Την Δευτέρα 13 Μαΐου, στις 8:45 μμ, ημέρα που κυκλοφόρησε η ολοκαίνουργια φωνή του νέου chatbot της OpenAI, που ονομάστηκε Sky, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Σαμ Αλτμαν ανέβασε στον λογαριασμό του στο X (πρώην Twitter) μόνο μια λέξη, το her, χωρίς κανένα άλλο κείμενο, αναφορά ή έστω ένα κεφαλαίο H. Ωστόσο, σπάνια έχει συμβεί μια τόσο απλή λέξη με μόλις τρία γράμματα να λέει τόσα πολλά, παρατηρεί στην Telegraph ο κριτικός κινηματογράφου Ρόμπι Κόλιν.
Η ανάρτηση θεωρήθηκε ευρέως αναφορά στο «Her» («Δικός της»), βραβευμένη με Οσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου ταινία επιστημονικής φαντασίας του 2013, για έναν άνδρα (Χοακίν Φίνιξ) ο οποίος ερωτεύεται ένα καινούργιο προχωρημένο λειτουργικό σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης. H Σαμάνθα, όπως λέγεται στην ταινία αυτό το σύστημα, έχει μια φωνή ζεστή, βραχνή, παρηγορητική, που επίσης φλερτάρει. Και είναι η φωνή της Σκάρλετ Γιόχανσον.
Η φωνή του νέου chatbot του OpenAI, στο μεταξύ, έμοιαζε πολύ με τη φωνή της Γιόχανσον, πράγμα που αποδείχθηκε ότι δεν ήταν καθόλου σύμπτωση. Πρόσφατα, η 39χρονη ηθοποιός κατηγόρησε δημοσίως την εταιρεία και τον αμφιλεγόμενο ιδρυτή της Σαμ Αλτμαν, ότι αντέγραψαν σκόπιμα τη φωνή της. Και αποκάλυψε ότι ο Αλτμαν είχε επικοινωνήσει μαζί της τον περασμένο Σεπτέμβριο προτείνοντάς της να δανείσει τη φωνή της στο νέο του σύστημα ChatGPT 4.0. Αλλά η Γιόχανσον αρνήθηκε.
«Εννέα μήνες αργότερα, οι φίλοι μου, η οικογένειά μου και το ευρύ κοινό παρατήρησαν πόσο πολύ μου έμοιαζε το νεότερο σύστημα με το όνομα “Sky”», δήλωσε. «Οταν άκουσα το demo που κυκλοφόρησε, σοκαρίστηκα, θύμωσα και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο κύριος Αλτμαν είχε δημιουργήσει μια φωνή που ακουγόταν τόσο απόκοσμα ίδια με τη δική μου ώστε οι πιο στενοί μου φίλοι και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν μπορούσαν να δουν τη διαφορά».
Στη δική της δήλωση η OpenAI ισχυρίστηκε ότι η φωνή του Sky δεν ήταν «μίμηση» της Γιόχανσον, αλλά είχε αποδοθεί από μια άλλη ηθοποιό (η οποία δεν μπορούσε να κατονομαστεί, λόγω προστασίας του απορρήτου). Αλλά δύσκολα συμβιβάζεται αυτή η απάντηση με τη δημοσίευση του Αλτμαν στο X, η οποία έχει μια φρικτά παραβατική ποιότητα υπό το φως των προηγούμενων ενεργειών του, υπογραμμίζει στην Telegraph ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου.
Ο ιδρυτής της εταιρίας OpenAI άκουσε τη φωνή της Γιόχανσον και την ήθελε. Και την χρησιμοποίησε ανεξάρτητα από το αν εκείνη του το είχε αρνηθεί. Προφανώς, όμως, δεν συνειδητοποίησε –και θα το είχε κάνει, αν έδινε λίγη έστω προσοχή στην καριέρα της– ότι όπως έχει αποδείξει η Γιόχανσον δεν είναι μια γυναίκα που υποτάσσεται και αποδέχεται τη μοίρα της.
Στην κινηματογραφική βιομηχανία γίνεται μεγάλη συζήτηση για δυνατά και ανεξάρτητα γυναικεία πρότυπα, ωστόσο η Γιόχανσον είναι μία από τις λίγες κορυφαίες και ακριβοπληρωμένες σταρ του Χόλιγουντ, που υποστηρίζει πραγματικά τις αξίες τους, χωρίς να φοβάται τις αντιδράσεις στελεχών, θυμωμένα σχόλια στο Διαδίκτυο ή τους μεγιστάνες της τεχνολογίας που δεν τα πάνε πολύ καλά με την κατανόηση της έννοιας της συναίνεσης.
Οταν έγινε διεθνώς γνωστή με την κομεντί της Σοφίας Κόπολα «Χαμένοι στη Μετάφραση» (2003), ένα από τα πιο εντυπωσιακά προσόντα της ήταν η αύρα παλιού Χόλιγουντ που εξέπεμπε. Ηταν το είδος της σταρ που θα μπορούσε να την φανταστεί κανείς στο πλευρό του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ μέσα σε καπνούς τσιγάρου ή να καταστρέφει τη ζωή του Αλαν Λαντ με ένα βλέμμα όλο νόημα πάνω από ένα μαρτίνι. Ωστόσο, αυτή η τρομερή ικανότητα που την έκανε τόσο μαγνητική στο σινεμά, αποδείχθηκε ότι επεκτείνεται και εκτός οθόνης επίσης. Τα επόμενα 21 χρόνια, θα έδειχνε τακτικά ότι ήταν τόσο σκληρή όσο η Μπέτι Ντέιβις και είχε περισσότερο θάρρος, θράσος και σθένος από όλους τους άνδρες μαζί που «προτιμούν τις ξανθές», υπογραμμίζει στην Telegraph ο Ρόμπι Κόλιν.
Πάρτε για παράδειγμα τη σύγκρουσή της με τη Marvel το 2021, σε μια εποχή που το στούντιο των υπερηρώων ήταν ακόμα κυρίαρχη δύναμη στον τομέα των υπερπαραγωγών. Μετά από χρόνια εμφανίσεων της σε δεύτερους ρόλους στις ταινίες της σειράς των «Εκδικητών», η «Μαύρη Χήρα» -ο χαρακτήρας που υποδύθηκε με τεράστια επιτυχία η Σκάρλετ Γιόχανσον- έκανε τελικά τη δική της αυτόνομη επέλαση στις οθόνες.
Η ταινία γυρίστηκε πριν από την Covid, αλλά μετά την πανδημία η Disney, μητρική εταιρία της Marvel, ανακοίνωσε ότι η «Μαύρη Χήρα» θα κυκλοφορούσε ταυτόχρονα στους κινηματογράφους και στην πλατφόρμα Disney+, αντί να ξεκινήσει όπως είχε υποσχεθεί με προβολές αποκλειστικά στους κινηματογράφους, οπότε θα αυξάνονταν τα έσοδα των ερμηνευτών.
Πολλοί ηθοποιοί θα είχαν αποδεχθεί το χτύπημα, έχοντας επίγνωση της σταθερής απασχόλησης και των πολλών θαυμαστών που μπορεί να προσφέρει ένα franchise. Αλλά η Γιόχανσον μήνυσε το στούντιο, λέγοντας ότι η απόφασή του της είχε στερήσει πιθανά κέρδη. Στην αρχή, η Marvel πέρασε στην αντεπίθεση.
«Η μήνυση είναι ιδιαίτερα θλιβερή και οδυνηρή καθώς περιφρονεί με σκληρότητα τις φρικτές και παρατεταμένες παγκόσμιες επιπτώσεις της πανδημίας της Covid-19», ανέφερε η Disney σε δήλωσή της, στην οποία γινόταν επίσης άκομψη αναφορά στην αμοιβή ύψους 20 εκατ. δολαρίων της Marvel στην Γιόχανσον. (Υπονοώντας πιθανώς: πόσα περισσότερα μπορεί να χρειάζεται;) Ωστόσο, δύο μήνες αργότερα, το στούντιο συμβιβάστηκε. Οι όροι της συμφωνίας δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ δημόσια, αν και ένα δημοσίευμα του Deadline εκείνη την εποχή ανέφερε ότι η Γιόχανσον έλαβε πάνω από 40 εκατ. δολάρια για να αποφευχθεί μια αναμέτρηση στο δικαστήριο.
Θα μαράζωνε μετά από αυτό μπαίνοντας στη λίστα των ηθοποιών που δεν θα έβρισκαν πλέον δουλειά στο στούντιο; Οχι ακριβώς… Την περασμένη εβδομάδα κυκλοφόρησαν φήμες ότι τα Marvel Studios και η απαιτητική σταρ συνεργάζονται και πάλι για τη δημιουργία μιας νέας σειράς νουάρ για την πλατφόρμα Disney+, με τίτλο «The Blonde Phantom», που θα βασίζεται σε μια μοιραία γυναίκα της δεκαετίας του 1940.
Να σημειωθεί ότι το «Ξανθό Φάντασμα» ήταν μια από τις πρώτες ηρωίδες της Marvel, που έκανε το ντεμπούτο της στο «All Select Comics #11», τον Σεπτέμβριο του 1946. Ονομαζόταν Λουίζ Γκραντ και ήταν γραμματέας του ντετέκτιβ Μαρκ Μέισον, που ερωτεύτηκε το αφεντικό της και πήρε το ψευδώνυμο Ξανθό Φάντασμα για να τον βοηθήσει στην πάταξη του εγκλήματος.
Η Marvel, λοιπόν, δεν είναι σε θέση να την ακυρώσει. Και το Διαδίκτυο, όσο και αν έχει προσπαθήσει, δεν φαίνεται να τα καταφέρνει, υπογραμμίζει στην Telegraph ο Ρόμπι Κόλιν, υπενθυμίζοντάς μας ακόμη ότι όταν το Χόλιγουντ πήρε τις αποστάσεις του από τον Γούντι Αλεν, μετά από τις νέες κατηγορίες για κακοποίηση της υιοθετημένης κόρης του Ντίλαν Φάροου, η Γιόχανσον ήταν μία από τους λίγους ηθοποιούς που στάθηκαν στο πλευρό του σκηνοθέτη, με τον οποίο είχε κάνει τρεις ταινίες.
«Λατρεύω τον Γούντι. Τον πιστεύω και θα συνεργαζόμουν μαζί του ανά πάσα στιγμή», δήλωσε στο Hollywood Reporter – προσθέτοντας ότι ο εξοστρακισμός του Αλεν έγινε σε «μια στιγμή που οι άνθρωποι είναι πολύ θυμωμένοι, και είναι κατανοητό», λόγω του ευρύτερου πλαισίου του κινήματος #MeToo. Μετά τους ισχυρισμούς της Μία Φάροου για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1990, με φόντο μια σφοδρή οικογενειακή διαμάχη, ο Αλεν ερευνήθηκε δύο φορές, από την Κλινική Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιών του Νοσοκομείου New Haven του Γέιλ και τη Διοίκηση Παιδικής Μέριμνας της Νέας Υόρκης, και τις δύο φορές το συμπέρασμα ήταν ότι δεν είχε συμβεί σεξουαλική κακοποίηση.
Ωστόσο, στο διχαστικό κλίμα του τέλους της δεκαετίας του 2010, το να υποστηρίξει μια δημοφιλής ηθοποιός ότι δεν θα μπορούσε απαραίτητα να έχει αξία κάθε ισχυρισμός που είχε συνδεθεί με το #MeToo, χρειαζόταν σοβαρή ακεραιότητα και νεύρο. Φυσικά, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκλήθηκε σάλος. Αλλά όπως είπε αργότερα η Γιόχανσον στο Vanity Fair: «Νομίζω ότι είναι επικίνδυνο να μετριάσεις τον τρόπο με τον οποίο φέρεσαι, επειδή φοβάσαι μια τέτοια αντίδραση. Αυτό δεν μου φαίνεται καθόλου προοδευτικό. Μου φαίνεται τρομακτικό».
Αλλά το Twitter (όπως ονομαζόταν τότε το X) είχε ήδη «σημαδέψει τα χαρτιά» της Γιόχανσον. Η επιλογή της για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο blockbuster του 2017 «Το Φάντασμα στο Κέλυφος» αντιμετωπίστηκε με κατηγορίες για «whitewashing» («ξάσπρισμα»), καθώς το manga του Μασαμούvε Σίρο, στο οποίο είχε βασιστεί η ταινία ήταν γιαπωνέζικο, ενώ η ηθοποιός λευκή. Ο σκηνοθέτης της πρώτης κινηματογραφικής μεταφοράς του anime το 1995, Μαμόρου Οσιί, απάντησε στις οργισμένες αντιδράσεις: «Μπορώ να αισθανθώ μόνο πολιτικό κίνητρο από τους ανθρώπους που αντιτίθενται και πιστεύω ότι η καλλιτεχνική έκφραση πρέπει να είναι απαλλαγμένη από πολιτική», είπε, προσθέτοντας ότι ο χαρακτήρας της Γιόχανσον ήταν cyborg, επομένως δεν είχε φυλή. Αλλά απέτυχε να καθησυχάσει τους χρήστες του Twitter. Περίπου 104.000 υπέγραψαν μια αναφορά -η οποία τελικά αγνοήθηκε- να αναδιατυπωθεί ο ρόλος.
Αυτό εξηγεί, εν μέρει ίσως, τη δύναμη των αντιδράσεων τον επόμενο χρόνο όταν ανακοινώθηκε ότι η Γιόχανσον είχε επιλεγεί για να ενσαρκώσει τον Ντάντε «Τεξ» Γκιλ, έναν τρανσέξουαλ γκάνγκστερ και μαστροπό, στο αστυνομικό δράμα «Rub & Tug», που βασιζόταν σε μια πραγματική ιστορία της δεκαετίας του 1970. Η αρχική απάντησή της στην κατακραυγή ήταν ως συνήθως επιθετική -αναφέρθηκε σε τρεις άλλους ηθοποιούς, τον Τζέφρι Τάμπορ, τον Τζάρεντ Λέτο και τη Φελίσιτι Χάφμαν, που είχαν ερμηνεύσει πρόσφατα τρανσέξουαλ χαρακτήρες. Αλλά αργότερα υποχώρησε, περιγράφοντας την αρχική της αντίδραση ως «κακή εκτίμηση», και προτίμησε να γυρίσει το «Τζότζο» με το οποίο ήταν υποψήφια για Οσκαρ.
Αναρωτιέστε τι απέγινε το «Rub & Tug» χωρίς την Γιόχανσον; Η παραγωγή κατέρρευσε αμέσως και το 2020 ειπώθηκε ότι θα επεξεργάζονταν εκ νέου το σενάριο για τη δημιουργία μιας τηλεοπτικής σειράς με πρωταγωνιστή τρανς ηθοποιό, αλλά έκτοτε δεν υπάρχουν άλλα νέα.
Δικαίως ή όχι, περιστατικά όπως αυτό καταδεικνύουν μόνο την αξία της Σκάρλετ Γιόχανσον ως ερμηνεύτριας και ότι η παρουσία της -είτε φυσική είτε φωνητική- είναι ένα πλεονέκτημα που δεν αντικαθίσταται εύκολα, υποστηρίζει στην Telegraph ο Ρόμπι Κόλιν. Ακόμη και ένα chatbot με Τεχνητή Νοημοσύνη θα μπορούσε να σας πει ότι δεν θα δεχόταν με ευγένεια την κλοπή, αν και από εδώ και στο εξής θα το κάνει με λιγότερο αναγνωρίσιμους τόνους.