Η παραίτηση του Ρόμπερτ Κένεντι τζούνιορ από τη διεκδίκηση της αμερικανικής προεδρίας και η υποστήριξή του προς τον Ντόναλντ Τραμπ ίσως να ήταν αναμενόμενα γεγονότα για αρκετούς, δεν παύουν όμως να στιγματίζουν την πολιτική κληρονομιά της οικογένειας.
«Ξανά και ξανά, προς απογοήτευση της οικογένειάς του, ο RFK Jr έχει αμαυρώσει το όνομα Κένεντι και την αύρα του Κάμελοτ, διαδίδοντας παραπληροφόρηση και θεωρίες συνωμοσίας, με πιο επικίνδυνες εκείνες που υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη του κοινού στα εμβόλια.
»Η παράξενη εκστρατεία του για την προεδρία φέτος –με τις αποκαλύψεις ότι είχε ένα νεκρό σκουλήκι στον εγκέφαλό του και κάποτε άφησε το κουφάρι μιας αρκούδας στο Σέντραλ Παρκ– ήταν σκέτη ντροπή. Αλλά η ανακοίνωσή του, την Παρασκευή (23 Αυγούστου) ότι θα δώσει την υποστήριξή του στον Ντόναλντ Τραμπ, αντιπροσωπεύει μια προδοσία ανώτερης τάξης», γράφει η Washington Post.
Αλλά ακόμη και για τους πιο συντηρητικούς Times, η κίνηση αυτή σημαίνει ότι «το όνειρο των Κένεντι πεθαίνει για ακόμη μια φορά».
Δεδομένου του πόσο χαμηλά ήταν οι δημοσκοπήσεις για τον Κένεντι, η υποστήριξή του πιθανότατα δεν θα κάνει μεγάλη διαφορά στην προεδρική κούρσα, υποστηρίζει η Post. Ωστόσο, δίνοντας την υποστήριξή του σε έναν πρώην πρόεδρο που κηρύττει τη μισαλλοδοξία και τον διχασμό, παραμερίζει τις αρχές τις οποίες υποστήριξαν γενιές Κένεντι.
Και πρώτη από αυτές τις αρχές είναι το ζήτημα της μετανάστευσης. Ενώ ήταν ακόμη γερουσιαστής το 1958, ο Τζον Φ. Κένεντι έγραψε ένα δοκίμιο που υπογράμμιζε τη συμβολή των νεοαφιχθέντων στην Αμερική, υποστηρίζοντας πιο γενναιόδωρες πολιτικές απέναντί τους.
Οι ίδιοι οι ιρλανδοί πρόγονοί του είχαν αντιμετωπίσει «την εχθρότητα μιας ήδη εδραιωμένης ομάδας «Αμερικανών», είχε σημειώσει τότε ο μελλοντικός πρόεδρος. «Δεν είναι ασυνήθιστο για τους ανθρώπους να φοβούνται κάτι με το οποίο δεν είναι εξοικειωμένοι. Κάθε νέα ομάδα που ερχόταν στην Αμερική αντιμετώπισε αυτόν τον φόβο και την καχυποψία».
Ο Κένεντι δεν έζησε αρκετά για να δει τη μεταναστευτική μεταρρύθμιση που οραματιζόταν να γίνεται νόμος, το 1965. Ωστόσο, το δοκίμιο του Κένεντι, με τίτλο «Ενα Εθνος Μεταναστών», δημοσιεύτηκε ως βιβλίο μετά τη δολοφονία του και ενέπνευσε τον μικρότερο αδελφό του, τον γερουσιαστή από τη Μασαχουσέτη Εντουαρντ Κένεντι, να προωθήσει αυτό που και οι δύο θεώρησαν αναπόσπαστο κομμάτι της πλήρους υλοποίησης των πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ.
Ας συγκριθούν αυτά με όσα είπε ο Τραμπ εκείνη την ημέρα –το 2015– που κατέβηκε από μια κυλιόμενη σκάλα στον πύργο του στην 5η Λεωφόρο και ανακοίνωσε ότι θα ήταν υποψήφιος για πρόεδρος, λέει η Post: «Οταν το Μεξικό στέλνει τους ανθρώπους του εδώ, δεν στέλνει τον καλύτερό του εαυτό. Φέρνουν ναρκωτικά. Φέρνουν το έγκλημα. Είναι βιαστές. Και κάποιοι, υποθέτω, είναι καλοί άνθρωποι».
Πέρα από την υποκίνηση της ξενοφοβίας που τόσο αποστρέφονταν οι αδελφοί Κένεντι, ο Τραμπ καλεί για αντίποινα εναντίον όλων των εχθρών του. Αυτό το εμφανίζει ως ένδειξη της δύναμής του.
Κι αυτό είναι εντελώς αντίθετο από όσα εξέφρασε ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι, τον Απρίλιο του 1968, όταν ετοιμαζόταν να εκφωνήσει μια προεκλογική ομιλία σε μια φτωχή γειτονιά των μαύρων της Ινδιανάπολης και έμαθε ότι ο υπερασπιστής των πολιτικών δικαιωμάτων, ο ιερέας Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ, είχε δολοφονηθεί. Κατανοώντας τις πιθανότητες ανείπωτης βίας σε μια πόλη που δεν γνώριζε ακόμη τα νέα, ο Κένεντι ανέβηκε στο πίσω μέρος ενός φορτηγού με επίπεδη επιφάνεια και παρέδωσε, αυτοσχέδια, αυτό που θεωρείται μία από τις σημαντικότερες ομιλίες του 20ού αιώνα. Παρακάλεσε το συγκλονισμένο πλήθος να αφήσει στην άκρη το μίσος και αντ’ αυτού «να κάνει μια προσπάθεια, όπως έκανε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, να κατανοήσει και να αντικαταστήσει αυτή τη βία, αυτόν τον λεκέ αιματοχυσίας που απλώθηκε στη γη μας, με μια προσπάθεια να έχουμε συμπόνια και αγάπη».
Παρέθεσε από μνήμης τα λόγια του Αισχύλου για τη διάκριση που προέρχεται από τον πόνο και είπε: «Αυτό που χρειαζόμαστε στις ΗΠΑ δεν είναι διχασμός, δεν είναι το μίσος, δεν είναι βία και ανομία, αλλά αγάπη, και σοφία, και συμπόνια ο ένας προς τον άλλον, και αίσθημα δικαιοσύνης προς εκείνους που υποφέρουν ακόμα στη χώρα μας, είτε είναι λευκοί είτε μαύροι».
Μόλις δύο μήνες αργότερα, τη νύχτα που κέρδισε τις προκριματικές εκλογές στην Καλιφόρνια, ο ίδιος ο δολοφονήθηκε.
«Πιστεύω ότι ο πατέρας μου θα ήταν απογοητευμένος από αυτό που συμβαίνει στην πολιτική, στη χώρα μας σήμερα», είπε ο συνονόματος γιος του, στο CBS το 2018. «Εβλεπε την Αμερική ως ένα υποδειγματικό έθνος. Ηξερε ότι πρέπει να γνωρίζουμε τη διαφορά μεταξύ ηγεσίας και εκφοβισμού, ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να προωθήσουμε τη δημοκρατία». Τότε, ακόμη, ο Ρόμπερτ τζούνιορ αναγνώριζε την κληρονομιά του πατέρα του.
«Παρόλο που κανένας σοβαρός παρατηρητής δεν πίστευε ότι ο Ρόμπερτ Κένεντι τζούνιορ είχε πιθανότητες να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, το τέλος της εκκεντρικής ανεξάρτητης εκστρατείας του ρίχνει την αυλαία για το πολιτικό ψυχόδραμα της δυναστείας Κένεντι», γράφουν οι Times.
Το όνειρο της Αμερικής να ξαναδεί έναν Κένεντι στον Λευκό Οίκο χρονολογείται από εκείνη τη φρικτή στιγμή της 22ας Νοεμβρίου 1963, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του 35ου προέδρου σε ένα έκπληκτο έθνος.
«Μην τον αφήσετε να ξεχαστεί», είπε λίγες ημέρες αργότερα η χήρα του, Τζάκι Κένεντι. Για τους θιασώτες του Κένεντι το όνειρο της ανοικοδόμησης του Κάμελοτ δεν εξαφανίστηκε ποτέ. Πολλοί εναποθέσαν τις ελπίδες τους στον μικρότερο αδελφό του εκλιπόντος προέδρου, Τεντ, ο οποίος συνδύασε τον τρόπο ζωής του playboy με ένα εντυπωσιακό νομοθετικό ρεκόρ.
Εκπροσωπώντας τη Μασαχουσέτη στη Γερουσία επί 46 χρόνια, ο Τεντ Κένεντι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ψήφιση αμέτρητων νόμων που κάλυπταν τα πάντα, από τα πολιτικά δικαιώματα μέχρι την υγειονομική περίθαλψη των παιδιών. Στην πολιτική του ακμή, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, θεωρήθηκε η μεγάλη ελπίδα του φιλελευθερισμού, μια προοδευτική φωνή σε μια ολοένα και πιο συντηρητική εποχή.
Υπήρχαν, όμως, πάντα δύο όψεις του. Παρά τη ρητορική του δύναμη και το πάθος του, δεν γλίτωσε ποτέ από τη σκιά του περιστατικού, το 1969, όταν έφυγε από ένα πάρτι με την 28χρονη Μέρι Τζο Κοπέκνι, έπεσε με το αυτοκίνητό του σε ένα κανάλι και έφυγε, εγκαταλείποντάς την να πνιγεί.
Για οποιονδήποτε άλλον, χωρίς το μαγικό επώνυμο, αυτό θα σήμαινε πολιτική εξαφάνιση. Για τον Κένεντι σήμαινε το τέλος κάθε προεδρικής φιλοδοξίας.
Ισως ο πιο συναρπαστικός από τους χαμένους σημαιοφόρους της δυναστείας, γράφουν οι Times, ήταν ο αυθεντικός Ρόμπερτ Κένεντι. Γεννημένος το 1925, είχε ξεκινήσει την πολιτική του καριέρα ως «υπολοχαγός» του αδελφού του Τζακ. Ηταν η τέλεια συνεργασία. Και ακόμη και ως νέος υπουργός Δικαιοσύνης, ο Ρόμπερτ φαινόταν κάτι περισσότερο από αδελφός του αδελφού του, ένας ασυμβίβαστος εχθρός του οργανωμένου εγκλήματος και ένας πολύ σκληρός υποστηρικτής των πολιτικών δικαιωμάτων.
Οταν ο Τζακ δολοφονήθηκε, το 1963, ο Ρόμπερτ βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη. Και καθώς έμπαινε στα σαράντα του, υπέστη μια γνήσια προσωπική μεταμόρφωση, περνώντας ώρες διαβάζοντας ελληνικές τραγωδίες και οδηγώντας μια ομάδα ορειβατών στο όρος Κένεντι του Καναδά, τότε την υψηλότερη ακατάκτητη κορυφή της Βόρειας Αμερικής. Επισκέφτηκε τη Νότια Αφρική για να συναντήσει ακτιβιστές κατά του απαρτχάιντ, ίδρυσε ένα έργο αναγέννησης παραγκουπόλεων στο Μπρούκλιν και ταξίδεψε στο Δέλτα του Μισισιπή για να δει τη φτώχεια του από πρώτο χέρι.
Οταν ο Ρόμπερτ μπήκε στην προεδρική κούρσα, τον Μάρτιο του 1968, η εικόνα του είχε αλλάξει τελείως. Κάνοντας εκστρατεία με σηκωμένα τα μανίκια του πουκάμισου του, τα μαλλιά του ανακατωμένα, τη φωνή του να καίει από πάθος, παρουσιάστηκε ως ο υποστηρικτής των φτωχών και των νέων, μια φωνή για τους καταπιεσμένους Αφροαμερικανούς και τους μεξικανούς μετανάστες εργάτες.
Για τους ψηφοφόρους που προτιμούσαν την ψύχραιμη μετριοπάθεια του αδελφού του, φαινόταν μια ανησυχητική απόδειξη ότι το «κεντρώο» έδαφος κατέρρεε κάτω από τα πόδια τους. Αλλά λίγοι υποψήφιοι στην αμερικανική Ιστορία έχουν εμπνεύσει τέτοιο ενθουσιασμό μεταξύ των νεαρών ψηφοφόρων.
Θα κέρδιζε ο Ρόμπερτ Κένεντι την προεδρία, αν ζούσε; Ισως όχι. Σε μια χρονιά εξαιρετικής αναταραχής, που χαρακτηρίστηκε από βία στην πανεπιστημιούπολη και φυλετικές ταραχές, πολλοί Αμερικανοί τον είδαν ως υποστηρικτή της αταξίας και όχι ως απάντηση σε αυτήν. Και ακόμη κι αν είχε κερδίσει την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών, πιθανότατα θα δυσκολευόταν να κερδίσει τον Ρίτσαρντ Νίξον στις εκλογές.
Δεν θα μάθουμε ποτέ. «Ακόμη και σήμερα, πολλοί φιλελεύθεροι ακτιβιστές πιστεύουν ότι η δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στην πολιτική ιστορία, κλείνοντας το δρόμο προς τα ηλιόλουστα υψίπεδα της εθνικής ενότητας. Αυτό είναι σχεδόν σίγουρα μια ουτοπική φαντασίωση», γράφουν οι Times. Σε μια ολοένα και πιο λαϊκιστική εποχή, η πολιτική των αδελφών Κένεντι κατέστη ραγδαία ξεπερασμένη. Ακόμη και το 1968, ήταν ξεκάθαρο ότι το μέλλον ανήκε στη Δεξιά. Αλλά στην Αμερική, μια χώρα της φαντασίας, θα υπάρχει πάντα χώρος για ιδεαλιστικές ονειροπολήσεις.