Το 2008, η άφιξη στην Προβηγκία χολιγουντιανών σταρ όπως ο Μπραντ Πιτ και η Αντζελίνα Τζολί, που έδωσαν πάνω από 40 εκατ. ευρώ για να αγοράσουν έναν αμπελώνα, προκάλεσε ενθουσιασμό στους ντόπιους. Τώρα πια, όμως, κάποιοι αναρωτιούνται αν είναι πράγματι καλό να αγοράζονται τα αμπέλια από διάσημους και μεγιστάνες του πλούτου.
Από τη μία πλευρά, η εισροή ηθοποιών, σκηνοθετών και βιομηχάνων, που αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους την τελευταία δεκαετία φτιάχνοντας κρασί στην Προβηγκία, δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου ζήτηση για τις ετικέτες της περιοχής, και ιδίως για τα ροζέ της. Από την άλλη, όμως, η τιμή της γης έχει ανέβει τόσο πολύ, ώστε λίγοι ντόπιοι έχουν πλέον τη δυνατότητα να αγοράσουν ή ακόμη και να τη μεταβιβάσουν στα παιδιά τους, δεδομένου του υπερβολικού φόρου κληρονομιάς που έχει προκαλέσει η αύξηση των τιμών, γράφει στους The Times ο ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στο Παρίσι, Ανταμ Σέιτζ.
«Γίνεται πολύ περίπλοκο για τους νέους οινοποιούς», δήλωσε ο Σιλβέν Οντεμάρ, αναπληρωτής πρόεδρος του Αγροτικού Επιμελητηρίου στο Βαρ, το διαμέρισμα που βρίσκεται στην καρδιά του κρασιού της Προβηγκίας. Ο Οντεμάρ είπε ότι το «παραδοσιακό μοντέλο», με μερικές δωδεκάδες οικογενειακών αμπελώνων γύρω από κάθε χωριό, δεν απειλήθηκε τόσο πολύ από τους σταρ, αλλά από τους ομίλους πολυτελών ειδών, που τους ακολούθησαν με την ελπίδα να κεφαλαιοποιήσουν τη νέα φήμη των κρασιών της περιοχής. «Αυτοί οι όμιλοι και οι επενδυτές μάς φοβίζουν», είπε, «Φοβόμαστε ότι θα συντρίψουν τα πάντα στο δρόμο τους».
Για πολύ καιρό, η Προβηγκία βρισκόταν στο τελευταίο σκαλί της γαλλικής οινοπαραγωγής, χωρίς να απολαμβάνει καμία εκτίμηση για το φθηνό κρασί της. Η εκτίμηση ήταν όλη συσσωρευμένη σε περιοχές όπως το Μπορντό και η Βουργουνδία, όπου οι ιδιοκτήτες αμπελώνων παραδοσιακά θεωρούσαν υποτιμητικό να κάνουν κάτι τόσο «χυδαίο»… όπως το ροζέ.
Αλλά μετά οι πλούσιοι και διάσημοι του κόσμου ενδιαφέρθηκαν για τους αμπελώνες της Προβηγκίας. Το 1997, ο λόρδος και η λαίδη Μπάμφορντ αγόρασαν το Château Léoube, και το 1999, ο σερ Τζέιμς και η λαίδη Ντάισον αγόρασαν το Domaine des Rabelles. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Ντέιβιντ και η Βικτόρια Μπέκαμ απέκτησαν το Domaine Saint-Vincent, αλλά το πούλησαν το 2016.
Ακολούθησαν άλλοι, όπως ο Τζορτζ Λούκας, και ο Τζορτζ και η Αμάλ Κλούνεϊ, που οι φήμες λένε ότι το περασμένο καλοκαίρι πλήρωσαν 8 – 10 εκατ. ευρώ για το Domaine du Canadel.
Ο Οντεμάρ δεν έχει τίποτα εναντίον τους: «Είναι συχνά άνθρωποι, που προσελκύονται από την ομορφιά του Βαρ, που θέλουν να ζήσουν δίπλα στη θάλασσα και να χαλαρώσουν. Δεν ενδιαφέρονται τόσο για τα οικονομικά της οινοποίησης», λέει, επισημαίνοντας ωστόσο: «Η τάση εξελίσσεται και αυτό που βλέπουμε τώρα είναι η άφιξη ομίλων από τον τομέα των ειδών πολυτελείας, που επενδύουν εκατομμύρια ευρώ στο Βαρ».
Το κρασί της Προβηγκίας συνδέεται πλέον με τους υπερπλούσιους, και οι αμπελώνες της περιοχής έχουν αποκτήσει ενδιαφέρον για ομίλους όπως ο LVMH, που ανήκει στον γάλλο μεγιστάνα Μπερνάρ Αρνό, που σύμφωνα με τον Forbes είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο.
Ο όμιλος LVMH αγόρασε δύο αμπελώνες στην Προβηγκία για να τους προσθέσει σε ένα χαρτοφυλάκιο το οποίο περιλαμβάνει ήδη οίκους σαμπάνιας και κρασιού Μπορντό. Ακολούθησε ο οίκος υψηλής ραπτικής Chanel, που απέκτησε, επίσης, δύο αμπελώνες στην περιοχή. Ο Οντεμάρ δήλωσε ότι βοήθησαν στη βελτίωση της ποιότητας των κρασιών της Προβηγκίας, αλλά και της φήμης τους. Σύμφωνα με δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, ωστόσο, η αξία των αμπελώνων της Προβηγκίας έχει αυξηθεί εντυπωσιακά με τις τιμές να φθάνουν έως και τα 300.000 ευρώ το εκτάριο (30.000 ευρώ το στρέμμα).
Προσφορές που… δεν μπορείς να αρνηθείς
Μικροί ανεξάρτητοι οινοπαραγωγοί διαθέτουν τώρα αμπελώνες αξίας εκατομμυρίων ευρώ και δέχονται επίμονες προσφορές από επενδυτές. Ο Ματιέ ντε Βουλφ, ο οποίος έχει δύο αμπελώνες στην Προβηγκία, το Domaine du Jas d’Esclans και το Château de Vaucouleurs, δήλωσε στην εφημερίδα: «Με πλησιάζουν κάθε έξι μήνες και έχω ήδη πει όχι σε δύο προσφορές που δεν θα μπορούσε να αρνηθεί κανείς».
Ο Οντεμάρ προσθέτει: «Οταν έχεις παλιούς αμπελώνες που ανήκουν στην οικογένεια εδώ και επτά ή περισσότερες γενιές και ξαφνικά αξίζουν 2 εκατ. ευρώ ή περισσότερο, μερικές φορές είναι αδύνατο [να αρνηθείς μια προσφορά]». Ακόμη και οι οικογένειες που επιθυμούν να συνεχίσουν την οινοποίηση αναγκάζονται, εξάλλου, να πουλήσουν λόγω του φόρου κληρονομιάς, ο οποίος βασίζεται στην αξία της γης, λένε παρατηρητές.
Πέντε διάσημα κτήματα της Προβηγκίας
- Domaine Saint Jean de Villecroze: αγοράστηκε το 2018 από τον βρετανό μεγιστάνα και καλλιεργητή πατάτας, Γουίλιαμ Τσέιζ. Διαθέτει έναν αμπελώνα με έκταση περίπου 15 εκτάρια (150 στρέμματα) και παράγει περίπου 80.000 φιάλες τον χρόνο.
- Château de Miraval: Αγοράστηκε το 2011 από τον Μπραντ Πιτ και την Αντζελίνα Τζολί. Ο αμπελώνας έχει έκταση περίπου 50 εκτάρια (500 στρέμματα) και παράγει περίπου 100.000 φιάλες ετησίως.
- Château Rêva: αγοράστηκε το 2019 από τον γάλλο δισεκατομμυριούχο ωρολογοποιό Ρισάρ Μιλ. Εχει 37 εκτάρια αμπελιών (370 στρέμματα) και παράγει 180.000 φιάλες τον χρόνο.
- Château Margüi: αγοράστηκε το 2017 από τον σκηνοθέτη Τζορτζ Λούκας. Διαθέτει περίπου 15 εκτάρια (150 στρέμματα) με αμπέλια και παράγει περίπου 65.000 φιάλες τον χρόνο.
- Château du Galoupet: αγοράστηκε το 2019 από τον όμιλο ειδών πολυτελείας LVMH. Εχει περίπου 68 εκτάρια (680 στρέμματα) αμπέλων και παράγει περίπου 480.000 φιάλες ετησίως.
Χλωμό, ροζ και συνήθως βαρετό
Ολοι ερωτεύονται τον Νότο της Γαλλίας, ωστόσο αυτές τις μέρες γενναίοι δισεκατομμυριούχοι επενδύουν πολλά εκατομμύρια ευρώ σε αμπελώνες, προσδοκώντας βέβαια να βγάλουν πολύ περισσότερα. Οπως και γενιές καλλιτεχνών, συγγραφέων και ηθοποιών πριν από αυτούς, τους προσελκύει το φως, το κλίμα και η απόλυτη ομορφιά της Προβηγκίας, ωστόσο αυτή η γωνιά στο νοτιοανατολικό άκρο της Γαλλίας δεν είναι ακριβώς τόπος παραγωγής κρασιού.
Στη συντριπτική του πλειονότητα, γράφει η Τζέιν ΜακΚουίτι, οινοκριτικός των βρετανικών The Times, το κρασί της Προβηγκίας είναι αχνό ροζ, ξηρό και, για να είμαστε ειλικρινείς βαρετό κρασί, που πωλείται με την ονομασία Côte de Provence, ή το λιγότερο αξιόλογο Coteaux d’Aix en Provence. Παράγεται κυρίως από την ποικιλία Grenache και λιγότερο από την Cinsaut. Πιο πρόσφατα, τοπικές ποικιλίες σταφυλιών όπως η Rolle, πιο γνωστή ως Vermentino, Mourvedre και Tibouren έχουν βελτιώσει τα πρότυπα, όπως και οι ποικιλίες Syrah και Cabernet Sauvignon.
Ωστόσο, η επιλογή, οι χαμηλότερες αποδόσεις, και η ζύμωση και η παλαίωση σε δρύινα βαρέλια έχουν οδηγήσει σε μια νέα και απίστευτα γευστική εποχή κομψού ροζέ, με επικεφαλής το Chateau d’Esclans του Σασά Λισίν. Το Garrus, το πιο ακριβό ροζέ του Λισίν, κοστίζει περίπου 100 ευρώ το μπουκάλι, δηλαδή είναι πέντε φορές πιο ακριβό από το Miraval των Μπραντζελίνα, το πιο διάσημο ροζέ της Κυανής Ακτής.
Σε κάθε περίπτωση, το μήνυμα, σύμφωνα με την ΜακΚουίτι, είναι ότι οι δισεκατομμυριούχοι, που θέλουν να βγάλουν ένα δισεκατομμύριο από κρασί στην Προβηγκία πρέπει να ξεκινήσουν με δύο…