Κάτι μορφές που πέρασαν από ετούτη τη χώρα!
Μελετάω τον εθνικό μας ευεργέτη Σωτήριο Ανάργυρο. Γεννηθείς το 1849 στις Σπέτσες. Ανήσυχο πνεύμα, σε νεαρή ηλικία ταξιδεύει σε Κωνσταντινούπολη, Ρουμανία, Αίγυπτο, Γαλλία, Αγγλία όπου και ασχολείται για πρώτη φορά με τα καπνά. Σαν να μην τον χώραγε όμως ένας τόπος, μεταναστεύει στην Νέα Υόρκη της Αμερικής. Προσλαμβάνεται στη μεγάλη καπνοβιομηχανία του Αμερικανοεβραίου Τόμσον, την οποία και κληρονομεί μετά την υιοθεσία του από τον μεγαλοβιομήχανο. Η κληρονομιά ανθίζει στα χέρια του… Ηξερε που την παρέδιδε ο μακαρίτης Τόμσον. Χάρη στο εμπορικό δαιμόνιο του Σ. Ανάργυρου, το δημιούργημά του επεκτείνεται σεολη την αμερικάνικη αγορά. Ένας εμπορικός κολοσσός στον χώρο των καπνών. Ομως, η νοσταλγία της συζύγου του Ευγενίας, επίσης Σπετσιώτισσας, τον ωθεί στην επιστροφή στο νησί τους αφού όμως εισπράττει από την πώληση της καπνοβιομηχανίας του, ένα ιλιγγιώδες ποσόν. Όραμα και στόχος του, η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός των Σπετσών. Μελετήστε την προσωπικότητα μέσω των δωρεών του. Το 1907 κατασκευάζει το πρώτο υδραγωγείο αλλά και πευκοφυτεύει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, το οποίο είχαν απογυμνώσει για να λαμβάνουν την ξυλεία. Επίσης κατασκευάζει το φημισμένο ξενοδοχείο «Ποσειδώνιο» έχοντας ως πρότυπα τα πολυτελή ξενοδοχεία της Γαλλίας. Πότε; Ετος 1914, αγαπητέ αναγνώστη. Ετσι, οι Σπέτσες αναδεικνύονται σε παραθεριστικό κέντρο για ανώτερα κοινωνικά στρώματα, για Βασιλείς κ.λ.π. Αλλά σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, το 1927 εγκαινιάζει τη λειτουργία της Αναργυρείου και Κοργιαλενείου Σχολής. Μιας Σχολής που υπήρξε εμβληματική για τη χώρα μας και πρότυπο για τα Βαλκάνια. Μεταξύ μας… Υπήρξε και κάτι άλλο… Το φόβητρο και ο τρόμος, για γενιές και γενιές πλουσίων γόνων «Κανόνισε κακομοίρη μου!…Δεν αργώ να σε κλείσω στην Κοριαλένειο». Λειτούργησε μέχρι τις μέρες μας, ήτοι το 1983.
Περπατώ, περπατώ εις τις Σπέτσες. Πολλές αναμνήσεις, πολλές στιγμές της ζωής μου, πολλές ηλικίες μου. Κάπου με «βλέπω» όλο χαρά ως παιδί πάνω σε άμαξα και μετά να ζητάω να χαϊδέψω το αλογάκι και λίγο να φοβάμαι αλλά και άλλο τόσο να το θέλω… Κάπου ως έφηβη να χορεύω έξαλλα σέικ σε ντίσκο και μετά στην Ντάπια για νες καφέ που το χέρι μας ανάδευε ως μίξερ με 10 ζάχαρες (δεν υπήρχε εσπρέσο, βρε!)…
Κάπου να γεύομαι το «μυστήριο», ένα μπιφτέκι φημισμένο… Κάπου με ακούω: «Μα δεν βρήκα τηλέφωνο βρε μαμά» (ευτυχώς για μας δεν υπήρχαν κινητά, βρε)… Κάποτε, μεγάλη πια, να προσπαθώ να δέσω στο Παλιό Λιμάνι και να αναζητώ την Άννα (όλη την Άννα αναζητούσαμε για πετρέλαιο. Μεγάλο «δόντι» η Άννα)…
Πότε να τρέχω πίσω από τα παιδιά μου: «Προσέξτε με το ποδήλατο!». Πότε να απειλώ τα έφηβα παιδιά μου: «Μη διανοηθείτε και ενοικιάσετε μηχανάκι, αλίμονό σας!»…Πότε να ανεβάζω τα εγγόνια μου σε άμαξα και να είναι χαρούμενα και μετά να ζητάνε να χαϊδέψουν το αλογάκι και λίγο να φοβούνται αλλά και πολύ να το θέλουν… (Λατρεύω να παρατηρώ τα αντικρουόμενα συναισθήματα των παιδιών) Ομορφους κύκλους κάνει η ζωή!..
Ηταν να αξιωθώ και φέτος ένα ακόμα ταξίδι μετά από χρόνια. Ηταν να συναντηθώ με ανθρώπους που θέλω να σας συστήσω. Αυτές τις Σπέτσες τώρα αγάπησα.
Για ούτε ξέρω πόσα χρόνια, δεν υπήρχε άνθρωπος που να επισκεφτεί το νησί και να μην εκφράσει το ίδιο παράπονο ή το ίδιο αδιανόητο: «Μα είναι δυνατόν να έχει αφεθεί στην εγκατάλειψη του ένα τέτοιο ξενοδοχείο; Δεν βρίσκεται ένας επενδυτής;». Αναφερόμασταν βέβαια στο «Ποσειδώνιο». Θλιβερό απομεινάρι αρχοντιάς… Ηταν -θυμάμαι- και χρόνια χρηματιστηρίου… Παραδοξότητα η αρχοντιά. Ωσπου κάποια στιγμή, ένας εμπνευσμένος δημιουργικός άνθρωπος, πήρε την ευθύνη πάνω του. Πέντε χρόνια διήρκεσαν οι εργασίες και το 2009 άνοιξαν ξανά οι πύλες και σίγουρα ευχαριστήθηκε και η ψυχή του Ευεργέτη από τον ουρανό. Αν υπήρχε βραβείο ευγένειας και σεβασμού απέναντι στην ιστορία θα του το απένειμα. Στο «Ποσειδώνιο» δοξάζεται η ηθική της αισθητικής και το μέτρο, με τη σημασία που του έδιναν οι αρχαίοι Ελληνες.
Ας δανειστώ τα λόγια μιας διεθνούς φήμης αρχιτεκτόνισσας που κατασκευάζει τα Oberoi «Κάτω από την πολυτέλεια και μέσα από την απλότητα, το παρελθόν εδώ ψιθυρίζει». Βλέπετε, δεν μπήκαν στο γελοίο τριπάκι, ούτε να μιμηθούν παρελθόν (πόσα τέτοια «δράματα» έχουμε δει… Τι σιχαμένες κουρτίνες γύρω από κρεβάτια!…) αλλά ούτε και να αγνοήσουν το παρελθόν, λες και δεν υπάρχει (Πόσο κοινοτοπία κατάντησαν τον μινιμαλισμό! Πόσο ίδια είναι τα ξενοδοχεία! Τι εκθέσεις επίπλων!).
Χάρηκα το «Ποσειδώνιο» γεμάτο ζωή. Είδα το «Ποσειδώνιο» να διδάσκει, ιδίως στις μέρες μας, αρχοντιά. Σας τα λέω αυτά για να καταλήξω σε κάτι σπάνιο και ουσιαστικό.
Γνωρίζετε το όνομα του σύγχρονου «ιδιοκτήτη»; (Έχει παραχωρηθεί για 50 χρόνια) Του ανθρώπου που κατόρθωσε κάτι τόσο σπουδαίο; Στοιχηματίζω πως όχι. Δεν έχει το κουσούρι να διατυμπανίζει την παρουσία του. Τον ενδιέφερε μόνο να πραγματοποιήσει το όραμα του -με συμμάχους τα παιδιά του που ασχολούνται με θέρμη με την επιχείρηση- σε μια χώρα που βάζει όσες πιο πολλές τρικλοποδιές αντέχει σε μεγάλα εγχειρήματα. Σεμνός, ευφυής, με τρόπους και ευγένεια παλιάς κοπής, οραματιστής, δημιουργικός και ήρεμα πείσμων. Ο Μανώλης Βορδώνης. Μας σύστησαν τυχαία, μιλήσαμε στην Ντάπια φευγαλέα, όσο κρατάει ένας καφές. Οι κουβέντες του μου έμειναν.
Οπως τις θυμάμαι σας τις μεταφέρω. «Πέντε διαγωνισμοί είχαν γίνει κυρία Βιτάλη αλλά κανένας δεν αποτολμούσε να πάρει την τύχη του “Ποσειδωνίου” στα χέρια του. Το πήρα προσωπικά. Βέβαια μέχρι να πραγματοποιηθεί το όνειρό μας τα είδαμε όλα! Είδαμε και τη δολοφονία του Καποδίστρια και τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη αλλά όλα αυτά είναι πια παρελθόν… Ολα καλά!» και αμέσως μετά: «Ξέρετε, αυτό το έργο απαιτούσε πάνω απ΄όλα σεμνότητα. Δεν ήταν ζητούμενο να ακουστεί το όνομά μου. Ηταν ανώφελο. Όσο επιτυχημένο και να είναι το αποτέλεσμα, το όνομα του Σ. Ανάργυρου πρέπει να μείνει. Αυτό θα μείνει. Αυτός δικαιούται την τιμή».
Πείτε μου αναγνώστες, έχετε ακούσει κάτι ανάλογο; Να η διαφορά του ευκατάστατου από τον άρχοντα. Το «Ποσειδώνιο» έπρεπε να παραδοθεί σε τέτοια χέρια. Έσπευσα να γράψω για το «είδος». Με εκτίμηση και νοσταλγία.
Ως επιθυμία να το ξανασυναντήσουμε στη ζωή μας. Σας φιλώ από Σπέτσες. Αυτές τις Σπέτσες τώρα, σε ετούτο το ταξίδι αγάπησα! Και με την ευκαιρία… Η οικία, το αρχοντικό του Σ. Ανάργυρου, αυτού του μεγάλου εθνικού ευεργέτη, ένα μικρό αριστούργημα νεοκλασικού ρυθμού με δυο μεγάλες αιγυπτιακές σφίγγες να δεσπόζουν δεξιά-αριστερά από την κεντρική σκάλα εισόδου, δέκα βήματα από την πολυσύχναστη Ντάπια στέκει αμπαρωμένο, έρημο, θλιμμένο, ανυπεράσπιστο στο χρόνο…Θα μας κυνηγάει το παρελθόν και η αχαριστία μας…
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…)