Η ελληνική κοινή γνώμη επιδεικνύει μία ιδιαίτερη συμπάθεια προς τον πρόεδρο της Ρωσίας. Βέβαια, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Σε διεθνή κλίμακα (Pew Research Center – Αύγουστος 2017) η Ελλάδα είναι η πιο ρωσόφιλη χώρα της Ευρώπης και σε παγκόσμιο επίπεδο ανταγωνίζεται χώρες όπως το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες και η Τανζανία.
Στην πρόσφατη έρευνα της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (24-25 Μαΐου 2018) ο Βλαντίμιρ Πούτιν, συγκριτικά με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ και την καγκελάριο της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ, θεωρείται με διαφορά η πιο ισχυρή προσωπικότητα (58,5%), ο πιο συμπαθής (48%), ότι έχει τα πιο θετικά χαρακτηριστικά (47%) και ότι θα ταίριαζε καλύτερα στη χώρα μας (39,5%). Το εντυπωσιακότερο; Εστω και με βραχεία κεφαλή, θεωρείται και ο πιο αξιόπιστος. Οι αριθμοί αυτοί σοκάρουν τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς που δυσκολεύονται να αντιληφθούν πώς σκεφτόμαστε ως λαός. Πώς γίνεται ένας αυταρχικός ηγέτης να θεωρείται τόσο δημοφιλής σε μια δημοκρατική χώρα; Μια σειρά από υποθέσεις έχουν διατυπωθεί για τη ρωσόφιλη στάση των ελλήνων πολιτών.
Μάλλον όχι. Παρότι ο προσανατολισμός της χώρας έχει τα τελευταία χρόνια αμφισβητηθεί, δεν έχει αλλάξει. «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Μοιραζόμαστε το ίδιο νόμισμα με πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ, λαμβάνουμε σημαντική υποστήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ιδιαίτερα στον κυκεώνα της οικονομικής κρίσης, ενώ οι πιο τακτικοί συνομιλητές των ελλήνων πολιτικών αρχηγών είναι οι ευρωπαίοι ηγέτες. Ομως πόσο καλά εμπεδωμένη είναι αυτή η αντίληψη από την ελληνική κοινή γνώμη;
Αρκετά, καθώς το 52% του πληθυσμού θέτει ως βασική προτεραιότητα την εμβάθυνση των σχέσεων με την ΕΕ και την ενίσχυση των δεσμών της με τα κράτη-μέλη της. Ομως ένα διόλου αμελητέο 21% προκρίνει την ενίσχυση των δεσμών με τη Ρωσία. Ετσι, από τη μία πλευρά μια «ρηχή» ρωσοφιλία αρκείται στην εκδήλωση συναισθημάτων συμπάθειας προς τον πρόεδρο Πούτιν και γενικότερα συναισθημάτων φιλικών προς τη Ρωσία, από την άλλη όμως η «βαθιά» ρωσοφιλία προχωράει περισσότερο και προκρίνει την ενίσχυση των σχέσεων Ελλάδας και Ρωσίας έναντι των δεσμών με την ΕΕ. Είναι εύλογο να σκεφθεί κανείς πως το ποσοστό της βαθιάς ρωσοφιλίας (21%) μπορεί να θεωρηθεί υπολογίσιμο και δυνάμει απειλητικό.
Ρωσοφιλία και ζήτημα ονομασίας της ΠΓΔΜ
Η έρευνα της Μονάδας Ερευνών, αναδεικνύει και το εξής παράδοξο. Στο σύνολο του πληθυσμού, πάνω από 6/10 θέτουν ως κυρίαρχο μέλημα τη σταθερότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αντίθετα, 23,5% θεωρεί πως η βασική μας στόχευση πρέπει να είναι το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Ομως όσοι προκρίνουν την ενίσχυση των σχέσεων με τη Ρωσία, έναντι του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, τοποθετούν ως βασική προτεραιότητα το ονοματολογικό με στατιστικά σημαντικά υψηλότερα ποσοστά (28,5%) από τον μέσον όρο του πληθυσμού. Εντυπωσιακό, εάν αναλογιστούμε πως η Ρωσία ήταν η πρώτη μεγάλη χώρα που αναγνώρισε την ΠΓΔΜ σαν «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Συνδέονται τα δύο εκ πρώτης όψεως διαφορετικά ζητήματα, η στοχευμένη ρωσοφιλία και το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ; Φαίνεται πως όχι μόνο συνδέονται αλλά αποκαλύπτουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της μιας από τις «δύο Ελλάδες» που χαρακτηρίζουν τον πολιτισμικό δυϊσμό της χώρας, όπως αυτός έχει περίπου προσδιοριστεί από τον Νικηφόρο Διαμαντούρο. Αυτή η «κουλτούρα των μη προνομιούχων» (underdog culture) συνδέει τη ρωσοφιλία με την αδιαλλαξία στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.
Οσο δεξιότερα τοποθετείται κάποιος στον άξονα «Αριστερά – Δεξιά» τόσο σημαντικότερο θεωρεί το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ («το όνομα είναι η ψυχή μας»). Παρόμοια είναι η εικόνα της ρωσοφιλίας. Οσο δεξιότερα τόσο θετικότερο το ισοζύγιο υπέρ του προσανατολισμού προς τη Ρωσία. Η πιο «φιλοευρωπαϊκή στάση» παρατηρείται ανάμεσα σε όσους τοποθετούν τον εαυτό τους στην Κεντροαριστερά.
Οπως ήταν αναμενόμενο, το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ συγκινεί περισσότερο τους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας. Εκεί, όμως, αισθητά υψηλότερα είναι και τα ποσοστά όσων εκτιμούν πως η χώρα μας θα πρέπει να ενδυναμώσει τους δεσμούς της με τη Ρωσία έναντι των υπόλοιπων εναλλακτικών επιλογών (23% στη Βόρεια Ελλάδα, έναντι 16% στην Αττική). Σε παρόμοια αναλογία, όσο χαμηλότερο το μορφωτικό επίπεδο τόσο μεγαλύτερη η αξία που αποδίδεται στο όνομα. Επίσης, όσο υψηλότερο το επίπεδο της εκπαίδευσης τόσο περιορίζονται τα ρωσόφιλα συναισθήματα.
Συμπερασματικά, η βαθιά ρωσοφιλία δεν εκφράζει απλώς «μια θετική άποψη» για τη Ρωσία αλλά μια εικόνα και μια αντίληψη για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας. Πόσο ανησυχητική μπορεί να είναι η βαθιά ρωσοφιλία; Πολύ. Οπως -πολλές φορές- έχει διαφανεί τελευταία, όταν η παρόρμηση και ο συναισθηματισμός της κοινής γνώμης επικρατούν, δημιουργούνται οι ιδανικές προϋποθέσεις εκμετάλλευσής της από τους κάθε λογής διαθέσιμους δημαγωγούς, με μακροχρόνιες συνέπειες που μάλλον δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για το πόσο αρνητικές μπορεί να είναι.
* Ο Γιώργος Σιάκας είναι ο Διευθυντής Ερευνών της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας