Τον Μάρτιο, όταν ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού, ο Σαλμάν Ρούσντι περίμενε τη δημοσίευση του νέου μυθιστορήματός του «Quichotte». Η Νέα Υόρκη, όπου ζει μόνιμα τα τελευταία 20 χρόνια, έγινε τότε το τρομακτικό κέντρο του ιού στις ΗΠΑ: «Ήταν πολύ άσχημα εδώ, ήταν τρομακτικά», λέει ο Ρούσντι στην βρετανική Telegraph. «Αρρώστησα πολύ νωρίς, την πρώτη μέρα που είχα πυρετό, ήταν οι Ειδοί του Μαρτίου. Ήμουν τυχερός που δεν χρειάστηκε να πάω στο νοσοκομείο. Εκείνες τις ημέρες η μετάβαση στο νοσοκομείο ήταν πολύ επικίνδυνη«.
«Ήμουν τυχερός που δεν επηρέασε την αναπνοή μου, ειδικά γιατί ως 73χρονος, ανήκω σε κατηγορία υψηλού κινδύνου. Ως μακροχρόνια πάσχων από άσθμα, ανησυχούσα πολύ μήπως φτάσει στο στήθος μου. Είχα πυρετό επί δύο εβδομάδες που έφτασε στους 39,7ο C και μετά επανήλθε στο φυσιολογικό. Κυρίως ένιωσα πολύ εξασθενημένος σωματικά», λέει ο Ρούσντι.
Μια πρόσφατη εξέταση αίματος επιβεβαίωσε ότι έχει αντισώματα στον ιό. Εκ των υστέρων, αποδείχτηκε ότι ήταν πιο επικίνδυνο από ό,τι υπέθεσε ο ίδιος στην αρχή: «Η τραγωδία είναι τόσο μεγάλης κλίμακας που φαίνεται σχεδόν άσκοπο να πω ότι κι εγώ δεν ήμουν καλά. Καθώς περνά ο καιρός, όμως, συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο πόσο τυχερός ήμουν».
Για ευνόητους λόγους, η συνέντευξη του Ντάνκαν Γουάιτ της Telegraph με τον Σαλμάν Ρούσντι έγινε μέσω Zoom. Και το βασικό θέμα της ήταν η καθυστερημένη κυκλοφορία του «Quichotte», του λαμπρού 14ου μυθιστορήματος του διάσημου συγγραφέα. Στην οθόνη μοιάζει να είναι απόλυτα υγιής, εμψυχωμένος και έτοιμος να βάλει τα γέλια.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ζωή επιστρέφει επιτέλους σε μια κανονικότητα, γράφει ο Γουάιτ. Ακόμα, όμως, και όταν είχε πια αναρρώσει εντελώς, ο Ρούσντι διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να γράψει, και εγκατέλειψε ένα προσχέδιο 120 σελίδων για ένα μυθιστόρημα. Ωστόσο, μόλις ξεκίνησε ένα νέο project, και μια εβδομάδα μετά την συνέντευξη στην Telegraph, ήταν ένας από τους 153 συγγραφείς, ακαδημαϊκούς και καλλιτέχνες, που υπέγραψαν μια ανοικτή επιστολή στο περιοδικό Harper’s με τίτλο «Επιστολή για την Δικαιοσύνη και τον Ανοιχτό Διάλογο» («A Letter on Justice and Open Debate»), «ενάντια στη δημόσια διαπόμπευση και τον εξοστρακισμό».
Να σημειωθεί ότι την επιστολή υπογράφουν προσωπικότητες εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικά, όπως οι Νόαμ Τσόμσκι και Φράνσις Φουκουγιάμα, Μάργκαρετ Άτγουντ, Μάρτιν Έιμις, και η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, που κατηγορείται για τρανσοφοβικές θέσεις, η ηγέτιδα του φεμινιστικού κινήματος της δεκαετίας του 1970 Γκλόρια Στάινεμ, διάσημοι κριτικοί όπως ο Γκρέιλ Μάρκους, διάφοροι γνωστοί αρθρογράφοι γνώμης καθώς και αρκετοί αφροαμερικανοί διανοούμενοι όπως η ιστορικός Νελ Ίρβιν Πάιντερ, αλλά και ο πρώην καθηγητής και πρύτανης της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ, Ρόναλντ Σάλιβαν Τζούνιορ, ο οποίος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του, εξαιτίας των διαμαρτυριών που προκάλεσε ο ρόλος του ως συνηγόρου υπεράσπισης του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν.
Ο Ρούσντι δήλωσε ότι «οι άγριες προσωπικές επιθέσεις εναντίον όσων υπογράφουν την επιστολή κάνουν το θέμα της πολύ πιο εύγλωττο». Ετσι, ως συγγραφέας και διανοούμενος, ο Ρούσντι βρίσκεται και πάλι στο στοιχείο του.
Κάποιοι εξάλλου ίσως σκεφτούν ότι ήταν καλύτερα προετοιμασμένος από άλλους για το lockdown, δεδομένου ότι το φοβερό φετφά που είχε εκδώσει τον Φεβρουάριο του 1989 ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, μετά την κυκλοφορία των «Σατανικών Στίχων», τον ανάγκασε να περάσει μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1990 σε ασφαλή σπίτια.
Ο συγγραφέας όμως το αρνείται: «Το να δέχεται κάποιος απειλές για τη ζωή του δεν είναι καθόλου το ίδιο με τη χιονοστιβάδα θανάτου γύρω σου. Νιώθω ότι κατάφερα να επιζήσω από μια μεγάλη παγκόσμια τραγωδία, αυτό που μου είχε συμβεί δεν ήταν καθόλου το ίδιο», λέει.
Ο συγγραφέας τονίζει ακόμη ότι «δεν ήταν ώρα για να γράφεις, ήταν ώρα να παρατηρείς, να κοιτάζεις και να ακούς. Και τώρα με το δεύτερο θέμα των αντιρατσιστικών διαδηλώσεων το ένιωσα ακόμη περισσότερο. Ηταν ώρα να δώσουμε προσοχή σε ό, τι έλεγαν άλλοι άνθρωποι».
Το «Quichotte» (προφέρεται Κισότ, σε μας είναι ο Κιχώτης) είναι ένα πολύ σύγχρονο μυθιστόρημα, που αντιμετωπίζει τον ρατσισμό πιο άμεσα από ό,τι τα προηγούμενα έργα του Ρούσντι. Μάλιστα κατά παράξενο τρόπο, η καθυστέρηση στην κυκλοφορία του το έκανε ακόμη πιο επίκαιρο.
«Πράγματι είναι ότι πιο ξεκάθαρο έχω γράψει για τον ρατσισμό», λέει στην Telegaph, «Νομίζω ότι με όλα όσα συμβαίνουν στην Αμερική είναι αδύνατο να μην ασχοληθούμε με το φυλετικό ζήτημα, και με τα πρόσφατα γεγονότα το περιεχόμενο του βιβλίου ταιριάζει ακόμα περισσότερο».
Εκ πρώτης όψεως, το μυθιστόρημα μοιάζει με λογοτεχνικό παιχνίδι, μια παιχνιδιάρικη μοντέρνα εκδοχή του «Δον Κιχώτη» με έναν Ινδιάνο Αμερικανό, που χάνει το μυαλό του καθώς είναι εθισμένος στην τηλεόραση, και ξεκινάει μαζί με τον γιο του Σάντσο ένα ταξίδι στους δρόμους της Αμερικής, με την απίθανη επιθυμία να κατακτήσει την καρδιά μιας διάσημης ηθοποιού. Είναι ένα πλούσιο pastiche (συνονθύλευμα), που παραπέμπει στον Ιονέσκο, τον Βολτέρο, στις «Περιπέτειες του Πινόκιο» και στο «Το Ζεν και η τέχνη συντήρησης της μοτοσικλέτας», ξεκάθαρα φανταστικό, με έναν γρύλο που μιλάει και μαστόδοντες που μεταμορφώνονται. Επιπλέον, η ιστορία του «Quichotte» γράφεται στην πραγματικότητα από τον Μπράδερ, έναν μέτριο συγγραφέα κατασκοπικών μυθιστορημάτων, ο οποίος κωδικοποιεί τη δική του βιογραφία στην ιστορία του Κισότ.
Στην πραγματικότητα, το «Quichotte» είναι ένα μυθιστόρημα με βαρύτητα τόσο προσωπική όσο και πολιτική. Η αναζήτηση του Κισότ μπορεί να είναι παράλογη, αλλά υπάρχει ένα πάθος στην προσπάθειά του να γίνει καλός πατέρας του Σάντσο. Ο Ανίς, ο πατέρας του Ρούσντι, ήταν ένας αλκοολικός ο οποίος δεν ενέκρινε το επάγγελμά που διάλεξε ο γιος του και, όπως αναφέρει λεπτομερώς στη αυτοβιογραφία του «Τζόζεφ Αντον» που κυκλοφόρησε το 2012, μόνο στο τέλος της ζωής του Ανίς βελτιώθηκε η σχέση τους.
«Στη συναισθηματική καρδιά του βιβλίου βρίσκεται το ζήτημα των διαφορετικών ειδών αγάπης. Όχι η ρομαντική αγάπη, αλλά η αγάπη που υπάρχει στις οικογένειες: πατέρες και γιοι, αδελφοί και αδελφές, και τι μπορεί να πάει στραβά μεταξύ τους, και αν αυτό μπορεί να διορθωθεί», λέει ο Ρούσντι ο οποίος έχει δύο γιους, τον Ζάφαρ και τον Μίλαν, 40 και 23 ετών αντίστοιχα: «Η σχέση μου με τους γιους μου είναι αρκετά καλή, νομίζω, αλλά η σχέση μου με τον πατέρα μου ήταν πολύ κακή για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου, και ξανάγινε καλή ακριβώς στο τέλος. Ήθελα να γράψω και για τις δύο αυτές εμπειρίες», αποκαλύπτει.
Ίσως ακόμη πιο συναισθηματικά περίπλοκος είναι ο τρόπος που διαλέγει ο Ρούσντι να απεικονίσει την συμφιλίωση του Μπράδερ με την αποξενωμένη αδελφή του: «Έχω μια αδερφή που ζει στο Λονδίνο, έναν χρόνο μικρότερη από μένα, που ήταν ο πιο κοντινός άνθρωπος που είχα στη ζωή μου. Είχαμε πάντα αυτό το αίσθημα της πραγματικής σύνδεσης. Ήθελα να φανταστώ πώς θα ήταν αν δεν ήταν έτσι, αν ήταν μια κακή σχέση, και άρχισα να νιώθω πόσο οδυνηρό μπορεί να είναι και πώς μπορείς να το διορθώσεις», λέει.
Στο βιβλίο, υπάρχει, όμως και το ζήτημα του ρατσισμού. Καθώς ο Κισότ και ο Σάντσο ταξιδεύουν στις ΗΠΑ, αντιμετωπίζουν την προκατάληψη σε κάθε στροφή, είτε βρίσκονται σε μια μικρή πόλη στο Κάνσας είτε στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, όπου ο Σάντσο ξυλοκοπείται από μια ομάδα λευκών ανδρών με επαγγελματικά κοστούμια, και κομμένα λουριά γύρω από το λαιμό τους: «Ήθελα απλά να ρωτήσω “ποιος άφησε ελεύθερα τα σκυλιά;” Είναι η ιδέα της βάρβαρης συμπεριφοράς που εξαπολύεται κυριολεκτικά αυτή τη στιγμή. Μερικές φορές ο καλύτερος τρόπος για να χρησιμοποιήσετε μια μεταφορά είναι να την περιγράψετε κυριολεκτικά. Νομίζω ότι είναι μια τρομακτική σκηνή. Ήθελα να πω απλά ότι αυτό δεν συμβαίνει στην Αμερική της εργατικής τάξης. Τα καλά αγόρια δεν ζουν μόνο στο Κάνσας, είναι παντού», λέει ο συγγραφέας.
Ανέκαθεν ο Ρούσντι προτιμούσε να ξέρει τι σκέφτονται οι άνθρωποι, ακόμα κι αν έτσι απογυμνώνονται οι άσχημες πλευρές της φύσης μας. Λυπάται για το διαχωρισμό της κοινωνίας που υπάρχει στις μέρες μας. Η αισιοδοξία του Κισότ είναι εκεί για να δείξει τη σκληρότητα και την εχθρότητα της Αμερικής στην οποία κατοικεί. Αλλά πιστεύει επίσης ότι οι αντιρατσιστικές διαμαρτυρίες δείχνουν ένα καλύτερο μέλλον για την «υιοθετημένη» πατρίδα του.
«Έχω την αίσθηση ότι κάτι έχει πραγματικά αλλάξει», λέει ο διάσημος συγγραφέας, «Ο πληθυσμός στο σύνολό του έχει συνειδητοποιήσει το φυλετικό ζήτημα στην Αμερική με έναν τρόπο που θα μπορούσε να ξεχαστεί. Ένα μεγάλο τμήμα του λευκού πληθυσμού βρέθηκε στη θέση να συμπεριφέρεται σαν να μην ήταν μεγάλο πρόβλημα. Για τον μαύρο πληθυσμό δεν είναι κάτι καινούργιο, πάντα συνέβαινε. Η δολοφονία του Φλόιντ φαίνεται ότι ήταν ένα κρίσιμο σημείο, αλλά σαν προφήτης δεν είμαι καλός», λέει ο Ρούσντι και για μια στιγμή σταματάει, πριν πει: «Είχα πρόβλημα με τους προφήτες στην εποχή μου»…