Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σταρ του αμερικανικού κινηματογράφου κατά τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, ερμηνεύοντας κυρίως τον ρόλο του καρδιοκατακτητή σε δραματικές ταινίες και κομεντί. Αν και ομοφυλόφιλος, ο Ροκ Χάντσον φρόντιζε πολύ προσεκτικά σε όλη του τη ζωή να μη μάθει τίποτα το ευρύ κοινό για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του – και ας ήταν επί δεκαετίες κοινό μυστικό στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Η ομοφυλοφιλία του αποκαλύφθηκε λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, στις 2 Οκτωβρίου 1985, από επιπλοκές του AIDS. Ηταν, μάλιστα, η πρώτη διασημότητα που θα πέθαινε από τη «μάστιγα του αιώνα» και η μεγάλη δημοσιότητα που έλαβε ο θάνατός του ευαισθητοποίησε το παγκόσμιο κοινό.
«Είναι παράξενο να το θέτεις έτσι» λέει ο βιογράφος του Μαρκ Γκρίφιν, «αλλά το AIDS έδωσε στον Ροκ μια εντελώς νέα διάσταση». Πράγματι, σήμερα ο Χάντσον είναι αναμφίβολα πιο γνωστός ως σύμβολο της ιστορίας της LGBTQ κοινότητας παρά για τις ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε. Αυτή τουλάχιστον είναι η άποψη του Στίβεν Κιτζάκ, ο οποίος, εμπνευσμένος από τη διπλή ζωή του σταρ, γύρισε το ντοκιμαντέρ «Rock Hudson: All That Heaven Allowed» –βασισμένο στο έργο του Γκρίφιν «All That Heaven Allows» (2018)–, που εξερευνά κυρίως την πλούσια προσωπική ζωή του, ρίχνοντας επίσης μια ματιά στη φιλμογραφία του.
Πώς το υποδέχθηκαν οι κριτικοί; Ο Hollywood Reporter χαρακτήρισε το ντοκιμαντέρ «διαφωτιστική περιγραφή της διπλής ζωής ενός αγαπημένου, εμβληματικού σταρ του Χόλιγουντ», οι Los Angeles Times το αποκάλεσαν «ζωτικό κομμάτι της ιστορίας του Χόλιγουντ», ενώ ο Observer έγραψε: «Αυτό το αστείο, θλιβερό, σχολαστικά ερευνημένο και επίπονα λεπτομερές ντοκιμαντέρ είναι αναμφισβήτητα πραγματικό και αναπόφευκτα συγκινητικό».
Ο Κιτζάκ, γράφει ο Ράιαν Γκίλμπι στον Guardian, χρησιμοποιεί επιμελώς επιλεγμένα πλάνα από μια καριέρα που εκτείνεται σε περισσότερα από 35 χρόνια, και νέες συνεντεύξεις με φίλους και πρώην εραστές του Ροκ Χάντσον, συμπεριλαμβανομένου του Αρμιστεντ Μόπιν, συγγραφέα του «Tales of the City», έργο στο οποίο βασίστηκε μια από τις πιο πρωτοποριακές τηλεοπτικές σειρές, με τον ίδιο τίτλο.
Ο ίδιος ο Χάντσον παρουσιάζεται να λέει ότι ως παιδί δεν τολμούσε να αναφέρει τα όνειρά του για την υποκριτική, φοβούμενος ότι θα τα απέρριπταν ως «θηλυπρεπή». Και όταν οι φήμες για την ομοφυλοφιλία του εμφανίστηκαν με τη μορφή υπονοουμένων σε άρθρα ταμπλόιντ που απαιτούσαν να μάθουν γιατί δεν είχε βρει ακόμη σύζυγο, ο πανούργος ατζέντης του, Χένρι Γουίλσον, φρόντισε να μη συνεχιστούν, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα διέρρεε κουτσομπολιά για άλλους πελάτες του.
Eίχε προηγηθεί το «Rock Hudson’s Home Movies» (1992), το βιντεοσκοπημένο δοκίμιο-ορόσημο του σκηνοθέτη Μαρκ Ράπαπορτ για τη ζωή και τον θάνατο του διάσημου γκέι ηθοποιού· ήταν ένας παιχνιδιάρικος, προκλητικός και μοναδικός διαλογισμός για τη διασημότητα, την (καταπιεσμένη) ομοφυλοφιλία και τη φύση της αλήθειας στην οθόνη.
Μέσω ενός συνδυασμού αρχειακού υλικού από τη φιλμογραφία του σταρ και επινοημένης αφήγησης από έναν ηθοποιό που υποδύεται τον Χάντσον, η ταινία προσφέρει ένα εικαστικό, ψευδοβιογραφικό πορτρέτο των ενδόμυχων σκέψεων του Χάντσον, χρησιμοποιώντας αυτά που γνωρίζουμε σήμερα για εκείνον, για να φανταστούμε τι θα μπορούσε να σκεφτόταν τότε.
Περισσότερα από 30 χρόνια αργότερα, το πιο συμβατικό, αν και πιο εγκάρδιο, «Rock Hudson: All That Heaven Allowed» του Στίβεν Κιτζάκ είναι μια πιο ξεκάθαρη αφήγηση της ζωής και του θανάτου του Χάντσον, που ακολουθεί μια παρόμοια αναιδή προσέγγιση για να διερευνήσει την κωδικοποιημένη συμπεριφορά, σε μια εκπληκτική σειρά από κινηματογραφικά πλάνα αρχείου.
Πλαισιώνοντας τη χολιγουντιανή υπεροχή του Χάντσον με τη σχετική ελευθερία με την οποία έζησε τη σεξουαλικότητά του μέσα σε έναν έμπιστο κύκλο, το ντοκιμαντέρ του HBO τον απεικονίζει λιγότερο ως θύμα μιας καταπιεστικής εποχής –αν και σίγουρα ήταν– και περισσότερο ως ένα έξυπνο προϊόν των στούντιο, που έμαθε γρήγορα πώς να παίζει το παιχνίδι χωρίς να χάσει την αίσθηση του εαυτού του.
Οπως γράφει ο Ντέιβιντ Ρούνεϊ στο Hollywood Reporter, η τραγική κατάληξη της ζωής του, το 1985, όταν πέθανε από αιτίες που σχετίζονταν με το AIDS σε ηλικία 59 ετών, μετέτρεψε το κρυφό μυστικό του Χόλιγουντ σε μια εκπληκτική δημόσια αποκάλυψη στοιχείων της ομοφυλοφιλίας του Χάντσον, που βρίσκονταν ακριβώς κάτω από την επιφάνεια.
Ο Κιτζάκ υποστηρίζει ότι το να είσαι η πρώτη μεγάλη διασημότητα που προσβλήθηκε από τον ιό HIVκαι υπέκυψε στις καταστροφικές του συνέπειες βοήθησε –σε κάποιο βαθμό– στον αποστιγματισμό της νόσου, δύο χρόνια προτού ο πρόεδρος Ρίγκαν αντιμετωπίσει, καθυστερημένα, την πανδημία και αρχίσει να χρηματοδοτεί την έρευνα.
Είτε συμφωνείτε είτε όχι με την εκτίμηση του ντοκιμαντέρ ότι ο θάνατος του Χάντσον τον έκανε «ακτιβιστή χωρίς να το γνωρίζει», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έφερε το θέμα προς συζήτηση, συνδέοντας ένα εξαιρετικά αναγνωρίσιμο πρόσωπο –που είχε ευρέως ταυτιστεί με την ουσία της υγιούς παναμερικανικής αρρενωπότητας– με μια ασθένεια που εκείνη την εποχή ισοδυναμούσε, κατά κανόνα, με θανατική ποινή. Η υποστήριξη της στενής φίλης και συμμάχου του Χάντσον, Ελίζαμπεθ Τέιλορ (μεταξύ άλλων), ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την προσοχή του κοινού.
Ο Κιτζάκ και η σεναριογράφος Κλερ Ντιντιέ συγκέντρωσαν τον πλούτο του υλικού σε ένα συναρπαστικό, πολυεπίπεδο πορτρέτο, που θα ενδιαφέρει τόσο τους queer ιστορικούς όσο και τους εμμονικούς του Χόλιγουντ, γεμάτο πληροφορίες από φίλους, συμπρωταγωνιστές και πρώην εραστές, που δίνουν επιπλέον πρόσβαση στην προσωπικότητα του ηθοποιού.
Είναι δεδομένο ότι η έκθεση της σεξουαλικότητας του Χάντσον θα είχε, πιθανότατα, τερματίσει την καριέρα του στον κινηματογράφο εκείνη την αδικαιολόγητα ομοφοβική εποχή· και τώρα φαίνεται εκπληκτικό το γεγονός ότι παρέμεινε κρυφή για τόσο καιρό. Σε ένα ειρωνικό twist, η ομοφυλοφιλική σχέση που πλησίασε περισσότερο στην «έξοδο» του Χάντσον ήταν η εντελώς κατασκευασμένη φήμη ενός «γάμου» με τον φίλο του Τζιμ Νάμπορς.
Η ιδέα, εξάλλου, ότι το Photoplay του 1952 με τίτλο «Bachelor’s Bedlam» –οι εικόνες του μεταφέρουν αναμφισβήτητα μια συζυγική σχέση μεταξύ του Χάντσον και του συναδέλφου του ηθοποιού Μπομπ Πρεμπλ στο σπίτι του ενός υπνοδωματίου που μοιράζονταν στο Μαλχόλαντ Ντράιβ– δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως κάτι λιγότερο από μια πλήρης αποκάλυψη δείχνει την ξεκαρδιστική αφέλεια εκείνης της λιγότερο κυνικής εποχής. Αντίθετα, το κείμενο τούς απεικόνιζε ως «δυο τσαμπουκάδες που ζουν μαζί για να εξοικονομήσουν χρήματα».
Μεγάλο μέρος της επιτυχημένης μυστικότητας οφειλόταν στον προσεκτικό χειρισμό του πράκτορα ταλέντων Χένρι Γουίλσον (περιγράφεται από έναν από τους φίλους του Hudson ως «αυτός ο κακός πράκτοράς του»)· στις προσπάθειές του να κρατήσει τα κουτσομπολιά των ταμπλόιντ μακριά από τον πελάτη από τον οποίο κέρδιζε το μεγαλύτερο εισόδημά του περιλαμβάνεται η διευθέτηση του γάμου του Χάντσον με τη βοηθό του, Φίλις Γκέιτς, το 1955· ο Γουίλσον μεσολάβησε, ακόμη, σε μια συμφωνία με το περιοδικό Confidential, «δίνοντας» ως αποδιοπομπαίο τράγο έναν άλλο γκέι πελάτη του, τον Ταμπ Χάντερ.
Η γενική εντύπωση που προκύπτει, ωστόσο, από το ντοκιμαντέρ –ενισχυμένη από πρώην συμπρωταγωνίστριές του όπως η Πάιπερ Λόρι και η Ντόρις Ντέι– είναι ότι η πολύ καλή εντύπωση που είχε η κοινότητα για τον Χάντσον («ήταν ένας πολύ καλός τύπος»), έκανε το Χόλιγουντ να τον προστατεύει. Αυτή είναι σίγουρα η εικόνα που δίνει σε συνεντεύξεις αρχείου: της χαλαρής φιλικότητας και της χαλαρής αυτοπεποίθησης.
Η δημόσια εικόνα της προσωπικότητάς του όταν είχε συμβόλαιο με τη Universal ήταν τόσο κατασκευασμένη όσο και οποιουδήποτε άλλου σταρ των στούντιο της εποχής, στημένη με «ραντεβού» για πρεμιέρες και καμουφλαρισμένη από ρομάντζα που «φυτεύονταν» στον Τύπο. Αλλά σε σύγκριση με πολλά queer είδωλα και σειρήνες της εποχής, ο Χάντσον ζούσε όσο πιο ανοιχτά μπορούσε, δεδομένων των περιστάσεων.
Δεν τον ενοχλούσε καθόλου που ήταν ο star guest σε γκέι πάρτι σε πισίνες. Κάποτε, μάλιστα, πηγαίνοντας αιφνιδιαστικά για διακοπές στη Νέα Ορλεάνη με έναν φίλο του, έκανε τον Γουίλσον και τη Universal να μπουν σε μια ξέφρενη κούρσα συγκάλυψης.
Οι σχέσεις του έτειναν να είναι σύντομες αλλά οι φιλίες του διαρκείς, κυρίως με τους μακροχρόνιους συνεργάτες του Τζορτζ Νέιντερ και Μαρκ Μίλερ, τους οποίους δεχόταν συχνά στη χασιέντα του με την ονομασία «The Castle», στο Μπέβερλι Χιλς, και τους επισκεπτόταν επίσης συχνά στο σπίτι τους στη Λαγκούνα, συνοδεύοντάς τους στην γκέι παραλία της περιοχής.
Μάλιστα, όταν το ζευγάρι αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, ο Χάντσον προσέλαβε τον Μίλερ ως προσωπικό βοηθό του, από το 1972 μέχρι τον θάνατό του· και είναι πραγματικά συγκινητικές οι σημειώσεις του Μίλερ στο ημερολόγιό του από την εποχή που ο Χάντσον προσβλήθηκε από τον ιό HIV.
Ακόμη και αργότερα, τη δεκαετία του 1970, όταν η δημοτικότητα του σταρ είχε εξασθενίσει, έκανε φαινομενικά λίγη προσπάθεια να παραμείνει στις σκιές. Ο ομοφυλόφιλος αρχειοθέτης Κεν Μάλεϊ αφηγείται μια διασκεδαστική βραδιά με τον Χάντσον στο «Glory Holes», ένα σεξ κλαμπ, όπου ο σταρ έμεινε για ώρες, ακόμα και αφού τον αναγνώρισαν.
Η εκλογή του Ρόναλντ Ρίγκαν το 1980 ρίχνει μια μεγάλη σκιά στο τελευταίο μέρος. Ισως η πιο καταδικαστική απόδειξη δημόσιας άγνοιας και μισαλλοδοξίας είναι όταν ο Χάντσον αρρώστησε στο Παρίσι ενώ συμμετείχε σε μια κλινική δοκιμή φαρμάκων, γράφει ο Ντέιβιντ Ρούνεϊ στον Hollywood Reporter.
Οι γιατροί διαπίστωσαν ότι το καλύτερο μέρος γι’ αυτόν ήταν το στρατιωτικό νοσοκομείο των ΗΠΑ, κάτι όμως που απαιτούσε ειδική άδεια από την Ουάσινγκτον. Παρά τα χρόνια φιλίας του Χάντσον με τη Νάνσι Ρίγκαν, εκείνη απάντησε ότι δεν ήταν ένα θέμα στο οποίο έπρεπε να εμπλακεί ο Λευκός Οίκος, διαπράττοντας κανονική προδοσία.
Οι σχολιαστές θυμούνται εκείνα τα χρόνια της κρίσης ως εποχή απόγνωσης, με τις ζωές των ομοφυλόφιλων ανδρών να οδηγούνται σε έναν ατελείωτο κύκλο κηδειών και εράνων καθώς συνεχιζόταν η επίμονη αδράνεια της κυβέρνησης. Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ κάνει μια εύγλωττη υπόθεση, επανεξετάζοντας τον θάνατο του Ροκ Χάντσον ως θάνατο ήρωα που άλλαξε από μόνος του τη στάση πολλών.
Η άψογη επιλογή των πλάνων αρχείου με τα οποία κλείνει η ταινία του HBO μας επιτρέπει να τον ξαναφανταστούμε ως έναν άνθρωπο που όχι απλώς ειδωλοποιήθηκε ως σταρ, αλλά έγινε αποδεκτός στο σύνολό του.