Ο 48χρονος κωμικός και παρουσιαστής Ράσελ Μπραντ γεννήθηκε στο Εσεξ της Αγγλίας και έγινε για πρώτη φορά διάσημος παρουσιάζοντας ένα παρακλάδι του Big Brother, το Big Mouth, στη βρετανική τηλεόραση. Μετά, έπαιξε σε ταινίες, έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές και παντρεύτηκε μια από τις μεγαλύτερες ποπ σταρ του πλανήτη, την Κέιτι Πέρι. Από όλη του την καριέρα δεν έλλειψαν ποτέ τα σκάνδαλα, μεταξύ των οποίων και ένα από τα χειρότερα στην ιστορία του BBC. Τώρα κατηγορείται για τέσσερις σεξουαλικές επιθέσεις εναντίον διαφορετικών γυναικών (γεγονός που ο ίδιος αρνείται).
Πέρα απ’ αυτά, με τα χρόνια άρχισε να ασχολείται με την πολιτική και ανέπτυξε κάποιες προσωπικές θεωρίες που σήμερα εκφράζονται στα βίντεό του. Ο Μπραντ έχει ένα ακροατήριο τεσσάρων εκατομμυρίων ακολούθων στο Instagram, 2,2 εκατομμυρίων στο TikTok και 6,59 εκατομμυρίων στο YouTube. Τα βίντεό του έχουν τίτλους όπως «Αυτά τα emails αποδεικνύουν ότι ο Μπάιντεν είναι διεφθαρμένος και ψεύτης;», «Τι προκάλεσε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ τις φωτιές στη Χαβάη;» και «Να πώς οι νέοι κανόνες για τα φύλα επηρεάζουν τους άντρες».
Η σχέση του Μπραντ με τη συνωμοσιολογία γιγαντώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν έγινε από τους πιο ένθερμους αρνητές του εμβολίου αλλά και την πραγματικότητας, σύμφωνα με το BBC. Το YouTube κατέβασε ένα από τα βίντεό του για παραβίαση των κανόνων περί παραπληροφόρησης και ο Μπραντ μετακόμισε σε μια άλλη πλατφόρμα, το Rumble, όπου δημιούργησε ένα λογαρισμό με τον τίτλο «Stay Free with Russell Brand» (Μείνε ελεύθερος με τον Ράσελ Μπραντ).
Η καριέρα του Μπραντ ξεκίνησε από το stand-up comedy, το 2000, όταν άρχισε να δίνει παραστάσεις στο Hackney Empire και αργότερα στο Edinburgh Fringe. Οι περισσότερες από τις παραστάσεις του βασίζονται σε προσωπικές του εμπειρίες· ο ίδιος δεν έχει κρύψει ποτέ ότι έκανε συστηματική χρήση ναρκωτικών, ενώ είναι εθισμένος και στο σεξ. Ολα αυτά, εξάλλου, τα έχει περιγράψει και στις δύο αυτοβιογραφίες του, με τίτλους «My Booky Wook 1 και 2».
Στα πρώτα βήματα της καριέρας του έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές στο XFM και αργότερα στο BBC 6 Music. Ηδη από την αρχή της καριέρας του ενεπλάκη σε διάφορα σκάνδαλα. Στις 12 Σεπτεμβρίου 2001, μια ημέρα μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, πήγε στο ΜTV, όπου παρουσίαζε μια εκπομπή, ντυμένος Οσάμα Μπιν Λάντεν και φυσικά τον απέλυσαν.
Η πραγματική στροφή στην καριέρα του ήρθε με την παρουσίαση του Big Brother’s Big Mouth, σε μια εποχή που το συγκεκριμένο ριάλιτι ήταν τρελά δημοφιλές στη Βρετανία. Ο ίδιος, με τον πληθωρικό χαρακτήρα του και τα ατελείωτα αστεία του κυριάρχησε στο σόου και αναδείχθηκε ως το νέο αστέρι στο τηλεοπτικό τοπίο. Υπήρχαν, βέβαια, και εκείνοι στους οποίους δεν άρεσε καθόλου, αλλά αυτό απλώς ενίσχυσε το κεφάλαιό του στην αγορά του θεάματος.
Πολύ σύντομα ο Μπραντ ήταν ο πιο περιζήτητος παρουσιαστής στη βρετανική τηλεόραση και όχι μόνο. Παρουσίασε τις τελετές απονομής βραβείων του NME, του MTV και των Brit Αwards, πήρε δική του εκπομπή στο δίκτυο E4, και ήταν ο βασικός παρουσιαστής στην παγκόσμια συναυλία Live Earth. Επίσης τον μετακίνησαν από το BBC Radio 6 Music στο πιο μεγάλης ακροαματικότητας Radio 2, στο οποίο έκανε μια δίωρη εκπομπή κάθε Σάββατο απόγευμα.
Και μετά ξέσπασε το μεγάλο σκάνδαλο. Ο Μπραντ επρόκειτο να κάνει μια μαγνητοφωνημένη συνέντευξη με τον πρωταγωνιστή της σειράς Fawlty Towers, Αντριου Σακς. Ο Σακς δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού και ο Μπραντ, μαζί με τον Τζόναθαν Ρος, που ήταν καλεσμένος στο σόου του, άρχισαν να του κάνουν τηλεφωνικές φάρσες. Του τηλεφωνούσαν στο σπίτι και του άφηναν προσβλητικά μηνύματα στα οποία ο Μπραντ έλεγε ότι είχε κάνει σεξ με την εγγονή του Σακς, Τζορτζίνα Μπέιλι.
Περισσότεροι από 40.000 άνθρωποι διαμαρτυρήθηκαν μετά την εκπομπή. Το BBC έφαγε πρόστιμο 150.000 λιρών από την αρμόδια επιτροπή δεοντολογίας και ο Μπραντ απελύθη με συνοπτικές διαδικασίες. Ο ίδιος δεν πτοήθηκε και αποφάσισε να κάνει καριέρα ηθοποιού, παίζοντας σε μια σειρά από ταινίες που έκαναν επιτυχία στο box office.
Το καλοκαίρι του 2009, γνώρισε την Κέιτι Πέρι, όταν εκείνη έπαιξε ένα μικρό ρόλο σε μια από τις ταινίες του. Αρραβωνιάτηκαν αμέσως και παντρεύτηκαν στην Ινδία σε μια ινδουιστική τελετή. Χώρισαν δύο χρόνια αργότερα. Στο μεταξύ ο Μπραντ είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός για τις πολιτικές του θέσεις, όσο και για τα επιτεύγματα της καριέρας του.
Αρχισε να γράφει άρθρα για το αριστερό πολιτικό περιοδικό New Statesman, ενώ εμφανίστηκε και σε πολιτική εκπομπή υψηλής θεαματικότητας απέναντι στον ακροδεξιό Νάιτζελ Φάραντζ. Ο Μπραντ έλεγε τότε ότι δεν ψηφίζει στις εκλογές, επειδή «έχει κουραστεί από τα ψέματα και την προδοσία των πολιτικών επί πολλές γενεές». Η προτροπή του στο κοινό ήταν να απέχει επίσης από τις εκλογές.
Το 2012 τον κάλεσαν στην Επιτροπή του υπουργείο Εσωτερικών για τον εθισμό στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, αλλά τα διαρκή αστεία του έκαναν έναν βουλευτή να του επισημάνει ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι «τηλεοπτικό σόου».
Από ένα σημείο και μετά, όπου κι αν εμφανιζόταν προκαλούσε αντιπαραθέσεις και χάος: Το 2006 στα μουσικά βραβεία του ΝΜΕ είπε ότι ο Μπομπ Γκέλντοφ «είναι ειδικός στην πείνα, καθώς επί 30 ολόκληρα χρόνια τρώει σταθερά και μόνο από το τραγούδι I Don’t Like Mondays». Δύο χρόνια αργότερα, ως παρουσιαστής των MTV Video Music Awards, ο Μπραντ είπε στο αμερικανικό κοινό ότι οι Αγγλοι δεν θα εμπιστεύονταν τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, τόσο που «ούτε ένα ψαλίδι δεν θα αφήναμε στα χέρια του, στην Αγγλία». Το 2013 τον πέταξαν έξω από τα βραβεία του περιοδικού GQ όταν είπε δημόσια ότι ο σπόνσορας των βραβείων, η φίρμα ένδυσης Hugo Boss «έφτιαχνε στολές για τους ναζί».
Από την έναρξη της πανδημίας και μετά, ο Μπραντ επικεντρώθηκε στα βίντεό του. Συνήθως σε αυτά κοιτάει το κοινό του στα μάτια και η εικόνα του δεν θυμίζει σε τίποτε τον καλοσκηνοθετημένο και καλοφωτισμένο εαυτό του την εποχή των κινηματογραφικών επιτυχιών. Το κοινό, όμως, συνεχίζει να τον αγαπά, ή να αγαπά να τον μισεί.