερα τους μη προνομιούχους, όπως για παράδειγμα όσους εργάζονται στη γραμμή παραγωγής των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών της Αμερικής.
Ο Γκρίνμπεργκ υποστηρίζει πως ο Τραμπ διεξάγει μια αποτελεσματική εκστρατεία η οποία του αποφέρει αυξημένη υποστήριξη μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης. «Εχει δείξει ότι καταλαβαίνει πόσο θυμωμένος είναι ο κόσμος για την εκτόξευση των τιμών, τις ελίτ που γίνονται πλουσιότερες, την αύξηση της βίαιης εγκληματικότητας και τα κύματα των προσφύγων» προσθέτει, απευθύνοντας ουσιαστικά μια προειδοποίηση προς τους Δημοκρατικούς.
Στη συνέχεια του άρθρου του στους Times, ο βετεράνος αναλυτής παρουσιάζει τους αριθμούς:
—Το ποσοστό αποδοχής του Μπάιντεν έχει κολλήσει κάτω από το 40%, ενώ τα δύο τρίτα των Αμερικανών εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η χώρα βαδίζει προς τη λάθος κατεύθυνση.
—Σειρά προβλημάτων παίζουν ρόλο για το χαμηλό ποσοστό δημοφιλίας του αμερικανού προέδρου. Πάνω απ’ όλα όμως ο πληθωρισμός: «Το ποσοστό των ερωτηθέντων που επιλέγουν τον πληθωρισμό και το κόστος ζωής ως αιτία αυτής της δυσαρέσκειας είναι περίπου 30% υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό για το επόμενο πρόβλημα».
—Στις δημοσκοπήσεις, ο Τραμπ διατηρεί προβάδισμα άνω των 20 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του Μπάιντεν για τη φύλαξη των συνόρων και άνω των 15 μονάδων για το ποιος μπορεί να κρατήσει τους μισθούς στο επίπεδο της αύξησης των τιμών.
—Ο Μπάιντεν, από την άλλη πλευρά, έχει διψήφιο προβάδισμα στα δικαιώματα των γυναικών και την κλιματική αλλαγή.
Ο Γκρίνμπεργκ συνεχίζει με κάποιες επισημάνσεις για τη διαφορά ανάμεσα στους αριθμούς των οικονομικών μεγεθών και στην τσέπη του μέσου πολίτη, κάτι που ισχύει απόλυτα και στην Ελλάδα η οποία μαστίζεται από τον πληθωρισμό, ιδιαίτερα στα τρόφιμα.
«Ο Λευκός Οίκος, οι ειδήμονες και οι προοδευτικοί σχολιαστές είναι όλοι παγιδευμένοι στην ίδια φούσκα της ελίτ που τους εμποδίζει να δουν τι συμβαίνει στους περισσότερους Αμερικανούς», λέει αρχικά ο διάσημος αναλυτής.
Υπό μια έννοια, μιλώντας για την Αμερική εξηγεί αυτό που συμβαίνει και στην Ελλάδα:
♦ Καθημερινά, δημοσιεύματα χαιρετίζουν τα επιτεύγματα της αμερικανικής οικονομίας, παρατηρεί ο Γκρίνμπεργκ, και υπογραμμίζει ότι ο Λευκός Οίκος ποντάρει στη δημιουργία «περισσότερων από 14 εκατ. νέων θέσεων εργασίας, την ιστορικά χαμηλή ανεργία και τη δημιουργία νέων μικρών επιχειρήσεων». Παρά ταύτα η δυσαρέσκεια παραμένει. Γιατί άραγε;
Πριν διερευνήσει αυτό το θεμελιώδες ζήτημα για τον Μπάιντεν, ο Γκρίνμπεργκ παραθέτει δύο απόψεις:
—Αυτή του νομπελίστα οικονομολόγου και αρθρογράφου των New York Times, Πολ Κρούγκμαν. «Ο Κρούγκμαν δεν αμφισβητεί ότι οι τιμές εξακολουθούν να είναι 17% υψηλότερες από ό,τι όταν ανέλαβε ο Μπάιντεν (Ιανουάριος 2021) και ότι ένα τυπικό καλάθι με είδη σούπερ μάρκετ είναι 20% ακριβότερο από ό,τι πριν από τρία χρόνια. Υποστηρίζει όμως ότι οι Ρεπουμπλικάνοι και η αρνητική οικονομική κάλυψη από τα συντηρητικά μέσα ενημέρωσης επηρεάζουν δυσμενώς τις αντιλήψεις για την οικονομία».
—Παράλληλα στέκεται σε άρθρο γνώμης της πολιτικής συντάκτριας Κάθριν Ράμπελ στην Washington Post που πραγματεύεται το «αινιγματικό» κατά την ίδια χάσμα του 2023 μεταξύ «του πόσο εκπληκτική φαινόταν η οικονομία στα χαρτιά και του πώς αισθάνονται οι Αμερικανοί γι’ αυτήν». Με μια δόση λεπτής ειρωνείας, ο Γκρίνμπεργκ σημειώνει πως η αρθρογράφος «επικαλούμενη έρευνες καταναλωτικής εμπιστοσύνης, εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι καταναλωτές εκτιμούν ότι “ο πληθωρισμός έχει γυρίσει σελίδα” και βλέπει “να ξεσπά παντού αισιοδοξία”».
Παραθέτοντας αυτά τα δύο παραδείγματα προς αποφυγή για την στρατηγική του Μπάιντεν, ο Γκρίνμπεργκ υποστηρίζει επί της ουσίας ότι όλα αυτά ανήκουν στη φούσκα των ελίτ και προσφέρουν κακές υπηρεσίες στον Λευκό Οίκο. Εξηγεί το γιατί:
- Παραλείπουν το γεγονός ότι ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον περασμένο μήνα εξακολουθεί να είναι 20 μονάδες χαμηλότερος από ό,τι όταν εξελέγη ο Μπάιντεν. Παράλληλα το ποσοστό που δηλώνει ότι η τρέχουσα οικονομική του κατάσταση είναι «καλή» έχει μειωθεί.
- Αγνοούν την αγωνία των πολιτών που βρίσκονται από το μέσον και κάτω στο εισοδηματικό φάσμα της Αμερικής, οι οποίοι επέζησαν επί 30 μήνες με τις τιμές να ξεπερνούν τους μισθούς τους και να παραμένουν ακόμη τρελά υψηλές. «Οι πρόσφατες πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις δεν έχουν καλύψει ούτε κατά διάνοια αυτό που έχασαν», τονίζει ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας.
- Αφροαμερικανοί, ισπανόφωνοι και νέοι ψηφοφόροι οι οποίοι εμφανίζονται δυσαρεστημένοι δεν έχουν ακούσει αρκετά από τον Μπάιντεν για τα στοχευμένα προγράμματα που θα μπορούσαν τους βοηθήσουν. Κι αυτό, παρότι είναι οι ψηφοφόροι που έχουν πληγεί περισσότερο από τον πληθωρισμό.
Ο Γκρίνμπεργκ επιμένει πως οι ελίτ αγνοούν παράλληλα και τις δομικές αλλαγές στην οικονομία (υπό τον Τραμπ αλλά και τον Μπάιντεν) οι οποίες διευρύνουν τις ανισότητες σε επίπεδα ρεκόρ. Ενώ θεωρεί πως δεν λαμβάνουν υπόψη τους και τις αντιδράσεις για την εγκληματικότητα και το κύμα των προσφύγων.
Ωστόσο, ο πολιτικός αναλυτής εκτιμά ότι ο Μπάιντεν μπορεί να σπάσει τη φούσκα των ελίτ και ότι μπορεί να νικήσει. Εξηγεί τους λόγους:
—Θεωρεί πως ο Μπάιντεν μπορεί να υψώσει ανάστημα απέναντι στις μεγάλες εταιρείες που αποκομίζουν υπερκέρδη. «Αντιλαμβάνεται ότι η αυξανόμενη οργή για την κερδοσκοπία είναι ένα τεράστιο πρόβλημα γι’ αυτόν. Η πανδημία ανέδειξε μια σειρά από τομείς όπου κυριαρχούν όλο και λιγότερες εταιρείες, οι οποίες ανέβασαν τις τιμές και εξασφάλισαν υπερκέρδη» σημειώνει.
—Ενθαρρυντική για τον Γκρίνμπεργκ είναι η ρητορική της υπουργού Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, η οποία παραδέχτηκε (22/1) ότι «η μεσαία τάξη αντιμετωπίζει δεκαετίες μισθολογικής στασιμότητας». Ως αποτέλεσμα αυτού η Γέλεν πρόσθεσε πως «έγινε πιο δύσκολο να αγοράσει κανείς ένα σπίτι και πιο δύσκολο να νοικιάσει. Πιο δύσκολο να πληρώσεις για την υγειονομική περίθαλψη και πιο δύσκολο να πληρώσεις για την εκπαίδευση». Ο Γκρινμπεργκ σημειώνει πως αν ο Μπάιντεν υιοθετήσει την προσέγγιση της Γέλεν θα ακουστεί από τη βάση του και από τους λευκούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης.
«Ο Μπάιντεν θα πρέπει να δείξει ότι κατανοεί πώς η πανδημία και παράλληλα η ανάπτυξη των μονοπωλίων και της υψηλής τεχνολογίας έχουν δημιουργήσει μια νέα περίοδο ιστορικών ανισοτήτων», σχολιάζει ο αμερικανός «γκουρού» της πολιτικής στρατηγικής.
Επομένως, κατά τη γνώμη του, ο αμερικανός πρόεδρος «πρέπει να χτυπήσει σκληρά τον Τραμπ τονίζοντας ότι η υπόσχεση του να κάνει βαθύτερες και μόνιμες μειώσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων θα διευρύνει ακόμη περισσότερο το χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων».
Διαβάζοντας κανείς τις (φαινομενικά απλές αλλά με αναλυτικό βάθος) επισημάνσεις του Γκρίνμπεργκ, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ανισότητες και τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, δεν μπορεί παρά να επισημάνει πόσο μοιάζουν αυτές οι ανησυχίες με τα προβλήματα της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα. Παρότι τα μεγέθη και η δομή της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν καμία σχέση με τις ΗΠΑ.
Επίσης, μια επίμονη παρατήρηση ακούγεται καίρια και για τη χώρα μας: η επισήμανση της θεμελιώδους διαφοράς ανάμεσα στην καλή πορεία των οικονομικών δεικτών και στο διαθέσιμο εισόδημα στην τσέπη των μεσαίων και πιο αδύναμων στρωμάτων.