«Το όνομά μου είναι Μποντ, Τζέιμς Μποντ». Με τη φράση αυτή, ίσως την πιο διάσημη που έχει ειπωθεί ποτέ σε συστάσεις, ο γοητευτικός Σον Κόνερι παρουσιάστηκε στο λονδρέζικο σινεφίλ κοινό το 1962 ως 007, πράκτορας της βρετανικής αντικατασκοπείας στην πρώτη κινηματογραφική του αποστολή, φορώντας το αψεγάδιαστο σμόκιν του.
Με βλέμμα διαπεραστικό και ύφος παγερά περιφρονητικό, λέει πρώτα το επίθετό του και μετά όνομα και επίθετο ξανά -όπως άλλωστε, θα άρμοζε σε έναν πρώην διοικητή του Βασιλικού Ναυτικού- καθισμένος απέναντι από μια κυρία στο τραπέζι του μπακαρά (από όπου θα φύγει σε λίγο αφού σαρώσει την μπάνκα) ενώ στο βάθος ακούγεται το εμβληματικό μουσικό θέμα της ταινίας «Δρ Νο».
Η εισαγωγή ήταν ένα είδος πρόκλησης ή αποπλάνησης, που απευθύνεται πάντοτε σε έναν εχθρό. Και η προφορά του, αργόσυρτη και χρωματισμένη με τη μυθολογία της πατρίδας του, θα έδινε την εντύπωση σε λεγεώνες κωμικών και βαρετών τύπων που σύχναζαν σε παμπ ότι μπορούσαν να μιμηθούν τη φωνή του. Όχι βεβαίως… Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, γράφει ο Πίτερ Μπράντσοου στον Guardian, ο Τζέιμς Μποντ του Σον Κόνερι ήταν αναμφίβολα επικίνδυνος και σέξι, έως ότου σκηνοθέτες όπως ο Αλφρεντ Χίτσκοκ και ο Σίντνεϊ Λιούμετ είδαν ότι η αίσθηση απειλής που εξέπεμπε στην οθόνη θα μπορούσε να περάσει σε άλλο επίπεδο.
Ο Κόνερι έγινε Τζέιμς Μποντ μετά από μικρούς ρόλους σε βρετανικές ταινίες και τη συμμετοχή του στις «Τρεις ευχές» (Darby O’Gill and the Little People) μια ταινία με ξωτικά της Walt Disney. Η επιτυχία του ως 007, ήταν άμεση και εντυπωσιακή, καθώς ο σκωτσέζος ηθοποιός εξέπεμπε ακριβώς τη σωστή αναλογία της επικίνδυνης σεξουαλικότητας και της ικανότητας για πειθαρχημένη βία, που μπορεί να διαθέτει μια οριακή προσωπικότητα.
Γεννημένος στις 25 Αυγούστου 1930 σε μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου, γιος μιας καθαρίστριας και ενός εργάτη, αφού έκανε ένα σωρό δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει -γαλατάς, bodybuilder, ναυαγοσώστης, μοντέλο για φοιτητές στο Κολέγιο Τεχνών του Εδιμβούργου, οδηγός φορτηγού, καθαριστής σε τυπογραφείο, pool boy, υπάλληλος γραφείου τελετών, ποδοσφαιριστής- έγινε ο Μποντ της εργατικής τάξης αφού ανέβηκε τα κοινωνικά σκαλοπάτια με τη βοήθεια του Τέρενς Γιανγκ: Ο σκηνοθέτης των πρώτων ταινιών του Μποντ φρόντισε να μυήσει τον Κόνερι στην κομψότητα δείχνοντάς του πώς να ντύνεται σωστά και πώς να ανάβει τσιγάρο. Ετσι η φυσική μυϊκή δύναμη και το χιούμορ του αναμείχθηκαν με την κομψότητα και την εκκεντρότητα του βρετανού πράκτορα σε άριστες αναλογίες. Ο Ιαν Φλέμινγκ, μάλιστα, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ ώστε στα επόμενα βιβλία του δημιούργησε σκωτσέζικες ρίζες για τον Μποντ.
Όπως και οι Beatles, γράφει ο Πίτερ Μπράντσοου στον Guardian, ο χαρισματικός Μποντ του Σον Κόνερι κράτησε ζωντανή τη μεταπολεμική αυτοεκτίμηση της Βρετανίας, που εξακολουθεί να είναι ισχυρή, αλλά κρυφά, όπως ακριβώς και ο 007. Ο Μποντ του Κόνερι δημιούργησε την ιδέα ότι το brand της «μαλακής κουλτούρας» -τα κόλπα και τα παιχνίδια, τα gadgets και τα αυτοκίνητα- θα μπορούσε να είναι εξίσου ισχυρό με την πραγματική δύναμη και τον πλούτο.
Ο Κόνερι υποδύθηκε τον ρόλο επτά φορές, στις ταινίες «Δρ Νο» (1962), «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), «Επιχείρηση Χρυσοδάκτυλος» (1964), «Επιχείρηση Κεραυνός» (1965), «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967) και στη συνέχεια μετά από δύο άλλους Μποντ -τον Ντέιβιντ Νίβεν στο «Καζινό Ρουαγιάλ» (1967) και τον Τζορτζ Λέιζενμπι στην «Στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος» (1969)-, ξαναγύρισε με «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» (1971), και το «Ποτέ μη λες ποτέ» (1983), ουσιαστικά μια αναδρομή της «Επιχείρησης Κεραυνός». Η δημόσια εικόνα του συγχωνεύτηκε με εκείνη του 007, εκείνος όμως δέχτηκε αυτό το φορτίο με τον ίδιο ελεγχόμενο θυμό και την δυσαρέσκεια του Μποντ που σιγοβράζει επικίνδυνα, συστατικά τα οποία στην ουσία έφεραν την λαμπρή επιτυχία του 007.
Στη συνέχεια, εκτός Υπηρεσίας της Αυτής Μεγαλειότητος, ο Κόνερι θα έκανε σπουδαία πράγματα αλλά χρειάστηκε λίγο παραπάνω χρόνο. Για πολύ καιρό, εξάλλου, αφού παρέδωσε το όπλο του και παραιτήθηκε από την άδεια του διπλού να σκοτώνει, διατήρησε το προνόμιο της σεξουαλικότητας. Στο θρίλερ «Διπλή Παγίδα» (1999) του Τζον Αμιελ ήταν σχεδόν 70 ετών, και όμως στάθηκε επάξια πλάι στην 30χρονη Κάθριν Ζέτα Τζόουνς.
Στο «Μάρνι» (1964) του Χίτσκοκ υποδύθηκε τον πλούσιο εκδότη Μαρκ Ρούτλαντ -έναν τύπο αλαζονικό, κτητικό και βιαστή- πλάι στη μυστηριώδη Μάρνι-Τίπι Χέντρεν. Η εμφάνισή του επικεντρώθηκε στη σκοτεινή πλευρά που είχε καλλιεργηθεί στη σειρά του 007, η οποία όμως χωρίς τη δικαιολογία των αποστολών της μυστικής υπηρεσίας, φαίνεται πολύ πιο ανησυχητική.
Ένα χρόνο αργότερα, στη συγκλονιστική ταινία του Σίντνεϊ Λιούμετ «Ο Λόφος» έπαιξε τον απείθαρχο αρχιλοχία Ρόμπερτς, που στάλθηκε για «επανένταξη» σε μια φυλακή – στρατόπεδο στην έρημο της Λιβύης και αναγκάστηκε, μαζί με τους άλλους φυλακισμένους, να υπομείνει σαδιστικές τιμωρίες, ταπεινώσεις και βασανιστήρια, όπως η αναρρίχηση σε έναν τεχνητό λόφο με πλήρη πολεμική εξάρτυση κάτω από τον καυτό ήλιο. Αυτός ο ρόλος αποκάλυψε την πιο σκληρή και άγρια πλευρά του νεαρού Κόνερι, που ο Μποντ είχε σμιλέψει, απέδειξε όμως επίσης ότι ήταν ένας σπουδαίος δραματικός ηθοποιός με ταλέντο και ευαισθησία.
Η δεκαετία του 1970 έφερε πολλά και διάφορα στην καριέρα του Κόνερι. Πρωταγωνίστησε πλάι στη Σάρλοτ Ράμπλινγκ στο «Ζάρντοζ» (1974), cult ταινία επιστημονικής φαντασίας του Τζον Μπούρμαν, στην οποία η κιτς εμφάνισή του ως μυστηριώδης εξολοθρευτής Ζεντ -ημίγυμνος με κόκκινα «εσώρουχα», ψηλές μαύρες μπότες και μακριά μαλλιά πλεγμένα κοτσίδα- δοκίμασε τα νεύρα των θαυμαστών του ενώ προσωρινά θόλωσε και τη σέξι εικόνα του.
Είχε προηγηθεί ένας λαμπρός (σκληρός) ρόλος στην ταινία «Αυτή Είναι η Ιστορία μου» («The Offense») του Σίντνεϊ Λιούμετ (1971) στην οποία υποδύεται έναν αστυνομικό που δολοφονεί έναν ύποπτο για κακοποίηση παιδιών κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και το κίνητρό του αποκαλύπτεται σταδιακά με flashback.
Ακολούθησαν δύο υπέροχες ταινίες. Στο κλασικό έπος «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» του Τζον Χιούστον (1975), βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, ο Σον Κόνερι συμπρωταγωνιστεί με τον φίλο του Μάικλ Κέιν και τον Κρίστοφερ Πλάμερ (στον ρόλο του Κίπλινγκ). Ένα χρόνο αργότερα στο «Ρόδο και το Βέλος» («Robin and Marian») ο σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Λέστερ αναδεικνύει μια πιο ήπια και ευγενή πλευρά του Σόνερι, ο οποίος σε προχωρημένη ηλικία πλέον υποδύεται τον γερασμένο Ρόμπιν Χουντ, που, εξαντλημένος από τις συνεχείς σταυροφορίες, επιστρέφει στην Αγγλία για να διεκδικήσει τη λαίδη Μαριάν – Οντρεϊ Χέπμπορν.
Η δεκαετία του 1980 βρίσκει τον Σον Κόνερι ώριμο και πάντα αρρενωπό, ο Τύπος τον αποκαλεί «single malt», ενώ ακόμη και η φαλάκρα του -είναι η εποχή που αποφασίζει επιτέλους να πετάξει τα περουκίνια τα οποία φοράει σχεδόν από την αρχή της καριέρας του- θεωρείται ένδειξη αυθεντικής αρρενωπότητας. Το 1981 έπαιξε τον Αγαμέμνονα στους «Υπέροχους Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας («Time Bandits»), ένα από τα πιο ευφυή παραμύθια του Τέρι Γκίλιαμ.
Το 1986 πρωταγωνίστησε στο «Ονομα του Ρόδου» του Ζαν Ζακ Ανό από το ομώνυμο βιβλίο του Ουμπέρτο Εκο και το 1988 τιμήθηκε με τη μοναδική πραγματικά σημαντική βράβευση της καριέρας του: Κέρδισε το Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου στην ταινία «Οι Αδιάφθοροι» (The Untouchables) του Μπράιαν ντε Πάλμα, παίζοντας τον θαρραλέο αστυνομικό Τζίμι Μαλόουν, που βοηθά τον πράκτορα Ελιοτ Νες – Κέβιν Κόστνερ να συλλάβει τον Αλ Καπόνε – Ρόμπερτ ντε Νίρο.
Το 1989 στο «Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία», υποδύεται τον καθηγητή Χένρι Τζόουνς, αν και είναι μόλις 12 χρόνια μεγαλύτερος από τον Χάρισον Φορντ. Μεγάλη επιτυχία, όμως, είχε και η συμμετοχή του στις ταινίες «Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ» (2000), για την οποία θα μπορούσε να προταθεί για Οσκαρ, και «Η Συμμαχία» (The League of Extraordinary Gentlemen (2003) με την οποία έκανε την τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση.
Παρόλο ότι είχε ακόμη πολλά να δώσει, το 2006 ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει την ηθοποιία επιλέγοντας να αποσυρθεί στις Μπαχάμες μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, τη γαλλομαροκινής καταγωγής ζωγράφο Μισελίν Ροκμπρίν, χωρίς όμως να ξεχνάει την αγαπημένη του Σκωτία.