«Αναζητούσε την αθανασία σε κάθε κίνηση της ζωής του και κυρίως στη λατρεία του εαυτού του, ωσάν ο μύθος του απόλυτου άρχοντα να μπορούσε να τη γεννήσει και η άσκηση της εξουσίας να την εξασφαλίσει» γράφει ο Ετσιο Μάουρο.
«Αντιθέτως, ακόμη και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αναγκάστηκε να παραδοθεί, τερματίζοντας τη θεαματική ζωή του στο νοσοκομείο, έξω από το μοναδικό αληθινό θέατρο που εκείνος είχε επιλέξει για την ερμηνεία της ύπαρξής του, εκείνη τη βίλα στο Αρκορε που είχε καταστεί το σκηνικό της ιταλικής πολιτικής επί μία εικοσαετία, το κάστρο της διαφορετικότητάς του, το ιδιότυπο σενάριο μιας ανωμαλίας που μεταμορφώθηκε σε ηγεσία» προσθέτει ο πρώην διευθυντής (επί μία δεκαετία) και νυν αρθρογράφος της La Repubblica, στη νεκρολογία του για τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος εγκατέλειψε τα εγκόσμια το πρωί της Δευτέρας σε ηλικία 86 ετών.
Γράφοντας για την κληρονομιά του μακροβιότερου πρωθυπουργού της μεταπολεμικής Ιταλίας, ο Ετσιο Μάουρο σημειώνει καταρχάς ότι, πεθαίνοντας, ο επονομαζόμενος «Καβαλιέρε» αφήνει ημιτελή μια άνευ προηγουμένου διαδικασία συσσώρευσης ισχύος – οικονομικής, χρηματοπιστωτικής, μιντιακής και, τελικά και κυρίως, πολιτικής. Επρόκειτο για μια διαδικασία που ήταν εξαρχής τρόπον τινά καταδικασμένη να μην ολοκληρωθεί ποτέ, κυρίως επειδή ήταν εγγενώς συνυφασμένη με την προσωπικότητα του Μπερλουσκόνι, τόσο πολύ ώστε να μην είναι δυνατή η συνέχισή της από κανέναν άλλον.
«Ωσάν η πρωτοκαθεδρία του να ταυτιζόταν με την καταδίκη του: έφτιαξε τα πάντα κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, με εξαίρεση τον διάδοχό του, αγνοώντας τους δελφίνους κάθε φορά που εμφανίζονταν στο προσκήνιο» σημειώνει ο Ετσιο Μάουρο, αναφερόμενος ειδικά στην πολιτική κληρονομιά του Μπερλουσκόνι.
Ο άνθρωπος που ορκίστηκε τέσσερις φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας ποτέ δεν επεδίωξε μια επανίδρυση της παράταξής του, οπότε «το πολιτικό του δημιούργημα τελειώνει μαζί του, γιατί είχε συλληφθεί εξαρχής αποκλειστικά για έναν μόνον εκφραστή, ο οποίος του παρείχε μια ιδεολογική ψυχή και ένα φυσικό σώμα, μεταμορφώνοντάς το σε σύμβολο. Αυτό εξηγεί την ανεπανάληπτη μοναδικότητα του μπερλουσκονισμού», συμπυκνώνει ο έμπειρος ιταλός δημοσιογράφος.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αυτοαναδείχθηκε, ως ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος της δράσης που διακρίθηκε στο αυτόνομο πεδίο του επιχειρείν. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν «ένας εκ των εκλεκτών του συστήματος», ήδη από τότε που ασχολούνταν με τα ακίνητα, πόσω μάλλον όταν άρχισε να ασχολείται με την τηλεόραση, αλλά και όταν αποφάσισε να κατεβεί στον στίβο της πολιτικής.
Το 1994 ίδρυσε το κόμμα Forza Italia συστηνόμενος (παραπλανητικά) στους Ιταλούς ως ο κύριος κληρονόμος της επικράτειας και των ψήφων της μετριοπαθούς συμμαχίας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του Μπετίνο Κράξι με τη Χριστιανική Δημοκρατία των Τζούλιο Αντρεότι και Αρνάλντο Φορλάνι, που αποτέλεσε τον κύριο άξονα της ιταλικής πολιτικής μέχρι τις γενικές εκλογές του 1992 και το τέλος της αποκαλούμενης Πρώτης Δημοκρατίας.
Ομως και στις τρεις ζωές του ο Μπερλουσκόνι προσέθεσε κάτι πρωτότυπο και πολύ προσωπικό, σύμφωνα πάντα με τον Ετσιο Μάουρο: «Το ένστικτο του αουτσάιντερ, που συνυπήρχε με την πολιτική ευνοιοκρατία και τη σκοτεινή κάλυψη (της μαφίας και της μασονικής στοάς P2) που του εξασφάλιζε την εύνοια του λαού, στους κόλπους του οποίου γινόταν αντιληπτός και ως άνθρωπος του νόμου και της τάξης και ως αμφισβητίας του παραδοσιακού κατεστημένου» εξηγεί ο αρθρογράφος της La Repubblica.
Από αυτή την άποψη μπορεί αναμφίβολα να ειπωθεί ότι ο Μπερλουσκόνι προαισθάνθηκε το παγκόσμιο κύμα λαϊκισμού και την επέλαση της εγωκεντρικής και έτοιμης για όλα σύγχρονης Δεξιάς του Ντόναλντ Τραμπ, με τον «Καβαλιέρε» να επιδεικνύει πρώτος μια πρωτοφανή εχθρότητα για τις ελίτ, μια απόλυτη αδιαφορία για την κυρίαρχη κουλτούρα, μια τάση για παραβίαση των όποιων κανόνων, μια αποστροφή για την πολιτική ορθότητα, πολλά χρόνια πριν από τον αμερικανό πρώην πρόεδρο.
Πλέον, αυτά αποτελούν «θεμελιώδη στοιχεία του τραμπισμού. Ολα, όμως, είχαν προβλεφθεί στο Αρκορε και δοκιμαστεί στο υπερδραστήριο εργαστήριο του μπερλουσκονισμού, που εφάρμοζε τη μέθοδο της τηλεοπτικής αναδημιουργίας στην πολιτική, πραγματοποιώντας κάθε φορά το ασυνήθιστο και επιβεβαιώνοντας τη μόνιμη ανωμαλία του “Καβαλιέρε”, που αποτελούσε σκάνδαλο για τους αντιπάλους του και εγγύηση αντικομφορμισμού για τους οπαδούς του» συνοψίζει ο Ετσιο Μάουρο.