«Κερδίζει ο Πούτιν;» To ερώτημα στο εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του Economist, το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ που έσπευσαν να το αναπαράγουν, αποτελεί μία δημοσιογραφική υπερβολή. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει η Μάρτα Ντασού σε ανάλυσή της στη La Repubblica.
Η ιταλίδα πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός που έχει διατελέσει δις υφυπουργός Εξωτερικών της πατρίδας της, υποστηρίζει πως η ιδέα ότι η Ρωσία κερδίζει στην Ουκρανία είναι καταρχάς εσφαλμένη αλλά και επικίνδυνη, καθώς θα μπορούσε να συμβάλει εμμέσως στην αποδυνάμωση της δυτικής υποστήριξης προς το Κίεβο, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και κρίσιμη περίοδο.
Σύμφωνα με την ιταλίδα ειδικό το ερώτημα του Economist εξυπηρετεί κυρίως τον Βλαντίμιρ Πούτιν, δεδομένου ότι ο ρώσος πρόεδρος είναι πεπεισμένος ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του και ποντάρει στη διαφαινόμενη «κόπωση» της Δύσης, αναμένοντας, παράλληλα, την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.
Συγχρόνως, όμως, αποτελεί γεγονός πως στη δημοκρατική Δύση τα ΜΜΕ μπορούν να θέτουν τα όποια ερωτήματα επιθυμούν και να τιτλοφορούν τα δημοσιεύματά τους κατά το δοκούν, όπως αναγνωρίζει, φυσικά, η Μάρτα Ντασού. Ωστόσο θεωρεί πως τα ευρωπαϊκά κράτη δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει πως μετέχουν εμμέσως σε έναν πόλεμο ιδιαίτερα κρίσιμο για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Επιστρέφοντας στο βασικό ερώτημα – «Κερδίζει ο Πούτιν;» – γράφει πως «η σωστή απάντηση είναι πως έχει ήδη χάσει σε σχέση με τα αρχικά σχέδια», δεδομένου ότι η Μόσχα δεν κατάφερε να εγκαταστήσει μια κυβέρνηση ανδρεικέλων στο Κίεβο, ούτε, φυσικά, να εξαλείψει την εθνική ταυτότητα της Ουκρανίας και των πολιτών της ενώ το να τεθεί η χώρα στο σύνολό της υπό τον έλεγχο της Ρωσίας αποτελεί εδώ και καιρό ανέφικτο στόχο.
Η περιβόητη «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», που επρόκειτο να διαρκέσει λίγες εβδομάδες, εάν όχι μέρες, μετατράπηκε σε παρατεταμένο πόλεμο φθοράς, στο πλαίσιο του οποίου, ο επικεφαλής του Κρεμλίνου, μετά τη δεδομένη του επικράτηση στις προεδρικές εκλογές του 2024, κατά πάσα πιθανότητα θα υποχρεωθεί να κηρύξει μια νέα μερική, έστω, επιστράτευση.
Στην παρούσα φάση ο κύριος στόχος των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία είναι να ολοκληρωθεί η κατάληψη του Λουγκάνσκ και του Ντονμπάς που άρχισε το 2014. Η Ντασού σημειώνει πως από αυτήν την άποψη είναι αλήθεια πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν «δεν χάνει»: η ουκρανική αντεπίθεση δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και αυτό σημαίνει πως η μακροχρόνια κατοχή του 15-18% της επικράτειας της Ουκρανίας από τη Ρωσία αποτελεί, πλέον, συγκεκριμένη δυνατότητα. «Ουσιαστικά η Ρωσία εν μέρει έχει ήδη ηττηθεί και εν μέρει θα μπορούσε να “νικήσει” όσον αφορά πιο περιορισμένους στόχους», συνοψίζει η ιταλίδα επιστήμονας και πολιτικός στην ανάλυσή της.
Επικαλούμενη τον κορυφαίο βρετανό ιστορικό (με ειδίκευση στην στρατηγική και στην εξωτερική πολιτική) Λόρενς Φρίντμαν, γράφει πως εάν αύριο υπογραφόταν εκεχειρία, η Ρωσία θα καταλάμβανε ένα τμήμα της ουκρανικής επικράτειας, αλλά σίγουρα μικρότερο σε σχέση με ό,τι είχε κατά νου ο Πούτιν την 24η Φεβρουαρίου του 2022, όταν διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία.
Συγχρόνως, όμως, η Μόσχα δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την περαιτέρω προσέγγιση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ (το οποίο διευρύνθηκε και ενισχύθηκε χάρη στον πόλεμο του Πούτιν) και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία έως την 15η Δεκεμβρίου θα πρέπει να αποφασίσει πώς και πότε θα αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με το Κίεβο.
Επιπλέον στη Ρωσία διακρίνονται, πλέον, κάποια σημάδια αμφιταλάντευσης, με το γνωστό ρωσικό κέντρο μελετών Yuri Levada να αναφέρει πως μια μικρή πλειοψηφία πιστεύει πλέον ότι η συνέχιση του πολέμου περισσότερο ζημιώνει παρά ωφελεί τη Ρωσία.
Οπως συνοψίζει η Μάρτα Ντασού στο άρθρο της, η κόπωση του πολέμου δεν αφορά μόνον τους δυτικούς συμμάχους της Ουκρανίας, αφορά επίσης τους πολίτες της Ρωσίας: «η Μόσχα έχασε έναν τεράστιο αριθμό στρατιωτών τον περασμένο Νοέμβριο. Ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται κατά 70%, η πολεμική οικονομία εδραιώνεται και η Μόσχα στρέφεται προς την Κίνα, μια χώρα που οι Ρώσοι δεν αγάπησαν ποτέ», αναφέρει ενδεικτικά.
Οσον αφορά τις εξελίξεις στο μέτωπο, ο Λόρενς Φρίντμαν προβλέπει πως κατά τη διάρκεια του χειμώνα θα πολλαπλασιαστούν οι ρωσικές επιθέσεις κατά των ενεργειακών υποδομών της Ουκρανίας ενώ την άνοιξη του 2024 οι ρωσικές δυνάμεις θα επιχειρήσουν μια μεγάλη αντεπίθεση. Οι συνθήκες στο πεδίο καθιστούν ελάχιστα πιθανό το ενδεχόμενο να παγώσει η σύρραξη. Προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί ένα παρατεταμένο τέλμα το οποίο, ωστόσο, δεν παρατηρείται στην Ουκρανία και αυτό σημαίνει πως ο πόλεμος θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη.
Για την Ουκρανία, όπου το χάσμα ανάμεσα στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και τους στρατηγούς του είναι πλέον ξεκάθαρο, το διακύβευμα είναι τεράστιο, τόσο ώστε οποιαδήποτε υποχώρηση να φαίνεται αδύνατη. Οπως η Μόσχα, έτσι και το Κίεβο είναι σε θέση να μην ηττηθεί αλλά δεν έχει την ικανότητα να επικρατήσει, δηλαδή να ανακτήσει τον έλεγχο του συνόλου των εδαφών της Ουκρανίας.
Ο ουκρανικός λαός δοκιμάζεται πολύ σκληρά από τον πόλεμο, όπως καταδεικνύουν, μεταξύ πολλών άλλων, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Κίεβο στη στρατολόγηση νέων. Η Ουκρανία αυξάνει την εγχώρια στρατιωτική παραγωγή, αλλά εξακολουθεί να εξαρτάται από τα πολεμοφόδια της Δύσης ενώ ολοένα πιο επιτακτικά προβάλλει η ανάγκη να καταστεί αξιόμαχη η χώρα και στους αιθέρες (με τα F-16 που έταξαν στον Ζελένσκι χώρες της Δύσης).
«Το πιο πιθανό σενάριο —με δύο μέρη που ούτε κερδίζουν ούτε χάνουν εντελώς— είναι ένα κορεατικού ή γερμανικού τύπου αποτέλεσμα του περασμένου αιώνα: μια Δυτική Ουκρανία υπό την προστασία του ΝΑΤΟ και στραμμένη προς την Ευρώπη, με τμήματα της επικράτειάς της υπό τον ντε φάκτο έλεγχο της Ρωσίας», καταλήγει η Μάρτα Ντασού.
Σε αυτό το πλαίσιο η Δύση καλείται να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, συνεχίζοντας να συνδράμει, στρατιωτικά και οικονομικά, το Κίεβο ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να βρει την κατάλληλη φόρμουλα ώστε να καταστεί δυνατή η προσχώρηση της Ουκρανίας. «Εάν η ΕΕ διχαστεί στο ζήτημα της διεύρυνσης με βέτο, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα επικυρώσει το τέλος των ψευδαισθήσεων σχετικά με μια “γεωπολιτική” Ευρώπη. Και η ρωσική πρόκληση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια θα καταστεί ακόμη πιο σοβαρή», προειδοποιεί η ιταλίδα αναλύτρια.