Το αλκόολ έρρεε άφθονο σε κάθε επαγγελματική συνάντηση των διαφημιστών στην πετυχημένη σειρά Mad Men | AMC
Θέματα

SOS, φέρτε πίσω το business lunch…

Ειλικρινά, τώρα που ξανανοίγει ο κόσμος, δεν χρειαζόμαστε επίσημα meeting με συναδέλφους και συνεργάτες. Ανάγκη έχουμε να βρεθούμε σε κάποιο φιλόξενο εστιατόριο, να κουβεντιάσουμε, να φλερτάρουμε, να κουτσομπολέψουμε και ίσως να μεθύσουμε λιγάκι
Κική Τριανταφύλλη

Ο Τιμ Χέιγουαρντ, συγγραφέας, γαστροκριτικός και ιδιοκτήτης του «Fitzbillies» ενός από τα πιο εμβληματικά καφέ (και φούρνος εκατό ετών) στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας όπου ζει, γράφει στους Financial Times ότι στην πολυτάραχη καριέρα του για λίγα πράγματα έχει λυπηθεί επειδή τα στερήθηκε. Αλλά υπάρχει κάτι που σαφώς ξεχωρίζει ανάμεσά τους: το «Three Martini Lunch», που έχασε την ευκαιρία να το δοκιμάσει αυτοπροσώπως καθώς άρχισε να δουλεύει στη διαφήμιση όταν το ποτισμένο σε βαρύ αλκοόλ business lunch είχε, πλέον, ξεχαστεί.

Μεσημεριανή συνήθεια διάσημη στους κύκλους επιχειρηματιών και δικηγόρων στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1960 και 1970, το περίφημο «γεύμα των τριών μαρτίνι» ταυτίστηκε, ειδικά, με την κουλτούρα των διαφημιστών ως ενισχυτικό της δημιουργικότητάς τους. (By the way, πόσο «Mad Men» έχετε δει; ). Η συνήθεια ξέπεσε με τον καιρό, διότι ποιος μπορεί να γυρίσει στο γραφείο για δουλειά μετά από τρία μαρτίνι στη σειρά. Εκτός από το φουλ του αλκοόλ στο αίμα χρειάζεται να έχεις και μπόλικο χρόνο στη διάθεσή σου για χαλάρωση, ο οποίος δεν διατίθεται πια.

«Πολλοί από τους προϊσταμένους μου στα διαφημιστικά γραφεία, άντρες μεγαλύτερης ηλικίας, μαυρισμένοι όλο τον χρόνο, που φορούσαν μοκασίνια χωρίς κάλτσες και είχαν πλούσιο μαλλί, μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα εκλεκτά φαγητά και τα ποτά που κατανάλωναν σε συβαριτικά όργια, με τα οποία διασκέδαζαν τους πελάτες από το απομεσήμερο μέχρι τη νύχτα», γράφει ο Χέιγουαρντ στους Financial Times.

Δεν «κλαίει» όμως, μόνον ο Χέιγουαρντ τον σταδιακό ξεπεσμό του business lunch, ένδοξο αποκορύφωμα του οποίου ήταν τα τρία μαρτίνι του μεσημεριού, που έκαναν με τον νόμο χαρούμενους και ντίρλα στελέχη επιχειρήσεων και πελάτες.

Ηδη πριν από την πανδημία, στο Σόχο, τη λονδρέζικη γειτονιά που εδώ και δεκαετίες δίνει τον παλμό της διασκέδασης στην βρετανική πρωτεύουσα -αλλά και στο Κολωνάκι και στο Σύνταγμα και στο γαστρονομικό κέντρο κάθε μητρόπολης του κόσμου, θα συμπληρώσουμε- οι παλιοί εστιάτορες θρηνούσαν τον ξεπεσμό του επαγγελματικού γεύματος και το επερχόμενο τέλος της εποχής εκείνης που ένα κεντρικό εστιατόριο μπορούσε να βασίζεται στη συνεχή ροή εταιρικής διασκέδασης. Πολιτικοί, επιχειρηματίες και δημοσιογράφοι συναντιόντουσαν γύρω από τα ίδια τραπέζια ποτίζοντας τις  ιδέες τους με μπόλικο αλκοόλ. Κανείς δεν έτρωγε μόνος του το μεσημέρι, ούτε έβαζε το χέρι στην τσέπη. Κάθε γεύμα ήταν πληρωμένο από κάποια επιχείρηση. Μάλιστα, όπως έλεγαν οι παλιότεροι υπήρξε μια περίοδος που είχε και φοροαπαλλαγή. Στην Αμερική τουλάχιστον.

Αλλά η επόμενη γενιά (στην οποία, μετά λύπης του, ανήκει και ο Χέιγουαρντ), τα κατέστρεψε όλα αυτά προωθώντας «επαναστατημένους» νεαρούς, εξοπλισμένους με smartphone και φορητά laptop τελευταίας τεχνολογίας, που απορρίψανε την παλιά φρουρά των πολυτελών γωνιακών γραφείων και των εταιρικών αυτοκινήτων. Αυτοί οι Σταχανοβίτες γιάπηδες αρκούνται σε μια σαλάτα που την τρώνε στο γραφείο από το μπολ του delivery στο άψε σβήσε ελέγχοντας ταυτόχρονα τα mail τους. Το μεσημεριανό διάλειμμα για φαγητό έπεσε ηρωικά  στον βωμό της μοιραίας και απρόσκοπτης προσπάθειας για την κυριαρχία του σύμπαντος. Μέσα του όμως ο Χέιγουαρντ ζηλεύει και θλίβεται πικρά. (Τι, εσείς όχι; Για σκεφτείτε το καλύτερα…). Και βρίσκει λύση με την οποία συμφωνούμε απόλυτα. Οπότε συνεχίστε το διάβασμα, στο τέλος είναι το ζουμί.

Η πανδημία, εν τω μεταξύ, μας έχει κρατήσει τόσο πολύ καιρό μακριά από τα εστιατόρια, που μοιάζει με αιωνιότητα. Μας έχει όμως κρατήσει μακριά και από τα γραφεία μας, άσε που δυστυχώς, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, για κάποιους εξανεμίζεται η ελπίδα να ξαναζήσουν την εμπειρία ενός επαγγελματικού γεύματος με τα όλα του, πριν συνταξιοδοτηθούν.

Δουλέψτε από το σπίτι αν μπορείτε, μας είπαν, και εκατομμύρια άνθρωποι τα κατάφεραν. Ολόκληροι τομείς του επιχειρηματικού κόσμου αναγκάστηκαν ξαφνικά να συνειδητοποιήσουν αυτό που οι ελεύθεροι επαγγελματίες γνώριζαν προ πολλού: ότι δεν χρειάζεται να έχεις γραφείο για να εργαστείς. Μπορείς να κάνεις συσκέψεις στο Zoom και να συνεργάζεσαι στο Cloud. Δεν χρειάζεσαι γραφείο ή αίθουσες συσκέψεων. Στην πραγματικότητα, τις ωραίες ζεστές μέρες, δεν χρειάζεσαι καν εσώρουχα. Φοράς το μαγιό σου ρίχνεις από πάνω ένα πουκάμισο και στήνεσαι στην οθόνη, ανάμεσα σε δυο βουτιές. Αν έχεις, βέβαια, την τύχη να ζεις κοντά στη θάλασσα ή δίπλα σε πισίνα.

Οι εργαζόμενοι συνειδητοποίησαν ότι δεν χρειάζεται να ιδρώνουν κάθε μέρα μέσα στο μετρό πηγαίνοντας στη δουλειά τους. Ανακάλυψαν ξαφνικά ότι μπορούσαν να μετακομίσουν από το στενάχωρο διαμέρισμα της πόλης σε ένα μεγαλύτερο σπίτι σε κάποιο μέρος με αξιοπρεπή σχολεία για τα παιδιά τους. Τα αφεντικά, από την άλλη, ξανασκέφτηκαν τα παιχνίδια γοήτρου και το παραφουσκωμένο ενοίκιο για ένα γραφείο σε πρεστιζάτη περιοχή. Το θέμα είναι ότι ένιωσαν ακόμη και οι ίδιοι έκπληξη τη στιγμή που είπαν «basta, τέλος, αρκετά», ενώ πότιζαν έξω στον κήπο και ο σκύλος έτρεχε παιχνιδιάρικα γύρω από τις παντόφλες τους.

Στο σημείο αυτό ο χαριτωμένος και πολυπράγμων κύριος Τιμ Χέιγουαρντ ζητάει από τους αναγνώστες να μην τον παρεξηγήσουν. Στην πραγματικότητα μερικοί άνθρωποι θέλουν να επιστρέψουν στο γραφείο τους. Και άλλοι θα υποχρεωθούν να το κάνουν, λέει. Παρόλα αυτά, μετά τον χρόνο που περάσαμε, ο κόσμος της εργασίας δεν μπορεί ποτέ να επιστρέψει στο σημείο που ήταν παλιά. Η τεχνολογία είναι πολύ καλή για όλους μας. Γιατί να μην την εκμεταλλευτούμε; Σύμφωνα με τους ειδικούς, στην ουσία, αυτό που θα μας λείψει περισσότερο είναι η ανθρώπινη επαφή.

Βεβαίως, αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκεί έξω ομάδες ανθρώπινου δυναμικού που επεξεργάζονται ακριβώς αυτό το αντικείμενο, σχεδιάζοντας συναντήσεις δύο φορές τον μήνα σε ενοικιασμένους «τρίτους χώρους», εκτός γραφείου και σπιτιού, όπως τους περιγράφει το BBC, με ωραίο περιβάλλον και εξαιρετικές προδιαγραφές. Εκεί συνάδελφοι και συνεργάτες μπορούν να ξαναβρεθούν και να συνδεθούν με πραγματικούς, ζεστούς ανθρώπους αντί για τα περίεργα ενίοτε τρομακτικά πρόσωπα που «τραυλίζουν» στο Zoom. Αλλά δεν είναι αυτό που χρειαζόμαστε, γράφει ο Χέιγουαρντ στους FT, και συμφωνούμε απόλυτα μαζί του.

Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε, είναι να βρεθούμε σε μικρές ομάδες, να συνδεθούμε μεταξύ μας γρήγορα, βαθιά και αποτελεσματικά. Δεν χρειαζόμαστε επίσημα meeting ή παρουσιάσεις, αυτά τα πράγματα γίνονται πολύ καλύτερα στο διαδίκτυο. Είναι ανάγκη να μιλήσουμε, να φλερτάρουμε, να ανταλλάξουμε ασήμαντα κουτσομπολιά, να γελάσουμε, να μοιραστούμε τις ιστορίες μας και γιατί όχι να μεθύσουμε λιγάκι.

Πού θα μπορούσε να γίνει αυτό; Σίγουρα δεν χρειαζόμαστε κάποιο συνεδριακό κέντρο με άφθονο χώρο στάθμευσης, σε κάποια βολική τοποθεσία κοντά στην Αττική οδό. Εχουμε ανάγκη να βρεθούμε σε ένα ζεστό, φιλόξενο, ανθρώπινο μέρος όπου μπορούμε να καθίσουμε άνετα και να χαλαρώσουμε. Και τέτοια μέρη υπάρχουν πολλά, στα κέντρα των πόλεων. Μόλις άνοιξαν και πάλι και περιμένουν με λαχτάρα την πελατεία τους. Μόλις «ανοίξουν» και τα σύνορα, λοιπόν, μπορούμε να κάνουμε ένα ταξιδάκι για να συναντηθούμε ένα μεσημέρι με τους συναδέλφους μας στη φιλόξενη σάλα τους (συγγνώμη, μέχρι νεοτέρας, στην αυλή τους ήθελα να πω). Και αφού φάμε και πιούμε και διασκεδάσουμε, να επιστρέψουμε το βράδυ, ο καθένας στη βάση του.

Δεν χρειαζόμαστε «team-building», όπως το λένε τα στελέχη του HR, χρειαζόμαστε τη φυσική διασκέδαση, η οποία μπορεί να προκύψει αυθόρμητα μεταξύ συναδέλφων, που έχουν στερηθεί την ανθρώπινη συντροφιά επί μήνες. Και χρειαζόμαστε έναν επαγγελματία για να μας καθοδηγήσει. Οχι κάποιον διαμεσολαβητή για το χτίσιμο ομάδας, αλλά έναν καλό μπάρμαν συν ένα δυο αγνά, δυνατά και υπέροχα Negroni (τι κι αν είναι μεσημέρι), για μένα παρακαλώ, τα τρία μαρτίνι στο τραπέζι του κυρίου Χέιγουαρντ. Και δροσερό ροζέ κρασί για μετά. Εννοείται ότι κανείς δεν πρέπει να περιμένει να γυρίσουμε στο γραφείο μετά από όλα αυτά. Εντάξει αφεντικό;

Το ξέρω συμφωνείτε. Οργανώστε το λοιπόν.