Μόνο αν το ζήσεις μπορείς να με καταλάβεις. Αλλιώς, μπορεί να με βρεις υπερβολική. Ισως είναι η διαδρομή, ο «τόπος» μέχρι να τον συναντήσεις.
Μαγευτικά απόκοσμη η διαδρομή μέχρι να φτάσεις στο μουσείο του. Γη θα διαβαίνεις, μα θα είσαι, και σαν σε βυθό. Θα ανηφορίσεις από τη Χώρα για Κτικάδος, θα αφήσεις αυτό το όμορφο χωριό στ’ αριστερά σου, μετά θα βρεις ταμπέλα Κάμπος, θα στρίψεις δεξιά, ακολουθώντας εκείνον τον στενό δρόμο που είναι σαν φίδι ανάμεσα σε ξερά χόρτα, του Αυγούστου μήνα. Στα βάθη του πλάνου σου ξερολιθιές, ρυτίδες γης, κόποι ανθρώπων να στεριώσουν πέτρα πάνω σε πέτρα, να έχουν να καλλιεργήσουν. Θα είσαι σε ένα τοπίο «αλλού». Κάτι από Σκωτία, κάτι από Ελλάδα –Ελλαδάρα, Κυκλάδες, φίλε μου, μαγευτικές και αδυσώπητες.
Ετσι θα φτάσεις στο μουσείο του. Μη φανταστείς κάτι μεγαλειώδες. Ενα ξωκλήσι τέχνης. Ενα ιερό. Μια ανοιχτή εκκλησία με ένα γλυπτό του στο προαύλιο, έναν Αη Γιώργη με το τεράστιο φίδι του. Αρκετές φορές είναι και ο ίδιος εκεί. Πιθανώς θα εργάζεται για την επόμενή του δημιουργία. Αιώνια ασίγαστος. Να, τώρα ολοκλήρωσε μια εικαστική εγκατάσταση για την Πάφο που είναι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2017 και οι Κύπριοι αναγνωρίζοντας την αξία του, του είχαν αναθέσει να αφήσει το δικό του στίγμα.
Και είχε την έμπνευση να δημιουργήσει, σε ένα πλάτωμα με θέα την Πέτρα του Ρωμιού -που βρίσκεται σχεδόν μισή ώρα έξω από την πόλη- ένα συγκλονιστικό έργο που το ονόμασε «Δέκα σημεία όρασης» και περιλαμβάνει δέκα τεράστια μεταλλικά τελάρα, στημένα στην άκρη του βράχου, που προκαλούν τον θεατή να κοιτάξει μέσα απ΄αυτά. «Αναιρώ την αίσθηση του ακρωτηριασμού της φύσης όπως συμβαίνει μέσα από ένα παράθυρο ή μια κορνίζα. Με το έργο αυτό η φύση δεν διακόπτεται. Συνεχίζεται. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι ότι από την ώρα που θα πέσει πάνω στο έργο το βλέμμα ως τη στιγμή που θα καταστραφεί ο πλανήτης, το θέμα θα αλλάζει. Δεν θα μας έχει ανάγκη. Η αγωνία μου είναι να μην είναι νεκρό, ακίνητο. Να ζει μαζί μας. Να υφίσταται την φθορά. Ολο αυτό ήταν μια συνομιλία μου με τον Θεό. Τον θεωρώ και φίλο και αντίπαλο. Αυτή τη φορά του κλείνω το μάτι και του λέω “έλα να το κάνουμε μαζί”».
Θα ήθελα να το ζήσεις για να μην με πεις υπερβολική. Κάθε μέρα συρρέουν ένα σωρό επισκέπτες στο μουσείο του. Αμήχανοι στην αρχή, με απορίες μελετώντας έργα, απορίες που δεν αποκαλύπτουν όμως, εκείνο το «Τι δηλαδή θέλει να πει;» που διαγράφεται στο βλέμμα, αυτή η ερώτηση που κατατρέχει και πνίγει το συναίσθημα. Μαγεμένοι, ως επί των πλείστων, στο τέλος. Και όταν τον εντοπίζουν… Διστακτικά πάνε κοντά του και νοιώθεις την αγωνία για το πώς να εκφραστούν. «Μας συγκινήσατε κ. Τσόκλη» του λένε. Κι εκείνος κοφτά: «Συγκινείστε με λοιπόν και σεις!» λέει με κείνα τα διαβολεμένα του μάτια ν΄αστράφτουν. Κοντοστέκονται. Τι θέλει να πει; Τους βλέπω να μην μπορούν να στεριώσουν μορφασμό. Συνήθως χαμογελάνε μισό. Τι θέλει να πει, ετούτος; Κι όμως είναι τόσο απλό. «Η πρόθεση». Της τέχνης. Αυτή η εμμονή του Τσόκλη. «Η πρόθεση να σε….». Τι να «σε»; Αυτό που έζησα κοντά του και θα το χρωστάω αιώνια όταν με τίμησε να γράψω την μοναδική του βιογραφία, το «Δεν πέθανα εγκαίρως»… Το να σε ωθεί να σκίζεις τη φόδρα του μυαλού σου. Αυτό! Πόσο είναι ευεργετικά απελευθερωτικό!
Το άτιμο το σώμα δουλεύει σκανδαλωδώς αυτόνομα. Αλλά το μυαλό; Με τι μανία το φυλακίζουμε; Κουτάκια, κουτάκια, ο καθένας μας με τα δικά του κουτάκια. Με τα δικά του «Best of», σαν τραγουδιστές που τραγουδούν τις ίδιες και ίδιες επιτυχίες για να ‘χουν συντροφιά κόσμου, για να τέρπονται βολική επιτυχία. Το έρμο το μυαλό… Μην και μας ξεφύγει. Μην και μας παρασύρει σε ταξίδι μακρινό… Κι άντε μετά, πώς το μαζεύεις; «Εμείς, ραβδοσκόποι της έμπνευσης, εκ πεποιθήσεως» λέει ο Κώστας Τσόκλης. Μια ζωή ραβδοσκόπος. Το επόμενο έργο, άρα και η πιο «μακριά», η πιο «έξω» σκέψη, το πιο «ταξίδι».
Κι ύστερα το άλλο και το άλλο και το άλλο. 86 χρονών δρομέας. Γιατί; «Οταν πάω εκεί ψηλά, θα με πιάσει από το αφτί και θα μου πει “τι το έκανες το ταλέντο που σου έδωσα;” Πρέπει να έχω προσπαθήσει. Ξέρω ότι βρίσκομαι στα νερά του γελοίου από την πολλή προσπάθεια κι αν δεν ξεπεράσω αυτή τη φάση δεν ησυχάζω. Δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω ο φύλακας-διάβολός μου. Διότι με τους ζωντανούς τα βγάζω πέρα, όπως είχε πει κι ο Πεσόα. Με τους πεθαμένους; Όταν έρθει η ώρα, θα με πάρουν στο τραπέζι τους ο Λύτρας, ο Χαλεπάς, ο Γύζης ή θα με βάλουν για υπηρέτη;».
Πρέπει να το ζήσεις για να με καταλάβεις… Πόση μεγάλη σημασία έχει η επαφή μας, οι συνομιλίες μας με τέτοιους ανθρώπους. Πόσο αξίζει, πόσο χάδι είναι το αιχμηρό σπιρούνιασμά τους «συγκινείστε με λοιπόν και σεις». Δηλαδή γίνε «εσύ» πιο πέρα σου… Εχει ωραίο κόπο. Πρέπει να το ζήσεις… Το έζησα. Αντε μετά να βρεις άλλον Τσόκλη… (αυτό είναι ένα θέμα)
ΥΓ. Ευχαριστώ τη Μαίρη Αδαμοπούλου για μερικά αποσπάσματα που δανείστηκα από μια συνέντευξή της με τον Κώστα Τσόκλη.