Στον μικρόκοσμο του ελληνικού κρασιού μόλις πει κάποιος «Ρωξάνη» ξέρουν όλοι σε ποιο πρόσωπο αναφέρεται. Πράγματι, «μία είναι η Ρωξάνη, αγαπητή, αξιοσέβαστη, ένα άτομο το οποίο χαίρει εκτίμησης σε όλη την Ελλάδα», όπως είπε ο Ντίνος Στεργίδης στην εκδήλωση που οργανώθηκε προς τιμήν της Ρωξάνης Μάτσα στον κήπο της Fuga στο Μέγαρο Μουσικής.
Η εκδήλωση ήταν αφιερωμένη στο εξαιρετικό έργο που έχει κάνει μέχρι τώρα η σπουδαία αμπελουργός και οινοποιός της Κάντζας και στη Μαλαγουζιά Μάτσα, μια από τις καλύτερες μαλαγουζιές του ελληνικού αμπελώνα που τιμήθηκε πρόσφατα με χρυσό μετάλλιο στον Διεθνή Διαγωνισμό Οίνου Θεσσαλονίκης.
Για την ακρίβεια, η Ρωξάνη Μάτσα είναι η γυναίκα με την πιο σημαντική ιστορία στο πεδίο της αμπελουργίας και της οινοποίησης στην Ελλάδα μετά τη μεγάλη κυρία του ελληνικού κρασιού Σταυρούλα Κουράκου, η οποία τίμησε βεβαίως με την παρουσία της την εκδήλωση.
Η βραδιά ήταν συγκινητική καθώς ακούστηκαν πολλά για τη Ρωξάνη και τη συνεισφορά της στην εξέλιξη και προβολή του ελληνικού κρασιού και κυρίως στη διάδοση της ποικιλίας μαλαγουζιά, όπως και για την οικογενειακή πλέον σχέση που διατηρεί με τα μέλη της οινοποιΐας Μπουτάρη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Εκτός από τον ιδρυτή της Vinetum, δημοσιογράφο οίνου Ντίνο Στεργίδη και συνεργάτες του οινοποιείου Μπουτάρη που αναφέρθηκαν στα κρασιά της, για τη Ρωξάνη μίλησαν εγκάρδια και πολύ προσωπικά οι στενοί φίλοι της, οινοπαραγωγοί Αννα Κοκοτού και Θανάσης Παρπαρούσης, ,περιγράφοντας τρυφερά στιγμιότυπα που σκιαγραφούν την εμβληματική προσωπικότητά της.
Στην προσωπικότητά της εξάλλου στάθηκε και ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης, πρόεδρος της οινοποιίας Μπουτάρη, ο οποίος τόνισε ότι ήταν καταλυτική στη δημιουργία των εκλεκτών κρασιών που παράγει το Κτήμα Μάτσα.
Από τη Λωζάνη στην Κάντζα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 κάνει αίσθηση ένα άρθρο του περιοδικού Ταχυδρόμος για τη Ρωξάνη Μάτσα που φωτογραφίζεται στα αμπέλια της με μια χίπικη μπαντάνα στο κεφάλι, ενώ οδηγεί ένα παλιό τρακτέρ Ferguson. Η συνεργασία της με τον Μπουτάρη έχει αρχίσει, και το κτήμα Μάτσα ανακάμπτει έπειτα από πολλές αναποδιές. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Προπάππος της Ρωξάνης ήταν ο Αλέξανδρος Καμπάς, ένας από τους τέσσερις αδελφούς Καμπά που «νοίκιαζαν και όργωναν το Ζάππειο και τον Βασιλικό Κήπο, όταν ακόμη ήταν δημόσιες εκτάσεις» και στην Αττική υπήρχαν μόνο ελιές και σπαρτά.
«Η Αττική είναι πολύ φτωχή γη, τα σιτάρια αποδίδουν 150 κιλά το στρέμμα, το ξέρω γιατί κι εγώ έχω σπείρει, ενώ σκέψου ότι στη Θεσσαλία φτάνουν τα 1.000 κιλά» διαβάζω την αφήγησή της στον Νεολόγο της Αττικής, «Οι αδελφοί Καμπά είδαν ότι τα αμπέλια απέδιδαν καλύτερα, αλλά δεν είχαν δική τους γη για να φυτέψουν. Επρεπε να αγοράσουν. Κι έτσι, αγόρασαν στις 22 Μαρτίου 1875 από τη χήρα Πουλχερία Αργυροπούλου το γένος Κατακουζηνού το τσιφλίκι της Κάντζας, συνολικής έκτασης περίπου 5.000 στρεμμάτων, για να βάλουν αμπέλια. Το μοιράσανε όμως πολύ γρήγορα, σε δύο χρόνια, γιατί δεν είχαν τους ίδιους στόχους».
Ο ένας, ο Ανδρέας, ήταν επιχειρηματίας, ήθελε να κάνει μια πολύ μεγάλη εταιρεία κι ο άλλος, ο προπάππος της, ο Αλέξανδρος Καμπάς έμεινε κτηματίας. «Πρώτα απ’ όλα φύτεψε αμπέλια. Σε γραμμές. Κύπελλο βεβαίως, αλλά σε γραμμές, που τότε στην Αττική δεν γνώριζαν αυτή τη μορφή καλλιέργειας. Μετά τον μιμήθηκαν όλοι οι χωρικοί κι όλη η Αττική έγινε αμπέλια».
Σημειώστε ότι η Αττική μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχε περίπου 160.000 στρέμματα αμπέλια. Ακόμη και τώρα, όμως (μετά τη δημιουργία του αεροδρομίου, της Αττικής Οδού, κ.λπ.) εξακολουθεί να έχει 40.000 στρέμματα με αμπέλια, όταν ολόκληρος ο αμπελώνας της Νεμέας είναι 26.000 στρέμματα. Οι αδελφοί Καμπά δημιούργησαν τον οίκο Καμπά, χρησιμοποίησαν μοντέρνα τεχνολογία, έφεραν γάλλο γεωλόγο και χημικούς και μαζί με τον Γουσταύο Κλάους, δημιουργό της Αχάια Κλάους στην Πάτρα, έθεσαν τις βάσεις της μοντέρνας οινοποιίας στην Ελλάδα.
Οταν το οινοποιείο Καμπά βρέθηκε με υπερπαραγωγή κρασιών, άρχισαν τις αποστάξεις και έτσι προέκυψαν τα μπράντι. Από το 1890 και μετά τα προϊόντα τους ταξίδευαν στην Αίγυπτο, στη Συρία, στη Ρωσία, στην Ουγγαρία και στα Βαλκάνια, γι’ αυτό και το πρώτο αποστακτήριο Καμπά δημιουργήθηκε στον Πειραιά, στην ακτή Μιαούλη. Το 1941 βομβαρδίστηκε, και τότε οι Καμπάδες μεταφέρθηκαν στην Κάντζα. Εν τω μεταξύ το κτίριο «το αγόρασε ένας από τους εμπόρους που διακινούσαν το κρασί και το μπράντι και το έκανε λαϊκή πολυκατοικία, από την οποία εμπνεύστηκε ο Καραγάτσης και έγραψε το “10”».
Η Ρωξάνη γεννήθηκε το 1952 στη Λωζάνη της Ελβετίας. Ο πατέρας της, Αλέξανδρος Μάτσας, ήταν διπλωμάτης και ποιητής, πέρασε, λοιπόν, τα παιδικά της χρόνια γυρίζοντας μαζί του τον κόσμο. Εμαθε να κολυμπάει στα νερά του Βόσπορου, έζησε στην Κωνσταντινούπολη και στην Αγκυρα, στη Ρώμη και στην Τεχεράνη, ταξίδεψε στην Αμερική. Στα δεκαεπτά της έχασε τον πατέρα της, γύρισε στην Ελλάδα και σπούδασε στο Κολλέγιο Θηλέων Αγ. Παρασκευής και στη Σχολή Δοξιάδη.
Το πατρικό της σπίτι ήταν στο Βατραχονήσι του Ιλισού ποταμού, κοντά στο άγαλμα του Τρούμαν. Η περιοχή ήταν βιομηχανική και μάλιστα εκεί κοντά, Ρηγίλλης 19, ήταν και το πρώτο εργοστάσιο Καμπά. Η Ρωξάνη ήταν ακόμη μαθήτρια όταν έκανε την πρώτη της επίσκεψη στο Κτήμα Μάτσα στην περιοχή της Κάντζας και φαίνεται ότι η οσμή του μούστου τη σημάδεψε.
Τα γυρίσματα των καιρών
Τις περιπέτειες της οικογένειάς της, του αμπελώνα και της οινοποιητικής εταιρείας (είναι η αρχαιότερη της Αττικής, ιδρύθηκε το 1918 και δύο χρόνια αργότερα εισήχθη στο Χρηματιστήριο), η Ρωξάνη περιγράφει στο βιβλίο «Ανδρέας Π. Καμπάς, ο Πατριάρχης της Μεσογαίας και η Τέχνη του Κρασιού», που έγραψε μαζί με την Εμμανουέλα Νικολαΐδου και τη Ζέτα Παπαγεωργοπούλου (Ελευθερουδάκης, 2012).
Για ένα διάστημα, εργάστηκε στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη και στο αρχιτεκτονικό γραφείο του εξαδέλφου της Παύλου Καλλιγά, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει το ιστορικό κτήμα και το σπίτι της οικογένειάς της. Ετσι, το 1976 πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί οριστικά στην Κάντζα.
Είχαν προηγηθεί δύο τραυματικά γεγονότα. Το 1971, για να ανταποκριθεί στην καταβολή του φόρου κληρονομιάς, αναγκάστηκε να πουλήσει 165 στρέμματα στον Μποδοσάκη, ο οποίος στη συνέχεια τα δώρισε για την ανέγερση του Κολεγίου Κάντζας. Και τρία χρόνια αργότερα, η ΔΕΗ απαλλοτρίωσε 175 στρέμματα από το σύνολο των 325 στρεμμάτων του Κτήματος Μάτσα, για να δημιουργήσει έναν μεγάλο υποσταθμό.
Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ήταν πολλές και αναπάντεχες, κάποτε έφθασε να στερείται ακόμη και τα απαραίτητα. «Δούλεψα σκληρά για να σταθεί το Κτήμα» λέει. «Υπήρξε εποχή που πουλούσα μούστο σε οινοπωλεία της Αθήνας, στην πλατεία Αμερικής αλλά και στο Κολωνάκι (…) Ο θείος μου, που φρόντιζε το Κτήμα, με έστελνε σε κάτι οινοπωλεία, που έβαζαν μούστο και πουλούσαν κρασί. Πουλούσαν πετρέλαιο για λάμπες, κάρβουνα, ξύλα, λάδι, άνοιγαν και μια κονσέρβα και είχαν και μια άθλια ρετσίνα. Ημουν λεπτή, ξανθιά, μιλούσα με το “ρο” και έλεγα ”μήπως ενδεχομένως θα μπορούσατε να μου δώσετε αυτά που μου χρωστάτε”; Νομίζω πως δεν μου έδωσαν ποτέ τίποτα. Ηταν μια καταστροφή». Στους σεισμούς του ’81 δέχτηκε άλλο ένα πλήγμα, αφού το παλιό σπίτι χτυπήθηκε και αναγκάστηκε να φύγει για λίγο από το κτήμα.
Ομως έχει ο καιρός γυρίσματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν συνάντησε τον Κωνσταντίνο Μπουτάρη που ήθελε να κατεβεί στον Νότο, η Ρωξάνη γλύτωσε από όλα αυτά. Ο Μπουτάρης της προσφέρει τεχνογνωσία, παίρνει όλη την παραγωγή της και την πουλάει με το δικό της όνομα. Μπορεί πλέον να αφοσιωθεί απερίσπαστη στην παραγωγή της. Ομολογεί ότι χωρίς αυτή τη συνεργασία δεν θα μπορούσε να προχωρήσει.
Το 2001 βραβεύεται ως Οινική Προσωπικότητα από την Ενωση Ελλήνων Δημοσιογράφων Οίνου, πράγμα που τη χαροποιεί ιδιαίτερα. Και συνεχίζει να πορεύεται αφιερώνοντας την ψυχή και τον μόχθο της στη συντήρηση του ιστορικού αμπελώνα, που σήμερα καλύπτει 122 στρέμματα. Σημειώστε ακόμη ότι παλαιότερα τη θεωρούσαν «τρελή» που δεν πούλαγε, σήμερα όμως κάποιοι την ευγνωμονούν, αφού το κτήμα Μάτσα είναι ένας μοναδικός πνεύμονας πρασίνου στην περιοχή, που εν τω μεταξύ οικοπεδοποιείται και τσιμεντοποιείται με ταχύτατους ρυθμούς.
Το 1982 κυκλοφορεί το Chateau Matsas, αποκλειστικά από σαββατιανό, σε 200.000 φιάλες και κάνει κυριολεκτικά πάταγο. Σταδιακά η Ρωξάνη κάνει αναμπελώσεις, αρχίζει τη βιολογική καλλιέργεια και πιστοποιεί τα αμπέλια και τα κρασιά της. Καλλιεργεί σαββατιανό, ροδίτη, ασύρτικο, syrah και sauvignon blanc, όμως το όνομά της συνδέεται κυρίως με τη μαλαγουζιά, τη «Σταχτοπούτα των ελληνικών κρασοστάφυλων», όπως έχει ονομάσει την ποικιλία η πολυγραφότατη Σταυρούλα Κουράκου, η πρώτη γυναίκα με δίπλωμα οινολόγου στην Ευρώπη και με τεράστια προσφορά στον ελληνικό αμπελώνα.
Μαλαγουζιά, η Σταχτοπούτα των ελληνικών κρασοστάφυλων
Η μαλαγουζιά, γράφει η κυρία Κουράκου στο βιβλίο της, αναφέρεται πρώτη φορά το 1888 στο βιβλίο «Οινολογικά» του Οθωνα Ρουσόπουλου που σημειώνει ότι η ποικιλία αυτή εκαλλιεργείτο σποραδικά στις περιοχές της Ναυπάκτου και του Μεσολογγίου, στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Και θα έμενε ίσως για πάντα ξεχασμένη «αν ο Νάσερ δεν τύχαινε να κλείσει τη διώρυγα του Σουέζ». «Μην ξαφνιάζεστε» λέει η κυρία Κουράκου «ο κόσμος του κρασιού είναι απρόβλεπτος και γι’ αυτό γοητευτικός».
Ο αναγκαστικός πλέον τότε περίπλους της Αφρικής εκτίναξε τις τιμές των ναύλων και με τα κέρδη του ο εφοπλιστής Γιάννης Καρράς αποφάσισε να υλοποιήσει ένα παλιό του όνειρο. Εφτιαξε, λοιπόν, στη Σιθωνία της Χαλκιδικής ένα πολυτελές θέρετρο και έναν αμπελώνα 4.500 στρεμμάτων. Εκεί, και αργότερα στο δικό του κτήμα, ο γεωπόνος Βαγγέλης Γεροβασιλείου (επί 21 χρόνια είχε την αποκλειστική ευθύνη της παραγωγής των οίνων του Porto Carras) με τεράστια πίστη στην άγνωστη ποικιλία θα αναδείξει τη μαλαγουζιά, και δικαίως είναι υπερήφανος για το εκλεκτό κρασί του.
Η συμβολή της Ρωξάνης Μάτσα, όμως, είναι επίσης καθοριστική στη διάδοση της ποικιλίας. Αφού πήρε εμβολιοκληματίδες από τον Θανάση Παρπαρούση (οι αμπελώνες του βρίσκονται στη Μόβρη Αχαΐας και στα Μποζαΐτικα της Πάτρας) ανακάλυψε ότι το αττικό κλίμα ήταν ιδανικό για την καλλιέργεια της μαλαγουζιάς. Οχι μόνο καλλιέργησε την ποικιλία, αλλά άρχισε και να τη δίνει παντού: «Εκανα μεγάλο κόπο για να έχω τη μαλαγουζιά στο κτήμα, γι’ αυτό έχω δώσει εκατομμύρια εμβόλια σε όποιον μου ζητούσε» λέει. Και έδωσε τόσα πολλά ώστε σήμερα υπάρχουν φυτώρια στην Ιταλία που πωλούν ρίζες με την ταμπέλα «Μαλαγουζιά Ρωξάνης Μάτσα»!
Η πρώτη Μαλαγουζιά Μάτσα κυκλοφόρησε το 1994 ως πειραματικός οίνος σε μόλις 290 φιάλες, όμως πλέον κυκλοφορεί ως κανονικός οίνος _ πρόσφατα μάλιστα βραβεύτηκε για δέκατη φορά. Εχει λευκοκίτρινο χρώμα και εντυπωσιακό αρωματικό χαρακτήρα, στον οποίο κυριαρχούν αρώματα λουλουδιών και φρούτων όπως πεπόνι, ροδάκινο, πορτοκάλι, ανανάς και γκρέιπφρουτ, και ανάλογα με τη χρονιά μπορεί να παλαιώσει 2-4 χρόνια.