Σε διάστημα 50 ετών, ο βραζιλιάνος φωτογράφος Σεμπαστιάο Σαλγκάδο ταξίδεψε σε περισσότερες από 120 χώρες, διατηρώντας για πάντα με τις εικόνες του γεγονότα όπως οι πυρκαγιές στο Κουβέιτ και η γενοκτονία της Ρουάντα, και αποτυπώνοντας κοινότητες εργατών, μεταναστών και ιθαγενών κοινοτήτων σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, αυτός ο άνθρωπος, που είναι σαν να γεννήθηκε για να βγάζει φωτογραφίες, παραλίγο να εγκαταλείψει το επάγγελμά του στο απόγειο της καριέρας του· μετά τις εμπειρίες του από πρώτο χέρι από τη γενοκτονία στη Ρουάντα, ο Σαλγκάδο έπεσε σε τέτοια κατάθλιψη από όσα είχε δει, που ένιωσε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει.
«Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας στη Ρουάντα», είπε ο Σαλγκάδο στην Βερόνικα Εσποζίτο του Guardian, που επισκέφθηκε την έκθεσή του στη Νέα Υόρκη, «έκανα ένα βιβλίο για την έξοδο, τη μετανάστευση. Αυτό που είδα εκεί ήταν τόσο βίαιο, που αρρώστησα. Ενιωθα κατάθλιψη, η υγεία μου δεν ήταν καλή. Πήγα να δω έναν γιατρό-φίλο, ο οποίος μου είπε “πεθαίνεις, πρέπει να σταματήσεις αυτό που κάνεις”. Eτσι σταμάτησα, πήγα στη Βραζιλία και πήρα την απόφαση να εγκαταλείψω τη φωτογραφία, να γίνω αγρότης και να δουλεύω τη γη».
Από εκείνη τη δημιουργική κρίση γεννήθηκε το «Instituto Terra» του Σαλγκάδο, ένα οικολογικό κέντρο σε ένα κατεστραμμένο πρώην ράντσο στην πολιτεία Μίνας Ζεράις της Βραζιλίας. Από το 1998, ο Σαλγκάδο και η σύζυγός του, Λέλια Ντελουίζ Βανίκ Σαλγκάδο, έχουν επιβλέψει την αναδάσωση της περιοχής, φυτεύοντας εκατομμύρια δέντρα και αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες και τεχνολογία για την αποκατάσταση της γης, που έχει καταστραφεί από την αποψίλωση των δασών.
Το «Instituto Terra» είναι τώρα ο δικαιούχος μιας πολυτελούς νέας έκθεσης φωτογραφιών του Σαλγκάδο, με τίτλο «Sebastião Salgado: Magnum Opus», που διοργανώθηκε από τον οίκο Sotheby’s και φιλοξενείται στα κεντρικά γραφεία του στη Νέα Υόρκη μέχρι τις 12 Οκτωβρίου.
«Το ίδρυμά μας πρέπει να συνεχίσει», λέει ο Σαλγκάδο, «έτσι [η σύζυγός μου Λέλια κι εγώ] πήραμε την απόφαση να κάνουμε μια δωρεά. Ο Sotheby’s μας πρόσφερε ένα καταπληκτικό δώρο και το 100% αυτών των χρημάτων πηγαίνει στο κληροδότημα για το Instituto. Ελπίζουμε ότι όλες τις φωτογραφίες θα πουληθούν και τα έσοδα θα φτάσουν τα περίπου 2,6 εκατ. δολάρια».
Το «Magnum Opus» είναι η μεγαλύτερη ατομική έκθεση φωτογραφίας, που έχει πραγματοποιήσει ποτέ ο Sotheby’s, συγκεντρώνοντας έργα από την 40χρονη καριέρα του Σαλγκάδο. Και είναι ευκαιρία να δει κανείς συγκεντρωμένες μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του φωτογράφου· ανάμεσά τους εκτίθεται το εντυπωσιακό πλάνο ενός λασπωμένου εργάτη, που σκύβει από εξάντληση καθώς τραβάει ένα βαρύ φορτίο από το χρυσωρυχείο Σέρα Πελάντα· δύο μέλη της κοινότητας των ιθαγενών Μίξε στην πολιτεία Οαξάκα του Μεξικού έχουν τα χέρια απλωμένα κοιτάζοντας τα σύννεφα σαν να πρόκειται να πετάξουν μακριά· και πρόσφυγες από τον λιμό της Αιθιοπίας του 1983-85 συνωστίζονται γύρω από έναν τεράστιο κορμό δέντρου, ενώ θεϊκές ακτίνες του ήλιου διεισδύουν διαγώνια γύρω τους.
Η έκθεση προέκυψε από τον ενθουσιασμό, που προκάλεσε το «Amazônia», το πιο πρόσφατο project του Σαλγκάδο, για το οποίο πέρασε έξι χρόνια περπατώντας μέσα στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου και έζησε ανάμεσα σε 12 διαφορετικές φυλές φωτογραφίζοντας μέλη τους. «Οταν πρωτοπήγα στην Αμαζονία, φοβόμουν λίγο», λέει ο Σαλγκάδο, «Πώς θα μπορούσα να συνεργαστώ με αυτές τις κοινότητες χωρίς να καταλαβαίνω τη γλώσσα; Ηταν μάλλον 2.000 ή 3.000 χρόνια μακριά μου, εντελώς απομονωμένοι σε αυτό το δάσος. Ηταν καταπληκτικό. Φτάνοντας εκεί, σε λιγότερο από δύο ώρες ένιωσα σαν στο σπίτι μου, γιατί βρισκόμουν στη δική μου κοινότητα, την κοινότητα του homo sapiens».
Το «Magnum Opus» περιλαμβάνει το εντυπωσιακό πορτρέτο της Μπέλα Γιαβαναουά από το χωριό Μούτουμ: μια τεράστια κόμμωση περιβάλλει το πρόσωπο και το στήθος της, ενώ το πρόσωπό της είναι βαμμένο με οδοντωτές γραμμές, που είναι σαν να ξεπηδούν από τα διαπεραστικά της μάτια. Εκτίθεται επίσης ένα οικογενειακό πορτρέτο μελών της φυλής Πίνα Κορούμπο, που τραβήχτηκε αφού ο Σαλγκάδο είχε περάσει τρία χρόνια αναπτύσσοντας τη σχέση του μαζί τους. «Για να φωτογραφίσεις χρειάζεσαι χρόνο», λέει στον Guardian ο σπουδαίος φωτογράφος, «πρέπει να πας στις κοινότητες, πρέπει να συζητήσεις πράγματα μαζί τους, πρέπει να ενσωματωθείς. Ζεις με τους ανθρώπους και γίνεσαι μέρος της κοινότητας».
Είτε είναι το κοντινό πορτρέτο μιας νεαρής ιθαγενούς γυναίκας, που κοιτάζει με δύναμη την κάμερα (επάνω), είτε η νατουραλιστική φωτογραφία ενός άνδρα, ενώ ζωγραφίζει την πλάτη μιας γυναίκας, που έχει τα μαλλιά της στολισμένα με λουλούδια (κάτω), φαίνεται ότι σε όλη την Αμαζονία ισχύει αυτό για το οποίο επιμένει ο Σαλγκάδο: ότι υπάρχουν περισσότερα που μας ενώνουν από αυτά που μας χωρίζουν. «Οταν φωτογράφιζα ζώα, ήταν δύσκολο, γιατί προσπαθούσα να καταλάβω τη λογική τους», λέει ο Σαλγκάδο στον Guardian. «Αλλά η συνεργασία με ανθρώπους, ήταν ευκολότερη, γιατί δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ μας», προσθέτει.
Στην έκθεση υπάρχει επίσης μια πλούσια επιλογή από την παγκόσμια σειρά «Genesis» για τη δημιουργία της οποίας χρειάστηκαν οκτώ χρόνια. Εκείνο το διάστημα, ο φωτογράφος απομακρύνθηκε από τον κόσμο του ανθρώπινου μόχθου, που είχε καθορίσει την καριέρα του μέχρι τότε, για να ρίξει το βλέμμα του σε παρθένες περιοχές της φύσης. Πρόκειται για εντυπωσιακές, θεϊκές όψεις τεραστίων εκτάσεων γης, με τον Σαλγκάδο να εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά σύννεφα, ομίχλες, τόνους και φωτισμό για να δώσει σε αυτές τις εικόνες μια επική αίσθηση.
«Για το “Genesis” πήγα να δω τι ήταν παρθένο στον πλανήτη», λέει στον Guardian ο βραζιλιάνος φωτογράφος. «Στο παρελθόν είχα φωτογραφίσει μόνο ένα ζώο, τον άνθρωπο, και τώρα πήγαινα να φωτογραφίσω όλα τα είδη των ζώων. Μέσα από αυτή τη δουλειά μεταμορφώθηκα σε περιβαλλοντολόγο», προσθέτει.
Ανάμεσα στις πιο εντυπωσιακές εικόνες της σειράς «Genesis» είναι μια φωτογραφία της απομακρυσμένης οροσειράς Μπρουκς στη βόρεια Αλάσκα, καθώς και μια εικόνα με πύργους πάγου στην Ανταρκτική, που αψηφούν τη βαρύτητα, μια tour-de-force σύνθετου φωτισμού και τεχνικής ακριβείας· επίσης υπάρχει η γοητευτική εικόνα μιας ομάδας πιγκουίνων που περιμένουν στη σειρά για να πέσουν στον ωκεανό από ένα παγόβουνο βαθιά στον νότιο Ατλαντικό· υπάρχει ακόμη το στοιχειωμένο, μελανό μαύρο πορτρέτο μιας λεοπάρδαλης, που κοιτάζει την αντανάκλασή της καθώς σκύβει πάνω από μια λιμνούλα για να πιει νερό (κάτω), και ένα ακραία κοντινό πλάνο του χεριού ενός ιγκουάνα, που μοιάζει με ανθρώπινο χέρι μέσα σε πανοπλία.
Αναλογιζόμενος τη δημιουργία της φωτογραφίας του ιγκουάνα, ο Σαλγκάδο αναφωνεί: «Οταν πηγαίνεις [στα νησιά Γκαλάπαγκος], βλέπεις όλα τα αδέρφια σου! Λέω “αδέρφια” γιατί όταν έκανα αυτή τη φωτογραφία, συνειδητοποίησα ότι είναι ακριβώς το χέρι ενός πολεμιστή του Μεσαίωνα. Είναι ακριβώς το ίδιο! Και εκείνη τη στιγμή, κοιτάζοντας μέσα από το φακό μου, κατάλαβα ότι το ιγκουάνα ήταν συγγενής μου».
Σχεδιασμένο για να μιμείται την αίσθηση μιας έκθεσης σε μουσείο και με καθηλωτική μουσική επιλεγμένη από τους Σεμπαστιάο και Λέλια Σαλγκάδο, το «Magnum Opus» είναι μια πολύ φιλόδοξη έκθεση, που μεταφέρει τους επισκέπτες της μακριά από το πυκνό αστικό περιβάλλον της Νέας Υόρκης. «Βρίσκομαι στο τμήμα φωτογραφίας του Sotheby’s από το 2007 και δεν έχω δει ποτέ έργο τέτοιου μεγέθους και σημασίας», είπε στη Βερόνικα Εσποζίτο η αντιπρόεδρος του οίκου, Εμιλι Μπίρμαν, «Είναι πέρα από αυτό που κάνουμε σε καθημερινή βάση σχεδιάζοντας μια έκθεση προς πώληση. Πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό project», τόνισε.
Ο πιο σημαντικός, ίσως, από τους πολλούς λόγους για τους οποίους πρέπει κανείς να δει την έκθεση «Magnum Opus» είναι ότι αυτές οι φωτογραφίες εμπνέουν συναισθήματα που δεν νιώθουμε συχνά, γράφει στον Guardian η Εσποζίτο. Κοιτάζοντας το έργο του Σαλγκάδο, έχεις μια αίσθηση σύνδεσης με τους ανθρώπους και τα ζώα που κατοικούν στον κόσμο γύρω μας, καθώς και ευγνωμοσύνη για τη λαμπρότητα που υπάρχει σε όλη τη Γη, σημειώνει.
«Τα συναισθήματα που ένιωσα πιο βαθιά κοιτάζοντας το έργο του Σαλγκάδο ήταν ευγνωμοσύνη και θαυμασμός», της είπε η Μπίρμαν, «Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί έξω στον οποίο έχει αφιερώσει τη ζωή του και οι φωτογραφίες του σε ταξιδεύουν. Εχω μια αίσθηση δέους, έκπληξης και ευγνωμοσύνης για το έργο του».