Αριστερά, ο Ρομπέρτ Ντε Νίρο σε διαφημίσεις, δεξιά, σε δύο αποτυχημένες κωμωδίες και στη μέση στον «Ιρλανδό», στη μοναδική ταινία που η ερμηνεία του ξεχώρισε την τελευταία δεκαετία | CreativeProtagon/Tribeca Productions/Netflix/Warburton Bagels/Kia
Θέματα

Ρόμπερτ Ντε Νίρο: Μήπως έχει καταντήσει η ντροπή του σινεμά;

Η τελευταία πράξη στην καριέρα ενός θρύλου του κινηματογράφου μοιάζει θλιβερή. Ο συγκλονιστικός ηθοποιός του «Ταξιτζή» και του «Οργισμένου Ειδώλου» έχει αφεθεί σε μια καρικατούρα του εαυτού του πράγμα για το οποίο φταίει μόνο ο ίδιος
Protagon Team

Είναι ρουτίνα, πλέον σε αρνητικές κριτικές για ηθοποιούς, να γίνονται εικασίες σχετικά με καθυστερημένες πληρωμές ενοικίων ή διατροφής, που μπορεί να έγιναν η αιτία για να βρεθεί στο ναδίρ ένας κάποτε θρύλος της οθόνης. Δυστυχώς, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, με τις τελευταίες εμφανίσεις του σε θλιβερές κωμωδίες με παππούδες και παρακμιακά τηλεοπτικά διαφημιστικά, επιβεβαιώνει το σκεπτικό, γράφει ο Τιμ Ρόμπι στην Telegraph.

O Ντε Νίρο καθιερώθηκε πολύ νωρίς και πολύ γρήγορα σαν θρύλος του σινεμά, με μια ταχύτητα που δεν μπόρεσε να δείξει κανένας άλλος αμερικανός σταρ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Με τη συμμετοχή του στις ταινίες «Κακόφημοι Δρόμοι», «Νονός Νο 2», «Ταξιτζής», «Ελαφοκυνηγός» και «Οργισμένο Είδωλο», ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο άλλαξε για πάντα τον τρόπο της ερμηνείας, αφήνοντας  μια παρακαταθήκη, που δεν θα μπορούσε κανείς να αγγίξει.

Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο σε μια σκηνή από τη θρυλική ερμηνεία του στον «Ταξιτζή» το 1976 (Columbia Tristar)

Αλλά πόσοι από τους ρόλους του τις τελευταίες δύο δεκαετίες ανήκουν στην ίδια (κορυφαία) κατηγορία; Δυστυχώς μόνο ένας, στον «Ιρλανδό», την αναμφίβολα μνημειακή συνάντησή του με τον Μάρτιν Σκορσέζε και τον Τζο Πέσι.

Ωστόσο παρά την εξαιρετική ερμηνεία του και παρά τον μεγάλο αριθμό των υποψηφιοτήτων, που εισπέπραξε η ταινία, σε εκείνη τη σεζόν των κινηματογραφικών βραβείων, ήταν συγκλονιστικό να παρατηρεί κανείς πόσο λίγη αγάπη εισέπραξε ο Ντε Νίρο από την Ακαδημία και αλλού.

Και εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η εξήγηση μπορεί να κρύβεται σε όλα τα άλλα projects που αναγκάστηκε να αναλάβει, προφανώς εξαιτίας της άθλιας οικονομικής του κατάστασης, και τα οποία αμαυρώνουν την κινηματογραφική του φήμη, γράφει ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου.

Ο «λεκές» του «Βρώμικου παππού» («Dirty Grandpa») ήταν δύσκολο να εξαφανιστεί. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι στη συνέχεια ήρθε «Ο πόλεμος με τον παππού» («The War with Grandpa») για να αποτελειώσει την καλή του φήμη (Και οι δύο ταινίες προβάλλονται στο Netflix).

Και για να ολοκληρωθεί το κακό, προστέθηκαν κάτι φρικτές διαφημίσεις. Στην χιπστερική χοντράδα του Kia Niro, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο με «μοντέρνο» σκουφί, καρό πουκάμισο και τζιν κομμένο πάνω από τον αστράγαλο, κρατώντας στο χέρι του το brief του τηλεοπτικού σποτ, προσποιείται ότι δεν κατάλαβε καλά τις οδηγίες…

Το χειρότερο από όλα, όμως, ήταν ένα βίντεο κλιπ διάρκειας δύο λεπτών που γύρισε το 2019 για τα Warburton Bagels. Για τη δημιουργία του διαφημιστικού έριξε ολόκληρη την παρακαταθήκη του από μαφιόζικες σκηνές σε ένα μπλέντερ κακοποίησης, με προφανώς συντριπτικά αποτελέσματα. Θα μπορούσε να είναι κάτι αναμενόμενο από έναν Βιν Ντίζελ ή έστω τον Μπρους Γουίλις, αλλά σίγουρα όχι από ένα από τα πιο σεβαστά ονόματα του Χόλιγουντ.

Η απαρχή της εποχής της παρωδίας και της εγκατάλειψης της ποιότητας μπορεί εύκολα να εντοπιστεί: για την ακρίβεια ξεκίνησε αμέσως μετά το 1997, όταν ο Ντε Νίρο άρχισε να κάνει κωμικές γκριμάτσες, σε ταινίες όπως το «Ανάλυσέ το» (1999), «Γαμπρός της συμφοράς» (2000), «Τρελές περιπέτειες στη Λοξολάνδη» (2000) , και το εντελώς καταθλιπτικό «Showtime» (2002).

Ήταν σοκαριστικό, ακόμη και τότε, να βλεπεις ξαφνικά την κάθετη πτώση του ηθοποιού. Είχε άραγε σχέση με τον γάμο που έκανε εκείνη την εποχή; Καθόλου απίθανο. Εκτός από τους τεράστιους φόρους, ο ηθοποιός έπρεπε να επωμιστεί και τα ακριβά γούστα της συζύγου του Γκρέις Χάιταουερ, με την οποία χώρισαν τελικά το 2018 μετά από 21 χρόνια γάμου.

Αλλά η πτώση του συνεχίστηκε μέχρι σήμερα, με χαρακτηριστικές γκριμάτσες και σε μερικά απαίσια θρίλερ, όπως τα «Θεόσταλτος» (2004), «Το Κρυφτό» (2005), «Ου φονεύσεις» (2008), «Η Εποχή των Δολοφόνων» (2013).

Ηταν όλα κακές επιλογές, που δεν δικαίωσαν το ταλέντο του ηθοποιού, έγιναν απλά η απόδειξη για την κακή διαχείριση των χρημάτων του. Και το πόσο ατυχείς αποδείχτηκαν, αποκαλύπτεται όταν συγκρίνει κανείς τον Ντε Νίρο με τον παλιόφιλό του Τζον Πέσι, που υπήρξε ακριβώς το αντίθετο.

Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο Ζακ Εφρον στην κωμωδία («Dirty Grandpa» (Netflix)

Ο Πέσι είδε τον κίνδυνο μιας τέτοιας ολίσθησης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και αποσύρθηκε από τα κινηματογραφικά πλατό. Επέστρεψε απρόθυμα μετά από 20 χρόνια με τον «Ιρλανδό», εκπλήσσοντας κοινό και κριτικούς. Και δικαίως κέρδισε ένα Οσκαρ δεύτερου ρόλου σαν αποζημίωση για όλους τους κόπους του.

Από την άλλη πλευρά, τα τρόπαια του Ντε Νίρο (για τον «Νονό ΙΙ» και το «Οργισμένο Είδωλο») βρίσκονται στο ράφι για περισσότερα από 40 χρόνια. Εκτοτε, κάνει ότι μπορεί για να σβήσει τη λάμψη εκείνης της εποχής, γράφει χωρίς καμιά συμπόνια ο Τιμ Ρόμπι στην Telegraph. Και δυστυχώς άδικο δεν έχει.