Σε τρεις λέξεις, μια παλιά, καλή συνάδελφος, «κουλτουριάρα» μάλιστα, που μας είχε ακολουθήσει σε σκυλάδικο της Θεσσαλονίκης, είχε καταφέρει να περιγράψει την ατμόσφαιρα: «Αυτά τα μαγαζιά μυρίζουν σπέρμα, χασίσι και ιδρώτα»!
Το θυμήθηκα, τώρα, που ετοιμάζεται να μεταφερθεί στη μικρή οθόνη η ατμόσφαιρα των σκυλάδικων του ’80 (μετά, εκείνο το πρώτο είδος έκλεισε τον κύκλο του), με την καθημερινή σειρά 200 επεισοδίων «Αυτή η νύχτα μένει», στον Alpha (από τη Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022).
Με έναν τρόπο, ο άνθρωπος που έγραψε το ομότιτλο βιβλίο (εκδ. Περίπλους), με βάση τις εμπειρίες και τα βιώματά του από εκείνα τα σκυλάδικα, ο Θάνος Αλεξανδρής, περιγράφει σε λίγες λέξεις ουσιαστικά το ίδιο. Και πολλά άλλα, όμως αυτά θα μας τα πει ο ίδιος παρακάτω.
Το βιβλίο έγινε ταινία, θρυλική, από τον αξέχαστο Νίκο Παναγιωτόπουλο, και απέκτησε για σήμα ένα τραγούδι παλλαϊκής συγκίνησης, με τον ίδιο τίτλο, από τον Σταμάτη Κραουνάκη, με την ερμηνεία της Δήμητρας Παπίου. Το «Αυτή η νύχτα μένει», σε νέα εκδοχή από τον δεινό μπουζουκίστα Νίκο Κατσίκη και με τη φωνή της Γιώτας Νέγκα, είναι το σήμα και της επικείμενης τηλεοπτικής σειράς – όπως είχα γράψει παλαιότερα, μαζί με την ιστορία του.
Οταν πλησιάζει κάποιος ένα φαινόμενο, συνήθως ξεκινά από την ετυμολογία. Την καταγωγή. Σκυλάδικο. Τι είναι τούτο; Ποτέ, ποτέ κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα, με ακρίβεια. Εκδοχές υπάρχουν πολλές. Οτι είναι η ίδια η τραγουδιστική αγωγή που θυμίζει γαβ γαβ. Οτι προήλθε από τους σκύλους που έδεναν έξω από τα σκυλάδικα της ελληνικής περιφέρειας, για να προειδοποιούν όταν ερχόταν η αστυνομία. Εκδοχή που δεν φαίνεται να στέκει για τα μαγαζιά που έτσι κι αλλιώς πλήρωναν τη συνήθη «προστασία».
Κρατάω την πιο σοβαρή εκδοχή που καταγράφει ο έγκυρος Νίκος Σαραντάκος. Σκυλάδικο από τους σκυλάδες, τους βαρύμαγκες. Με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη του ’20. Οπως είχε καταθέσει και ο ιδιοκτήτης της θρυλικής θεσσαλονικιώτικης ταβέρνας-παράγκας «Κούτσουρα», Γιώργος Δαλαμάγκας (που μνημονεύεται στο «Μπαξέ Τσιφλίκι» του Βασίλη Τσιτσάνη).
Στην ίδια εκδοχή φαίνεται να συνηγορούσε και ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Αλέκος Λιδωρίκης, που κατέγραφε στην εφημερίδα «Ακρόπολις», το 1935, μια «Αυτοψία σε επαρχιακό σκυλάδικο, παρέα με τη Τασίτσα και τη Μαρίκα». Θρυλικό!
Ο μελετητής Ηλίας Πετρόπουλος φεύγει από τους σκυλάδες και μας μεταφέρει στα πρώτα σκυλάδικα, που εμφανίστηκαν στις περιαστικές περιοχές της Θεσσαλονίκης το ’50, ως «αντίδραση στη μικροαστική μετεξέλιξη των λαϊκών κέντρων».
Δεν θα βρούμε, ουσιαστικά, άκρη με την προέλευση. Πάμε στο χρονικό πλαίσιο, λοιπόν. Η «Αλλαγή, αλλαγή, λαϊκή συμμετοχή» του Ανδρέα Παπανδρέου έστειλε τα σκυλάδικα, για τα οποία μιλάμε εδώ, στο απόγειό τους. Με το ΠΑΣΟΚ ήρθε η μεγάλη άνθηση.
Ειδικά όταν το ίδιο κόμμα και ο αρχηγός του φρόντιζαν να απενοχοποιούν το λαϊκό τραγούδι, ακόμη και στην πιο… γκλίτερ εκδοχή του ή την πιο «περιθωριακή». Την πιο καψούρικη, ας πούμε.
Μαζί με τις αφειδείς επιδοτήσεις αγροτών της περιφέρειας, οι οποίες «καίγονταν» –ενίοτε και εν μία νυκτί, που λένε– πάνω σε τραπέζια με ουίσκι, σε πρόχειρες παράγκες ή για τα μάτια μιας γυναίκας που δούλευε σε αυτές. Οχι πάντα τραγουδώντας. Αλλά και χορεύοντας. Ή απλώς περιφέροντας το κορμί της, τονώνοντας την «κονσομασιόν» (την κατανάλωση ποτών, αν θέλετε).
Πρώτο κρατούμενο, το χρήμα. Που έρρεε, τότε. Βασική καύσιμη ύλη του σκυλάδικου. Δεύτερο, η καψούρα. Και ο καψούρης, που έβρισκε πεδίο για το πάθος ή τα πάθη του σε γωνιές που δεν «φώτιζε» ο καθωσπρεπισμός της κάθε μέρας. Ή της ημέρας. «Το σκυλάδικο στάζει λαγνεία», όπως έγραφε στο βιβλίο του, «Ερωτες στη μεταπολίτευση» (εκδ. Τόπος), ο Διονύσης Χαριτόπουλος.
«Η κεντρική ιδέα είναι η καύλα», βάζει το περίγραμμα, στην απολαυστική κουβέντα μας, ο Θάνος Αλεξανδρής. «Οι της νύχτας χρωστάμε στην άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου την άνθιση του σκυλάδικου. Εκεί, που αρχίζει η απομυθοποίηση του πολιτικού τραγουδιού», μού λέει ο άνθρωπος που είχε όνειρο να βρεθεί δίπλα στην ιέρεια του πολιτικού τραγουδιού της εποχής, Μαρία Δημητριάδη.
«Μόλις ανεβαίνει ο Ανδρέας, το κοινό έχει χορτάσει μελοποιημένους ποιητές. Ο λαός θέλει να ξεδώσει. Κι αρχίζει, ξαφνικά, ένα ξέφρενο πανηγύρι. Τρελαίνεται για ξενύχτι. Και, σαν έτοιμος από καιρό, έχει μια λαχτάρα για έρωτα. Να πραγματοποιήσει όλες τις φαντασιώσεις του».
Α, και να τα λέμε κι αυτά, τα μαγαζιά τότε δούλευαν εφτά μέρες την εβδομάδα. Και, όπως το είχε θέσει ο Θάνος Αλεξανδρής, «η νύχτα ακόμη και στο χειρότερο σκυλάδικο ήταν φωταγωγημένη».
Σε αυτό το πανηγύρι χωρούσαν όλα. «Το ανίερο για την κοινωνία της ημέρας, γίνεται καθεστώς στη νύχτα. Σε μια κοινωνία κατά βάση ομοφοβική υποδέχονταν με πολλή αγάπη τον Μάριο, μια πρώιμη ντραγκ κουίν. Υπήρχαν κάτι καψούρια μαζί του… Στο σκυλάδικο ήταν έτοιμοι να δεχτούν τα πάντα. Ακόμη και το διαφορετικό».
Από την κουβέντα μας για τα 30 σκυλάδικα που είχε, τότε, η Εθνική Οδός, τα διπλάσια στην Αχαρνών, πολλά στη Θηβών, αντίστοιχα στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και σε όλη την ελληνική περιφέρεια (ειδικά εκεί που «καίγονταν», άνετα, επιδοτήσεις, για τα ροδάκινα π.χ., όπως στη Σκύδρα Πέλλας), κρατάω ένα σημαντικό στοιχείο, που αφορά τα κορίτσια και τις γυναίκες που δούλευαν εκεί: Τη «δημοκρατία»!
«Οι γυναίκες, όμορφες ή άσχημες, αδύνατες ή το αντίθετο, ψηλές ή όχι, γίνονταν ανάρπαστες. Ολες! Δεν χρειαζόταν καν να τραγουδάνε, αρκούσε να είναι γυναίκες! Βρίσκαμε κοπέλες σε σούπερ μάρκετ ή εργοστάσια, για τα μπαλέτα. Κι έπαιρναν νυχτοκάματο, στις αρχές του ’80, κάπου 6.000 δραχμές, επί μέσου μισθού 3.000 δραχμών τον μήνα!
»Δεν ήξεραν χορό ή τραγούδι. Εφτανε το σούπερ μίνι. Δεν υπήρχε τότε ιδιωτική τηλεόραση ή σόσιαλ μίντια. Και ο ερχομός ενός μπαλέτου ή μουσικού σχήματος σε μια μικρή πόλη ήταν κοσμοϊστορικό γεγονός. Για να πείσεις τους μαγαζάτορες έφτανε να τους πεις “έχω τρεις ξεβράκωτες που χορεύουν τσιφτετέλι στα τραπέζια” και η προκαταβολή έπεφτε, ατάκα».
Ας μην μπούμε σε περιπτωσιολογία καψούρας, που έχει καταγράψει ο Θάνος Αλεξανδρής. Οπως μία πολύ ώριμη και πολύ εύσωμη γυναίκα που κυνηγούσε καψούρης εργολάβος οικοδομών και, αφού της «ακούμπησε» μια περιουσία, την «κατάφερε» στην καρότσα του φορτηγού του, δίπλα στο χαλίκι που κουβαλούσε…
Ας πάμε σε μια άλλη εικόνα, από τον ίδιο: «Τα καψούρια, τις καθημερινές ήταν μόνα τους κι αλώνιζαν. Τα Σαββατοκύριακα ήταν, κάτω στα τραπέζια, με τις συζύγους. Και οι κοπέλες έπρεπε να υποδύονται ότι δεν τους ξέρουν. Ψιλοάλλαζε και η ενδυμασία και το ρεπερτόριο».
Οι πιο αγαπημένοι συνθέτες ήταν ο Τάκης Σούκας και ο Τάκης Μουσαφίρης. Υπήρχαν και συνθέτες, στην περιφέρεια κυρίως, που έγραφαν καψούρικα κατά παραγγελία. Στο φόρτε τους το «Μυστικέ μου έρωτα» της Κατερίνας Στανίση και τα σουξέ της μεγάλης Πίτσας Παπαδοπούλου. Ή της Ρίτας Σακελλαρίου. Σε όχι υποχρεωτικά καλόφωνες εκδοχές στα σκυλάδικα.
Θα μας έλεγε περισσότερα ο έμπειρος παραγωγός της δισκογραφίας, Ηλίας Μπενέτος, που ανέλαβε τη μουσική επιμέλεια στην τηλεοπτική σειρά «Αυτή η νύχτα μένει». Κρατάω, απλώς, εδώ και τη –μετέπειτα– εκτροπή του σκυλάδικου τραγουδιού σε γλαφυρές υπερβολές: «Ερωτά μου, τοκογλύφε, γλείφε το κορμί μου, γλείφε». Ή, «Το βράδυ θα έρθω να σε πάρω, γι’ αυτό μη φας, θα φάμε γλάρο» (κατά μία εκδοχή, η καταγωγή της γνωστής έκφρασης). Ή «Μ’ αγαπάς ή τζάμπα πίνω;».
Υμνοι του σκυλάδικου ήταν ακόμη και παλαιότερα τραγούδια, όπως μου θυμίζει ο συνάδελφος, συγγραφέας και μελετητής του λαϊκού τραγουδιού Δημήτρης Ν. Μανιάτης. «Ας πέθαινες να γλίτωνα», των Γιώργου Μανισαλή και Γιώργου Γιαννακόπουλου, που είχε πει η Σωτηρία Μπέλλου το 1951. Ή, το «Απαλλάχτηκα από σένα» του Πάνου Μαρίνου (τραγούδι των Γιώργου Μπούρα και Παρασκευής Πολίτου, από το 1974). Και το «Γεννήθηκες για την καταστροφή» (1961) του Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε στίχους Γιάννη Παπαδόπουλου. Σε αντίστοιχες «σκυλάδικες» εκδοχές.
«Ο πιο ισχυρός νόμος του σκυλάδικου είναι ότι δεν μετράς σαν ιδιότητα, αλλά σαν πρόσωπο», έχει καταγράψει (και πάλι) ο Διονύσης Χαριτόπουλος.
Το πιο συγκινητικό στα σκυλάδικα το εντοπίζει όμως ο Θάνος Αλεξανδρής: «Επειδή όλοι έπρεπε να συμμετέχουν στη χαρά, στο πανηγύρι της εποχής, γυναίκες που είχαν ζήσει στα εκτός σχεδίου και τα παραπήγματα, ήρθαν στη νύχτα και έζησαν σαν βασίλισσες. Μπορεί κάποιοι να το θεωρούν γραφικό ή κωμικό…
»Η χειρότερη γυναίκα στα σκυλάδικα φάνταζε σαν θεά. Η δυστυχισμένη ή απόβλητη, που δεν την άφηνε ούτε ο περιπτεράς να καλέσει από το αστικό τηλέφωνό του, έπαιρνε δώρα ή ταξίδια στο εξωτερικό». Είτε περιουσίες στα πόδια της.
Ολες, μα όλες, γίνονταν αντικείμενα πόθου, μέσα στη «φωταγωγημένη ξεφτίλα», όπως μου την αποκαλεί, μάλλον με τρυφερότητα, ο συγγραφέας του «Αυτή η νύχτα μένει». Η «γυναικεία δημοκρατία», που λέγαμε.
«Πολλά κορίτσια που τότε δοξάστηκαν, σήμερα περιμένουν το επίδομα ανεργίας», καταλήγει ο Θάνος Αλεξανδρής. Και μου εξηγεί ότι, μόλις κατέρρευσε το ανατολικό μπλοκ και ήρθαν γυναίκες από εκεί, έφτασε στη δύση του αυτό το σκυλάδικο. Αλλωστε, με τα ίδια χρήματα το καψούρι, πλέον, «αγόραζε» όχι μία, αλλά πέντε γυναίκες της «κονσομασιόν». Μαζί κατέρρευσε και αυτό το «σκηνικό σαν από ταινίες του Φελίνι»…
Σιγά σιγά έφτασαν να το αγκαλιάσουν ακόμη και οι διανοούμενοι δίχως παρωπίδες. Κάποιοι «θρήνησαν» και το τέλος του. Ο πρόωρα χαμένος ποιητής της γενιάς του ’70, Γιάννης Βαρβέρης –μου θυμίζει ο Δημήτρης Μανιάτης– ήταν ο πρώτος που μίλησε γι’ αυτό. «Το λαϊκό ένστικτο θεσμοποιεί λάθη και ιδρύει νέες χρήσεις, τη στιγμή ακριβώς που “παρανομεί”», παρατηρούσε. Και του αφιέρωνε στο «Σκυλάδικό» του: «Φίλε το ξέρω / πάντα σ’ άρεσε / το σουξεδάκι αυτό / μαζί με το λαρύγγι του / και με το ντεκολτέ του. / Λοιπόν απόψε / μες στο ουίσκι ο συνθεσάιζερ / λιώνει ολοστρόγγυλες τις φαντασίες…».
Κι έπειτα ο συγγραφέας και μεταφραστής Πάνος ή Πητ Κουτρουμπούσης. Ο δοκιμιογράφος και αρθρογράφος Κωστής Παπαγιώργης. Ολοι πια χαμένοι. Ηταν ήδη η εποχή που έχουν γίνει μόδα τα σκυλάδικα της Εθνικής Οδού.
«Εχει ενδιαφέρον το πώς η διανόηση, ο χώρος της κουλτούρας και, λίγο, η Αριστερά, που ήταν πολύ ενοχική, άρχισαν να μπαίνουν στον χώρο αυτό», σχολιάζει ο σεναριογράφος (και της σειράς «Αυτή η νύχτα μένει», μαζί με τη Γιάννα Κανελλοπούλου), ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας Γιώργος Μακρής. «Η Αριστερά, ίσως για να έρθει σε επαφή με το λαϊκό αίσθημα, που το είχε εξοβελίσει».
Να σας φιλοδωρήσω, εδώ, με μια ευθύβολη περιγραφή του (επίσης χαμένου) συγγραφέα και σκηνοθέτη Χρήστου Βακαλόπουλου:
«Το σκυλάδικο δεν έχει σταρ, δεν έχει χώρους απαστράπτοντες, δεν έχει Μερτσεντέ παρκαρισμένες στο πάρκινγκ με τους ένστολους παρκαδόρους. Στο σκυλάδικο παρκάρουν μόνα τους τα αγόρια με τα γιαπωνέζικα, με καρότσες ή άνευ.
»Μέτριες ή κακές φωνές, κατεστραμμένες από ξενύχτι, καταγώγια, αλκοόλ και τσιγάρο, γερασμένες πρόωρα, έχει το σκυλάδικο. Φωνή που μόνο να κρατά το μέτρο μπορεί, κι αυτό με το ζόρι, ανίκανη για οτιδήποτε άλλο, φωνή με το χαρακτήρα που δηλώνει σκυλάδικο, που αποτελεί το δελτίο ταυτότητας. Φωνή γυναίκας σπασμένης, με βαρύ μέικ-απ και αποκαλυπτικά ρούχα, μάγισσας γοητείας εκεί μέσα, ούτε για μια ματιά το πρωί».
Ας αφήσω τον μελετητή του λαϊκού, Δημήτρη Μανιάτη, να μας ξεναγήσει σε μια άλλη πλευρά της γέννησης του σκυλάδικου, με αυτή τη μορφή του: «Από το 1965-66 που ο Τάκης Λαμπρόπουλος έδιωξε τους λαϊκούς από τη δισκογραφική Columbia, άρχισε να επικρατεί στα κέντρα ένας άλλος ήχος. Του Μίμη Πλέσσα.
»Πάντα υπήρχαν ζώνες στη νύχτα. Μετά το ’60 πυκνώνουν οι ζώνες, ανοίγουν οι μεγάλες σάλες, δεν είναι πλέον κυρίαρχος ο μπουζουξής, και η μεγάλη αλλαγή στη δισκογραφία αντανακλά στη νύχτα. Οι λαϊκοί αναζητούν νέους χώρους, πιο αδιαμεσολάβητους, για να στεγαστούν. Το “Λουζιτάνια” για τον Πέτρο Αναγνωστάκη. Το “Σου Μου” της Ανθούλας Αλιφραγκή. Στο μαγαζί του Δημήτρη Ξανθάκη εμφανίζεται ο ΛεΠα. Λαϊκοί αγαπητικοί, όπως ο Μιχαήλος. Στις τουαλέτες, εικονίτσες της Παναγίας. Η Θηβών. Η Καβάλας. Η Αχαρνών. Η Εθνική, απ’ όπου περνούν ο Πάνος Γαβαλάς και η Τζένη Βάνου. Ερχεται η Καίτη Ντάλη από την Αμερική. Τα “Αραπάκια”. Η “Ιφιγένεια” στη Συγγρού. Η Γιώτα Γιάννα μόνη της και στο “Κανόνι”. Το τελευταίο, που έκλεισε, η “Νεφέλη”, στο γήπεδο του Αιγάλεω.
»Ο Γιώργος Κοινούσης μού είχε πει ότι, κάποτε, ήξεραν έναν έναν τους θαμώνες τους στα κέντρα. Με τ’ όνομά τους. Ηξεραν ποιοι ήταν. Το 1981, πλέον δεν τούς ήξεραν. Είχαν έρθει τα νέα πορτοφόλια. Και, στα νέα μαγαζιά (σ.σ.: στα σκυλάδικα, που είναι και το θέμα μας), ο ήχος ήταν ηλεκτρικός, οι μπουζουξήδες όρθιοι, τα μπουζούκια τετράχορδα. Ακόμη και πολλοί ροκάδες, με όνειρα και σπουδές, δούλεψαν εκεί».
Εκεί γεννήθηκαν και τα νέα ονόματα. Τούτης της όχθης, πια. «Ονόματα όπως ο Γιώργος Καμπουρίδης ή η Ρέα Κούκα. Μαζί, και τα δικά τους σουξέ. Ο “Διαβολάκος”, το “Είσαι νινί ακόμα”, “Γέλα κυρία μου”, “Πάρε με αγκαλιά να μην πατήσω τα γυαλιά”, “Όχι, θα κάτσω να σκάσω”, “Γλυκέ μου τύραννε”. Και, βέβαια, το σύνηθες τραγούδι έναρξης και αναγγελίας της “φίρμας”: “Τα μαύρα μάτια σου”. Ολο αυτό είχε μία κιτς υπερβολή, δική του. Και ο κόσμος είχε ανάγκη τον κρυφό εαυτό του».
Πού αλλού θα τον «ζούσε», πέρα από τα σκυλάδικα; Τον πόθο. Τη λαγνεία. Το «λαρτζ» με το χρήμα. Την εκτόνωση του σπασμένου πιάτου ή των βουνών από γαρίφαλα. Τις ανομολόγητες «αμαρτίες». Τις κρυφές διαστροφές της εξουσίας και του απωθημένου, πάνω στην, εγχρήματη, σεξουαλική πολιορκία.
Οι άνθρωποι, κυρίως οι γυναίκες, των σκυλάδικων απολάμβαναν μια αίγλη, όχι μόνον τη νύχτα, αλλά και το πρωί, έρχεται να μού συμπληρώσει την εικόνα ο Γιώργος Μακρής. «Συντελούσε και η σεξουαλική πείνα της επαρχίας εκείνης της εποχής. Ομως, το κυρίαρχο ήταν», καταλήγει ανακαλώντας εμπειρίες του από θεατρικές περιοδείες στην ελληνική περιφέρεια, «ότι οι γυναίκες, σε αυτό το άσυλο, απολάμβαναν τιμές αυτοκρατορικές».
Πώς να κλείσει, άραγε, κάποιος αυτό το ταξίδι στο σκυλάδικο, που χάθηκε; Δεν βρήκα καταλληλότερη φράση από τούτη, του Χρήστου Βακαλόπουλου, που με έναν τρόπο μάς αφορά όλους: «Το σκυλάδικο είναι τόσο γνήσιο και τόσο περιφρονημένο όσο και τα ένστικτά μας».