Σεισμό στη βιομηχανία των ειδών πολυτελείας προκάλεσε τις προηγούμενες ημέρες ο δεύτερος μεγαλύτερος κολοσσός του κλάδου στον κόσμο, η γαλλική Kering, προειδοποιώντας για αποτελέσματά της κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, καθώς αναμένει μείωση των πωλήσεών της κατά 10%.
Το γεγονός απασχόλησε ιδιαίτερα τα ιταλικά ΜΜΕ καθώς το επίκεντρο του σεισμού είναι η Gucci (η οποία αποτελεί το διαμάντι της Kering) καθώς τα έσοδά της αναμένεται να καταρρεύσουν κατά 20% μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου. Στην παρούσα φάση η Gucci βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση, αναμένοντας την πλήρη κυκλοφορία (μεταξύ τέλους της άνοιξης και αρχών καλοκαιριού) των νέων συλλογών Gucci Ancora του Σάμπατο ντε Σάρνο, νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του περίφημου ιταλικού οίκου.
Ζήτημα για την Gucci αποτελεί κυρίως η επιβράδυνση των πωλήσεων στην Κίνα και στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, όπου το καταναλωτικό κοινό ειδών πολυτελείας εκτιμούσε ιδιαίτερα τον τέως καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου Αλεσάντρο Μικέλε. Ο Σάμπατο ντι Σάρνο διαδέχθηκε τον Αλεσάντρο Μικέλε μόλις τον Ιανουάριο του 2023 και οι πρώτες δημιουργίες των νέων συλλογών του άρχισαν να διατίθενται σε επιλεγμένα καταστήματα στα μέσα του προηγούμενου μήνα.
Ο κολοσσός του οποίου ηγείται ο Φρανσουά-Ανρί Πινό απέκτησε πρόσφατα τον οίκο αρωμάτων Creed καθώς και το 30% του οίκου Valentino, εμπλουτίζοντας περαιτέρω την εξαιρετικά πλούσια συλλογή οίκων που κατέχει, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι Saint Laurent, Balenciaga και Alexander McQueen. Ωστόσο η Gucci εξακολουθεί να είναι με διαφορά η πιο σημαντική μάρκα της Kering (αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ των εσόδων της) ενώ και η αμέσως επόμενη, η Saint Laurent, παρουσίασε επίσης σημάδια επιβράδυνσης κατά τη διάρκεια του 2023.
«Σε αντίθεση με όσα ανακοίνωσε η Kering πριν από έναν μήνα με αφορμή τα αποτελέσματα του 2023 σχετικά με την καλή υποδοχή της νέας συλλογής Gucci Ancora, η στιλιστική μετάβαση θα πάρει χρόνο», επισημαίνουν οι αναλυτές της JP Morgan, κρίνοντας πως η εναλλαγή μεταξύ νέων και παλαιών συλλογών Gucci θα συνεχίσει να εμποδίζει τη συνολική αύξηση των πωλήσεων και των κερδών του ομίλου Kering. «Η μετάβαση σε έναν νέο οίκο Gucci αναμένεται να είναι δύσκολη», υποστήριξαν επίσης αναλυτές του ομίλου χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Oddo BHF.
Αναμενόμενα οι προειδοποιήσεις της Kering είχαν άμεσο αντίκτυπο στην αξία της μετοχής της, η οποία την περασμένη Τετάρτη στο χρηματιστήριο του Παρισιού έφτασε να υποχωρεί έως και 15%, κλείνοντας, τελικά, με -11,9%, στα 375,20 ευρώ, γεγονός που κόστισε στον όμιλο περί τα επτά δισεκατομμύρια ευρώ της χρηματιστηριακής του αξίας.
Τα προβλήματα της Kering θορύβησαν και τους κύριους ανταγωνιστές της, την LVHM και την Hermés (των οποίων οι μετοχές επίσης κινήθηκαν πτωτικά το πρωί της Τετάρτης), καθώς είναι αλήθεια πως διάφορες μάρκες πολυτελείας αισθάνονται τις επιπτώσεις μιας γενικής επιβράδυνσης των πωλήσεων σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές, όχι μόνο στην Κίνα και στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, αλλά και στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με μια έκθεση της Citi, στα τέλη Φεβρουαρίου, τα δεδομένα χρήσης πιστωτικών καρτών από περισσότερους από 10 εκατομμύρια πλούσιους Αμερικανούς έδειξαν πτώση 15% στις δαπάνες για είδη πολυτελείας, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2022.
Φυσικά, δεδομένης της επιβράδυνσης της κατανάλωσης ειδών πολυτελείας, οι προσδοκίες για το πρώτο τρίμηνο του 2024 δεν είναι οι καλύτερες. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ειδικούς της Bernstein, σε ένα γενικό κλίμα αβεβαιότητας, ορισμένες μάρκες ενδέχεται να επωφεληθούν σε βάρος άλλων – η αλλαγή δημιουργικού διευθυντή στην Gucci, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ευνοήσει τον Dior (ιδιοκτησίας LVHM) και την Prada – ενώ διαχρονικές μάρκες όπως οι Chanel και Loro Piana εκτιμάται πως θα επηρεαστούν οριακά από μια αλλαγή στις καταναλωτικές τάσεις.
Στην πραγματικότητα περισσότερο πλήττεται η αποκαλούμενη «προσιτή πολυτέλεια» παρά τα όποια πανάκριβα είδη. Επιπλέον, εδώ και χρόνια πλέον, παρατηρείται μια στροφή των καταναλωτών προς λιγότερο χτυπητές μάρκες, τύπου Brunello Cucinelli, σε βάρος πιο διάσημων εμπορικών σημάτων όπως η Burberry και η Versace.