Η Σοφί Μαρσό στο Φεστιβάλ Καννών το 2015 | Toni Anne Barson/FilmMagi/Getty Images
Θέματα

Σοφί Μαρσό: «Ξέρω ότι ήταν λάθος… αλλά ήθελα τους καλούς ρόλους»

Με αφορμή τις δύο νέες ταινίες της η διάσημη γαλλίδα ηθοποιός θυμάται το κόστος της φήμης που απέκτησε στην εφηβεία της και ότι της ζητήθηκε να εμφανιστεί γυμνόστηθη σαν κορίτσι του Μποντ. Μιλάει για την ταπείνωση στα καστινγκ και τον κατά 26 χρόνια μεγαλύτερό της Αντρέι Ζουλάφσκι που έγινε η «ασπίδα» της
Protagon Team

Με αφορμή την εξαιρετική ερμηνεία της στο «δύσκολο» δράμα «Ολα πήγαν καλά» (2021) του Φρανσουά Οζόν, που ενθουσίασε κοινό και κριτικούς, και στο ανάλαφρο rom-com «I Love America» (2022) της Λίζα Αζουέλος αμέσως μετά, η Σοφί Μαρσό δηλώνει ότι δεν φοβάται να αγγίξει «σκοτεινά, δύσκολα θέματα», είτε πρόκειται για την κακοποίηση των γυναικών στη βιομηχανία του κινηματογράφου (που την κάνει να «θυμώνει μερικές φορές, να θυμώνει συχνά»), είτε για τον υποβοηθούμενο θάνατο. Η 55χρονη γαλλίδα ηθοποιός πιστεύει ότι πρέπει «πάντα να αναρωτιόμαστε και να θέτουμε μεγάλες ερωτήσεις δυνατά. Είναι στη φύση μου να το κάνω αυτό. Δεν είμαι από αυτούς, που υπακούουν σε εντολές – c’est pas moi! (δεν είναι εγώ)», λέει σε συνέντευξή της στην Telegraph.

H Μαρσό ξεκίνησε την καριέρα της το 1980 σε ηλικία μόλις 14 ετών με την οικογενειακή κωμωδία «Το πρώτο μου πάρτι» (La Boum) του Κλοντ Πινοτό, που έγινε τεράστια επιτυχία. Και τρία χρόνια αργότερα κέρδισε το βραβείο Σεζάρ (το γαλλικό Οσκαρ) της «Πιο Υποσχόμενης Ηθοποιού». Το 1984 ερμήνευσε έναν απαιτητικό ρόλο στο «Fort Saganne» (1984), πλάι στον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και την Κατρίν Ντενέβ, ενώ την ίδια χρονιά συμπρωταγωνίστησε με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό στην κωμωδία «Ο Πολυγαμικός» («Joyeuses Pâques»).

Η παγκόσμια φήμη της ήρθε τη δεκαετία του 1990 ήρθε με τον ρόλο της πριγκίπισσας Ισαβέλλας της Γαλλίας στο επικό «Braveheart» (1995) του Μελ Γκίμπσον, που προτάθηκε για 10 βραβεία Οσκαρ και κέρδισε τα πέντε (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Φωτογραφίας, Ηχητικών Εφέ, Μακιγιάζ). Μετά από αυτή την επιτυχία, το 1999, η Σοφί Μαρσό εμφανίστηκε στο «Ονειρο θερινής νυκτός» και στο «Ο Κόσμος δεν είναι αρκετός», ως Ηλέκτρα Κινγκ, το κορίτσι του Τζέιμς Μποντ.

Στο «Braveheart» το 1995

Και τώρα, στο «Ολα πήγαν καλά», η Μαρσό ερμηνεύει έναν ρόλο, που έγραψε ειδικά γι’ αυτή ο Φρανσουά Οζόν· υποδύεται την Εμανουέλ, κόρη του 85χρονου Αντρέ (Αντρέ Ντισολιέ), ο οποίος μένει παράλυτος μετά από ένα εγκεφαλικό και ζητά από την κόρη του να τον απαλλάξει από το μαρτύριο, που βιώνει. Σε μια σειρά από flashbacks ο θεατής μαθαίνει ότι ο κάποτε ισχυρός επιχειρηματίας εκφόβιζε και μείωνε τη μικρή του κόρη τόσο άσχημα ώστε εκείνη φανταζόταν ότι τον σκότωνε. Αλλά όταν της ζητά να τον βοηθήσει να βάλει τέλος στη ζωή του, η Εμανουέλ διαπιστώνει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα, ούτε σε συναισθηματικό αλλά ούτε και σε πρακτικό επίπεδο.

Προκλητικά δύσκολο, το «Ολα πήγαν καλά» μπορεί να προκαλέσει έκπληξη στους θεατές βλέποντας μια τόσο διάσημη, ωραία και σέξι ηθοποιό να πρωταγωνιστεί σε μια ταινία με σιντριβάνια από φλέγματα και χέρια που τρέμουν από Πάρκινσον.

Η δημοσιογράφος της Telegraph Ελεν Μπράουν ρωτάει την γαλλίδα ηθοποιό αν την έχουν ενοχλήσει ποτέ σχόλια κριτικών όπως «μάτια για τα οποία θα μπορούσες να γράψεις ποίηση» και «πυκνά γυαλιστερά μαλλιά που προκαλούν τα δάχτυλα»: «Δεν θα παραπονεθώ επειδή μου λένε ότι είμαι όμορφη. Είναι πάντα ευχάριστο να το ακούς. Αλλά πάντα ήξερα ότι η ομορφιά είναι προσωρινή και δεν θέλω να παγιδευτώ από αυτήν», απαντάει για να συγκρίνει στη συνέχεια την ομορφιά με τον πλούτο: «Βλέπετε πόσο φρικτά αισθάνονται οι υπερπλούσιοι άνθρωποι, όταν χάνουν λίγα χρήματα. Το μόνο, που μπορούν να σκεφτούν, είναι: “Ημουν πλούσιος, πιο πλούσιος!” Είναι γελοίο να είσαι έτσι. Αν μπορείς να εστιάζεις μόνο σε αυτά που χάνεις, δεν βλέπεις πόσα έχεις», τονίζει.

Και κατόπιν, μαλακωμένη, προσθετει: «Γερνάω. Δεν μπορώ ποτέ να είμαι πιο όμορφη από ό,τι ήμουν και θα ήταν άρρωστο να το κυνηγάω. Πρέπει να είμαι ελεύθερη να κάνω τη δουλειά μου και αυτό σημαίνει να νιώθω τα συναισθήματα, να μην σκέφτομαι τις ρυτίδες μου», λέει στη βρετανή δημοσιογράφο.

Ως κορίτσι του Τζέιμς Μποντ μαζί με τον Πιρς Μπρόσναν στην ταινία «Ο Κόσμος δεν είναι αρκετός», 1999 (Metro-Goldwyn-Mayer Studios Inc)

Στη ρομαντική κωμωδία του Amazon Prime « I Love America» (2022) -μια ταινία εντελώς διαφορετική από το «Ολα πήγαν καλά»- η Σοφί Μαρσό υποδύεται την Λίζα, μια χωρισμένη γαλλίδα κινηματογραφίστρια, που αφήνει το Παρίσι για το Λος Αντζελες αναζητώντας τον έρωτα. Τα παιδιά της έχουν φύγει από την οικογενειακή φωλιά και η διάσημη μητέρα της -απούσα έτσι κι αλλιώς σε όλη της τη ζωή- μόλις πέθανε. Η Λίζα έχει ανάγκη από ένα νέο ξεκίνημα· της το προσφέρει ο Λούκα, ο καλύτερός της φίλος (Ντζάνις Μπουζιάνι) -έχει ένα διάσημο drag queen bar στην Αμερική- ο οποίος δημιουργεί ένα προφίλ της Λίζα σε μια εφαρμογή γνωριμιών. Μέσα από άβολα ραντεβού και ένα απροσδόκητο ειδύλλιο, η Λίζα ανακαλύπτει ότι στην πραγματικότητα πρέπει να τα βγάλει πέρα με τον ίδιο της τον εαυτό, και να μπορέσει να συγχωρήσει επιτέλους την πρώτη της αγάπη, που δεν ήταν άλλη από τη μητέρα της.

Κόρη ενός φορτηγατζή και μιας πωλήτριας, η Σοφί Μαρσό έζησε και η ίδια στην αρχή της καριέρας της στις ΗΠΑ όπου, μάλιστα, πέρασε μερικά «πολύ δυστυχισμένα» χρόνια.  Σήμερα, ωστόσο, απολαμβάνει τη γαλλική της ταυτότητα κάθε φορά, που η δουλειά την στέλνει πίσω στις ΗΠΑ: «Δεν πρέπει να αναγκάζουμε τον εαυτό μας να προσαρμόζεται σε άλλους πολιτισμούς», λέει στην Telegraph, «Αισθάνομαι πολύ Γαλλίδα στην Αμερική! Καπνίζω. Δεν περιμένω πάντα το πράσινο φως για να περάσω απέναντι. Οταν τρώω πρέπει να κάθομαι. Μιλάω ανοιχτά για τη θρησκεία, το σεξ, την πολιτική… Μου αρέσει αυτό. Είναι το αλατοπίπερο της ζωής μου!».

Η γαλλίδα σταρ ακούγεται ευτυχισμένη και ικανοποιημένη, γράφει η Μπράουν. Αλλά όταν η βρετανίδα δημοσιογράφος της το λέει, εκείνη αντιδρά έντονα. Η Μαρσό αποκαλύπτει ότι πάλεψε πολύ με την πρώιμη φήμη της, την οποία κατηγορεί για τη συνεχή μοναξιά της: «Οταν γίνεσαι διάσημη τόσο νέα, προστατεύεις το ευάλωτο κομμάτι του εαυτού σου δημιουργώντας μια φυσαλίδα γύρω σου», λέει, «Το τίμημα που πληρώνεις για την ασφάλεια είναι η απομόνωση. Το βλέπω τώρα στα μάτια πολλών διάσημων. Οσο πιο διάσημοι γίνονται τόσο πιο μόνοι είναι», προσθέτει.

Θυμάται με «λύπη» τα εφηβικά της χρόνια στη Γαλλία, όταν έγινε γνωστή χάρη στο «Πρώτο μου πάρτι» (La Boum) και το σίκουελ «La Boum 2», που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα. Η φήμη ήταν «ένα πολύ βίαιο σοκ. Με κατέκλυσε. Κατέκλυσε την οικογένειά μου. Το πρόσωπό μου ήταν στα εξώφυλλα των περιοδικών, αλλά ο κόσμος με μπέρδευε με τον χαρακτήρα, που έπαιζα. Δεν ξέρω πραγματικά πώς το ξεπέρασα. Οι γονείς μου με βοήθησαν να μείνω προσγειωμένη, και προσπάθησαν να έχω μια δίκαιη αντιμετώπιση, αλλά θυμάμαι πόσο ταπεινωτικά ήταν ορισμένα κάστινγκ», αναφέρει.

Θυμάται, επίσης, τη «δυσφορία» που ένιωσε σαν 16χρονο κορίτσι «όταν κάτι τύποι 50 – 60 ετών» της ζήτησαν να βγάλει το πουκάμισό της «για μια σέξι σκηνή». «Με διέταζαν λες και ήμουν ένα τίποτα. Δεν μπορείς να χρησιμοποιείς την ηλικία ή την εξουσία σου για να ζητήσεις από ένα νεαρό κορίτσι να γδυθεί. Με τίποτα! Ξέρω ότι ήταν λάθος. Αλλά επίσης, πολλές φορές δεν ήξερα τι να κάνω. Ημουν ηθοποιός και ήθελα τους καλούς ρόλους. Καταλαβαίνω γιατί εκμεταλλεύονται τα κορίτσια», παρατηρεί.

H δεκατετράχρονη Μαρσό στην ταινία «Το πρώτο μου πάρτι», το 1980

Σχετικά με το αποτέλεσμα του κινήματος MeToo, η Μαρσό  λέει ότι ξέρει πως «οι αλλαγές ήταν λίγο ριζοσπαστικές, λίγο βίαιες. Αλλά ήταν απαραίτητο και χαίρομαι γιατί τώρα οι γυναίκες έχουν πιο δυνατές φωνές και περισσότερη εξουσία», υποστηρίζει.

Η Σοφί Μαρσό ήταν ακόμη έφηβη, το 1985, όταν ξεκίνησε η σχέση της με τον 26 χρόνια μεγαλύτερό της πολωνό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Αντρέι Ζουλάφσκι, με τον οποίο απέκτησε το 1995 τον γιο τους Βενσάν. Δεν ένιωσε ποτέ να την εκμεταλλεύεται, λέει στην Telegraph, ίσα-ίσα τον έβλεπε ως «ασπίδα προστασίας» από τον εξονυχιστικό δημόσιο έλεγχο, εξαιτίας του οποίου εξακολουθεί να αισθάνεται ότι «κάποια κομμάτια του εαυτού μου κόλλησαν για πάντα στα 13. Νιώθω πολύ μεγάλη και πολύ νέα ταυτόχρονα. Δουλεύω 43 χρόνια, αλλά δεν έχω ωριμάσει όπως οι άλλοι άνθρωποι», αποκαλύπτει.

Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 2001, η Μαρσό άφησε τον Ζουλάφσκι για τον αμερικανό παραγωγό Τζιμ Λέμλι με τον οποίο έζησε έξι χρόνια και απέκτησε την κόρη της, Ζουλιέτ, πριν ακολουθήσει η επτάχρονη σχέση της με τον γαλλοαμερικανό ηθοποιό και παραγωγό Κριστόφ Λάμπερτ.

Τρεις απώλειες την σημάδευσαν. Ο Ζουλάφσκι πέθανε από καρκίνο το 2016, η μητέρα της το 2017 και ο πατέρας της το 2020 (οι γονείς της είχαν χωρίσει όταν η Σοφί ήταν εννέα ετών): «Oλα αλλάζουν όταν κάποιος δικός σου βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου», λέει στην Ελεν Μπράουν, «Γυρίζεις ανάποδα. Συνόδεψα τους γονείς μου στο νοσοκομείο και νομίζω ότι αυτό διευκολύνει την ιδέα του θανάτου. Στη Γαλλία οι υπηρεσίες [υγείας] είναι πολύ καλές, οι γιατροί και οι νοσοκόμες τους φρόντιζαν στο σπίτι. Και ήμουν μαζί τους». Και με την ευκαιρία σχολιάζει, «Νομίζω ότι το πιο τρομερό πράγμα, που συνέβη στην πανδημία, ήταν ότι οι άνθρωποι πέθαιναν ολομόναχοι».

Mε τον André Dussollier στην ταινία του του Φρανσουά Οζόν «Ολα πήγαν καλά» (Mandarin Films)

Η απώλεια των γονιών της επιδείνωσε τη μοναξιά, που ένιωσε για πρώτη φορά όταν έγινε διάσημη, και έχει ενταθεί από τότε που τα παιδιά της έφυγαν από το σπίτι, παρόλο που «αυτό θέλεις, ως γονιός. Θέλεις να πετούν με τα φτερά τους. Σημαίνει ότι έχεις κάνει καλά τη δουλειά σου».

Η Σοφί Μαρσό αποκαλύπτει, ακόμα, ότι ρόλος της Εμανουέλ στο «Ολα πήγαν καλά» την παρακίνησε να μιλήσει στα παιδιά της για το τι θα ήθελε να κάνουν όταν πεθάνει: «Είναι ένα ανησυχητικό θέμα», παραδέχεται, «Σε όλους μας αρέσει να πιστεύουμε ότι είμαστε αθάνατοι. Αλλά είναι καλό να έχει κανείς συνείδηση ​​αυτών των ζητημάτων, διαφορετικά μπορεί να σας “κλέψουν” τον θάνατό σας. Πρέπει να συζητήσετε τις επιθυμίες και τα πιστεύω σας. Πρέπει να μιλήσετε με ειλικρίνεια για το τι θέλετε για το σώμα σας, για την ψυχή σας».

Μιλώντας για το αν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα επέλεγε να δώσει τέλος στη ζωή της, όπως ο Αντρέ στην ταινία, θα πει πως της φαίνεται «περίεργο το ότι οι άνθρωποι σοκάρονται όταν κάποιος ζητάει αυτόν τον έλεγχο. Δεν είναι καλό να ξέρει κάποιος ακριβώς πώς και πότε θέλει να πεθάνει;», αναρωτιέται. «Μπορεί να συμφωνείτε ή να διαφωνείτε, αλλά δεν είναι η δική σας ζωή ούτε το δικό σας σώμα. Πρέπει να σεβαστείτε την επιλογή τους. Είναι ένα λιγότερο πρόβλημα για την οικογένεια», προσθέτει. Και καταλήγει: «Δεν έχω προσδιορίσει ακόμα, πώς θέλω να πεθάνω, αλλά το σκέφτομαι…»