Εναν χρόνο μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γκριγκόρι Τρουμπετσκόι, επικεφαλής του τμήματος Εγγύς Ανατολής του υπουργείου Εξωτερικών της αυτοκρατορικής Ρωσίας, έγραψε πως «πολλοί Σέρβοι πιστεύουν ειλικρινά ότι είναι το πρώτο έθνος στον κόσμο και ότι έχουν τον καλύτερο στρατό στο Ευρώπη. Το ίδιο σκέφτονται για τη λογοτεχνία και την παιδεία τους».
Στην παρούσα φάση η Μόσχα διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το Βελιγράδι ως μέρος της αντιδυτικής εξωτερικής πολιτικής της, αλλά στο τέλος εξυπηρετεί συγκεκριμένα δικά της συμφέροντα. Από την πλευρά της η Σερβία εξισορροπεί τη σχέση της με τη Ρωσία με δεσμούς με τις Δυτικές δημοκρατίες και την Κίνα, σε μια προσπάθεια να μεγιστοποιήσει την ελευθερία κινήσεων που έχει.
Στο «εντυπωσιακό», σύμφωνα με τους Financial Times, βιβλίο του βρετανού ιστορικού με ειδίκευση στην πρώην Γιουγκοσλαβία παρουσιάζεται η ιστορία της Σερβίας, από τους απελευθερωτικούς πολέμους κατά της οθωμανικής κυριαρχίας στις αρχές του 19ου αιώνα έως τη ναζιστική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία το 1941.
Για τη συγγραφή του ο Μάρκο Αττίλα Χόαρ βασίστηκε σε δικές του έρευνες αλλά και σε πλήθος μελετών σέρβων ιστορικών. Πρόκειται για μια περιεκτική ιστορία της Σερβίας, λεπτομερή όσο και διεισδυτική, με σημαντικό μέρος της να είναι αποκαλυπτικό όσον αφορά τις τρέχουσες πολιτικές συνθήκες στη χώρα αλλά και στα Βαλκάνια γενικότερα: «Παρά την αναμφισβήτητη πρόοδο μετά την πτώση του κομμουνισμού, η περιοχή υποφέρει από τη διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα και το έλλειμμα δημοκρατίας, σε συνδυασμό με εθνοτικές, εδαφικές και ιστορικές διαμάχες και αντιπαλότητες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων» συνοψίζει ο Τόνι Μπάρμπερ, αρθρογράφος των Financial Times επί ευρωπαϊκών ζητημάτων.
Ο καναδός ιστορικός, γνωρίζοντας πολύ καλά πόσο ευάλωτη ήταν η Αλβανία εκείνη την περίοδο των «αρπακτικών ευρωπαϊκών δικτατοριών» και των «ταραχοποιών δημοκρατιών», στο σύντομο ιστορικό πόνημά του παρουσιάζει τη φύση αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «επιβίωση ενός μικρού κράτους».
Λαμβάνοντας υπόψη αμφότερα τα βιβλία, ο αρθρογράφος των Financial Times υποστηρίζει πως είναι ιδανικά για αναγνώστες που εξακολουθούν να τείνουν να θεωρούν, στερεοτυπικά, τα Βαλκάνια ως ανεπανόρθωτα οπισθοδρομικά και χειμαζόμενα από δυσεπίλυτες συγκρούσεις.
Οι πόλεμοι, τα οικονομικά δεινά και οι μακροχρόνιες περίοδοι εσωτερικής καταστολής που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ιστορία της Σερβίας και της Αλβανίας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό «στην επισφαλή ανεξαρτησία που πέτυχε κάθε κράτος στη μέση μιας ασταθούς γειτονιάς και υπό τον εκφοβισμό μεγαλύτερων ξένων δυνάμεων. Σήμερα η ένταξη στην ΕΕ μπορεί να βοηθήσει – αλλά παρά τη νέα ώθηση πίσω από το σχέδιο διεύρυνσης του μπλοκ, καμία χώρα δεν φαίνεται έτοιμη, ή στην περίπτωση της Σερβίας ακόμη και πρόθυμη, να εισέλθει στο κλαμπ σύντομα» σημειώνει ο Τόνι Μπάρμπερ.
Οσον αφορά τη Σερβία, για τους ηγέτες της ένας σταθερός στόχος τον 19ο και τον 20ό αιώνα δεν ήταν απλώς να εδραιώσουν την ανεξαρτησία της χώρας, αλλά να επεκτείνουν την εθνική επικράτεια, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η ενσωμάτωση των διάφορων σερβικών κοινοτήτων ανά τα Βαλκάνια σε έναν κράτος.
Ο Μάρκο Ατίλα Χόαρ, καθηγητής Ιστορίας στη Σχολή Επιστήμης και Τεχνολογίας του Σεράγεβο, εξηγεί ότι αυτός ο στόχος δημιούργησε αρκετές δυσκολίες. Καταρχάς πολλοί Σέρβοι συμβίωναν με άλλους λαούς, οπότε κατέστησαν πιθανές οι συγκρούσεις με γειτονικά κράτη.
Δεύτερον, παρά το γεγονός πως η Σερβία χαρακτήριζε ως Σέρβους όλους τους νότιους σλάβους, ορισμένοι εξ αυτών (οι Βορειομακεδόνες και οι μουσουλμάνοι Βόσνιοι είναι ενδεικτικές περιπτώσεις) είτε δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως Σέρβοι είτε δεν ήθελαν να κυβερνώνται από το Βελιγράδι. Το ίδιο ίσχυε και για τους Αλβανούς, οι οποίοι δεν είναι Σλάβοι, αλλά ζούσαν σε περιοχές τις οποίες εποφθαλμιούσε η Σερβία — κυρίως το Κόσοβο, το ιστορικό λίκνο της σερβικής ταυτότητας, σύμφωνα με το Βελιγράδι τότε.
«Εδώ βρίσκονται οι ρίζες των σημερινών προβλημάτων σχετικά με το Κόσοβο, το οποίο κατέκτησε η Σερβία το 1912, ενώ από το 2008 είναι ανεξάρτητο, αν και δεν έχει αναγνωριστεί από το Βελιγράδι. Παρομοίως, η ενσωμάτωση της Κροατίας μετά το 1918 στο Βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων –το γιουγκοσλαβικό κράτος που πολλοί στο Βελιγράδι θεωρούσαν ως ένα είδος Μεγάλης Σερβίας– οδήγησε σε μόνιμες, συχνά βίαιες εντάσεις μεταξύ Σέρβων και Κροατών» σημειώνει ο Μπάρμπερ.
Στο βιβλίο του ο Χόαρ αναδεικνύει και ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο: καθώς η Σερβία επεκτεινόταν, «τα νεοαποκτηθέντα εδάφη αύξησαν το πεδίο των καθεστώτων για αυθαίρετη, αυταρχική συμπεριφορά». Η δημοκρατία πολύ συχνά θυσιαζόταν στον βωμό της εθνικής ιδέας, όπως συνέβη και τη δεκαετία του 1990, μετά τη διάλυση της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας, όταν ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς επιδίωξε να ενσωματώσει όλους τους Σέρβους σε ένα κράτος, καταπατώντας κατάφωρα τις δημοκρατικές αξίες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η παρουσίαση της συνωμοσίας του 1903, που οδήγησε στη δολοφονία του βασιλιά Αλέξανδρου Α’ της Σερβίας και της συζύγου του Ντάγκα Μασίν, μιας πρώην κυρίας επί των τιμών. Ο Χόαρ παραθέτει την άποψη της σέρβας ιστορικού Ντουμπράφκα Στογιάνοβιτς, σύμφωνα με την οποία «εκείνο το έγκλημα του 1903 ήταν το ιδρυτικό έγκλημα» της σύγχρονης Σερβίας.
Η δολοφονία του βασιλιά προανήγγειλε τη διακοινοτική βία στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και, στη συνέχεια, της δεκαετίας του 1990, καθώς και τη δολοφονία το 2003 του Ζόραν Τζίντζιτς, ενός σπάνιου μετακομμουνιστικού παραδείγματος ρεφορμιστή φιλελεύθερου ηγέτη, που έγινε πρωθυπουργός της Σερβίας.
«Μια αρχή που καθιερώθηκε από το πραξικόπημα του 1903 θα κρεμόταν σαν κατάρα πάνω από τη Σερβία: με στόχο την επίτευξη “πατριωτικών” στόχων, αντικειμενικά εγκληματικές πράξεις μπορούσαν να εκτελούνται νόμιμα χωρίς να λογοδοτούν οι δράστες» γράφει ο βρετανός ιστορικός στο βιβλίο του.
Οσον αφορά την Αλβανία και τον πρώτο και τελευταίο βασιλιά της, ο Ρόμπερτ Οστιν, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, παρατηρεί ότι ο Αχμέτ Ζόγου, ο οποίος υπηρέτησε ως υπουργός Εσωτερικών, πρωθυπουργός και πρόεδρος πριν αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς το 1928, έκανε ελάχιστα για τον εκσυγχρονισμό της Αλβανίας αλλά πέτυχε «να δολοφονήσει σχεδόν όλους τους αντιπάλους του, τις περισσότερες φορές φανερά, σε ξένες χώρες».
Δεν ήταν παραληρηματικός ρήτορας όπως ο Χίτλερ ή ο Μουσολίνι, αλλά ήταν γνωστός για την «οκνηρία και την αγάπη του για τη μεγαλοπρέπεια». Οταν έκρινε ότι χρειαζόταν μια «βασίλισσα», ιδανικά Αμερικανίδα, δημοσίευσε μια αγγελία στον Τύπο: «Ο Βασιλιάς της Αλβανίας, Αχμέτ Ζογ Α’, αναζητά μια σύζυγο από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που να είναι επίσης ανεξάρτητα εύπορη. Ενώ ένα επίπεδο ομορφιάς είναι χρήσιμο, το ετήσιο εισόδημα που απαιτείται για τη Βασίλισσα είναι 1 εκατομμύριο δολάρια τον χρόνο».
Ωστόσο, παρά όλα τα λάθη και τα ελαττώματά του, ο πρώτος και τελευταίος βασιλιάς της Αλβανίας δεν ήταν τόσο τυραννικός όσο ο Ενβέρ Χότζα, ο σταλινιστής που κυβέρνησε την Αλβανία από το 1944 έως το 1985, απομονώνοντάς την από τον κόσμο και κερδίζοντας τη φήμη του πιο μοχθηρού κομμουνιστή δικτάτορα της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Οστιν πιστώνει επίσης στον Ζογ και στους Αλβανούς γενικά την άρνησή τους να συμμετάσχουν στη μαζική δίωξη των Εβραίων από τους Ναζί – σε αντίθεση με άλλους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του 1940.
«Τρομερά δεινά και κακή διακυβέρνηση σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της Σερβίας και της Αλβανίας και οι λαοί και των δύο χωρών αξίζουν σίγουρα ένα καλύτερο μέλλον. Τα βιβλία του Χόαρ και του Οστιν είναι εξαιρετικά αναγνώσματα για το πώς τα τραύματα του παρελθόντος έχουν αφήσει βαθιά ίχνη σε κάθε χώρα» καταλήγει ο Τόνι Μπάρμπερ ολοκληρώνοντας τη διπλή βιβλιοπαρουσίασή του.