Οι παλιοί Αθηναίοι τον θυμούνται να δίνει τις παραστάσεις του στο Θησείο και την Πλατεία Κοτζιά. Οσοι ήταν παιδιά όταν τον πρωτοείδαν, δεν ξέχασαν, ποτέ, την έκπληξη που τους είχε προκαλέσει η εξωπραγματική του δύναμη. Οι μεγαλύτεροι, πιο καχύποπτοι, προσπαθούσαν να εντοπίσουν τα «τρικ» πίσω από τους άθλους του. Αλλά, ο θρυλικός μασίστας που τον έλεγαν «Σαμψών» δεν είχε άλλο μυστικό πέρα από την ατσάλινη θέληση -«που όλα τα μπορεί», όπως ο ίδιος τόνιζε στις συνεντεύξεις του- και την ανάγκη του μεροκάματου.
Η Αθήνα υπήρξε η βάση του, όμως τα θέατρα των επιδείξεών του ήταν παντού: όπου υπήρχαν πλατείες, πάρκα και Ελληνες. Γύρισε την Ελλάδα δεκάδες φορές, πόλεις και χωριά, ενώ περιόδευε συχνά και στο εξωτερικό: Κύπρο, Τουρκία, Μέση Ανατολή, Αφρική. Σε ένα από τα ταξίδια του, στο Ισραήλ, κάποιοι τον φώναξαν «Σαμψών». Του άρεσε, και το κράτησε ως παρατσούκλι. Το πραγματικό του όνομα -Γιάννης Κεσκελίδης ή Κεσκιλίδης- το γνώριζαν μόνον οι πολύ κοντινοί του άνθρωποι.
Εμοιαζε με Σαμψών. Οχι μόνο λόγω της σωματικής του ρώμης, αλλά και στην εμφάνιση. Είχε κατάμαυρη γενειάδα, μακρύ μαλλί και άφηνε ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού του. Τη μυθική του δύναμη, όμως, δεν την αντλούσε από την πλούσια κόμη του. Την απέκτησε δουλεύοντας σκληρά από 13 ετών παιδί στα ανθρακωρυχεία Πεζά, στην Καλογρέζα. Ο ίδιος έλεγε ότι την κληρονόμησε από τον παλαιστή παππού του, τον Παύλο, έναν Πόντιο που δεν πρόλαβε να ακολουθήσει την οικογένειά του στο δρόμο του ξεριζωμού από την Τραπεζούντα. Τον σκότωσαν οι Τούρκοι, επειδή νίκησε σε κάποιον αγώνα που έπρεπε να χάσει…
Ο σύγχρονος Σαμψών γεννήθηκε στην Καλαμαριά το 1929, επτά χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ηταν πολύ μικρός ακόμη, όταν οι γονείς του αναζήτησαν την τύχη τους στην Αθήνα. Το θείο του χάρισμα το ανακάλυψε στα 14, στη διάρκεια της Κατοχής, όταν ένας 18χρονος γερµανός στρατιώτης τον προκάλεσε να παλέψουν – κι έγινε ρεζίλι στους συναδέλφους του. Ο μικρός τον κατατρόπωσε. Γράφτηκε στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, στο τμήμα ελευθέρας πάλης. Ονειρευόταν να γίνει αθλητής. Αλλά, η ζωή δεν του άφηνε επιλογές. Επρεπε, ό,τι έκανε, να φέρνει λεφτά στο σπίτι: μια παράγκα στο Νέο Ηράκλειο.
Η ιδέα του ήρθε την περίοδο που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, στις αρχές των ’50s. Αφού η επίδειξη της δύναμής του συγκέντρωνε γύρω του ένα ολόκληρο στρατόπεδο, θα ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα και για τους πολίτες. Τόσο, ώστε να πληρώσουν μερικές δεκάρες για να τη θαυμάσουν. Ετσι, όταν απολύθηκε, άρχισε τις παραστάσεις του. Και τι δεν είδε ο κόσμος από αυτόν! Εσερνε λεωφορεία, λύγιζε πέταλα αλόγων, μασούσε πρόκες, έσκιζε τηλεφωνικούς καταλόγους, έσπαγε τσιμεντόλιθους με το κεφάλι, ή μάρμαρα με βαριοπούλα πάνω στο στομάχι του, λυνόταν από τις αλυσίδες του σαν να ήταν κλωστές…
Μάτωνε, και τα αίματα ήταν αληθινά. Πονούσε, αλλά μπορούσε να αντέξει τα πάντα για το χειροκρότημα – και για τα χρήματα που θα εξασφάλιζαν στα παιδιά του μια ζωή καλύτερη από τη δική του. Σε συνέντευξή του στη «Μηχανή του Χρόνου», το 2005, είχε αποκαλύψει πως από τα πολλά χτυπήματα στο κεφάλι είχε κοντύνει οκτώ ολόκληρους πόντους. Οταν περνούσαν φορτηγά από πάνω του, έβγαζε κιλά αίμα: από το στόμα, τα αυτιά και τη μύτη. Είχε σπάσει έναν σπόνδυλο, και τα πλευρά του αρκετές φορές.
Η κανονική του δουλειά ήταν μεταφορέας. Του είχαν προτείνει να γίνει «μπράβος», ή να κάνει «πόρτα» σε νυχτερινά μαγαζιά, με πολλά λεφτά. Εκείνος, όμως, προτίμησε τον δύσκολο δρόμο, από το να μπλέξει με τον υπόκοσμο. Με τον ιδρώτα και το αίμα του, στην κυριολεξία, σπούδασε την κόρη του (τεχνολόγο ιατρικών εργαστηρίων) και τον γιο του (τεχνολόγο ραδιολογίας – ακτινολογίας), κι έβγαλε μια σύνταξη για να ζήσει στα γεράματά του με τη γυναίκα του, την αγαπημένη του Κυριακή. Την είχε γνωρίσει στην Κατερίνη, το 1971, στη διάρκεια μιας περιοδείας του. Οταν την έχασε, πριν από λίγα χρόνια, αυτός ο «γίγαντας» που δεν λύγισε ποτέ, κατέρρευσε.
Κλείστηκε μαζί με τις αναμνήσεις του στο σπιτάκι που ζούσε από το 1966, στη Νέα Ιωνία. Σύντομα, όμως, τις έχασε κι αυτές. Εβλεπε τα κατορθώματά του στις φωτογραφίες, αλλά δεν τα θυμόταν. Ο «Ηρακλής του μεροκάματου», ίσως ο τελευταίος γνήσιος λαϊκός ήρωας, έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση τον Φεβρουάριο του 2014. Παρέδωσε τα βραβεία στους νικητές του αγώνα δρόμου που διοργάνωσε προς τιμήν του ο Δήμος Νέας Ιωνίας.
Πέθανε το Σάββατο από πνευμονία, έπειτα από ολιγοήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο «Αγία Ολγα». Ο Γιάννης ο Σαμψών δεν ήθελε να ζήσει άλλο, χωρίς την Κυριακή, χωρίς τους φίλους του -τον Τζίμι τον Τίγρη, τον Αρμάο, τον Γιώργο Τρομάρα- και χωρίς τον κόσμο που τον αποθέωνε. «Εφυγε» με ένα παράπονο. Στο τέλος της καριέρας του, όταν η ζωή των Ελλήνων είχε γίνει πολύ πιο εύκολη, ελάχιστοι απ’ όσους συγκεντρώνονταν για να χαζέψουν τους άθλους του έριχναν ένα κέρμα στον ανοιχτό του χαρτοφύλακα.