Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τουλάχιστον 21 κυβερνήσεις έχουν χρησιμοποιήσει πυρομαχικά διασποράς σε 40 χώρες και τέσσερις άλλες περιοχές ανά την υφήλιο. Σχεδόν σε κάθε περιοχή του κόσμου έχει γίνει χρήση πυρομαχικών διασποράς κάποια στιγμή τα τελευταία 70 χρόνια, συμπεριλαμβανομένων της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, της Υποσαχάριας Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής.
Σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση (2022) του Cluster Munition Monitor από πέρυσι τον Αύγουστο, πυρομαχικά διασποράς χρησιμοποιούνται πλέον μόνο στην Ουκρανία, με τους Ρώσους να εξαπολύουν επιθέσεις σχεδόν από την αρχή του πολέμου (τόσο κατά στρατευμάτων στο πεδίο όσο και σε αστικές περιοχές) ενώ οι Ουκρανοί φέρεται να κατέφυγαν στη χρήση τους τουλάχιστον τρεις φορές.
Πρόκειται για ένα άκρως φονικό, και για αυτό αμφιλεγόμενο, όπλο, κυρίως λόγω των κινδύνων που ενέχει για τους αμάχους ακόμη και μετά το τέλος της όποιας σύρραξης. Οι βόμβες διασποράς περιέχουν πολλές μικρότερες εκρηκτικές βόμβες (βομβίδια) που απελευθερώνονται κάποια στιγμή στον αέρα και σκορπίζονται, καλύπτοντας αλλά και «μολύνοντας» μια ευρεία περιοχή. Τα περισσότερα εκρήγνυνται με το που έρθουν σε επαφή με το έδαφος ή κάποια άλλη επιφάνεια, αρκετά, ωστόσο (σε ποσοστό από 2% έως 40%) δεν εκρήγνυνται, συνεχίζοντας, έτσι, να αποτελούν απειλή για τους αμάχους επί χρόνια, ακόμη και δεκαετίες σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ο Λορέντσο Κρεμονέζι, πολεμικός ανταποκριτής της Corriere della Sera, ο οποίος βρίσκεται στην Ουκρανία από την άνοιξη του 2022, αναφέρεται ενδεικτικά στην ευρεία χρήση τους από τις αμερικανικές δυνάμεις και τους συμμάχους τους στο Αφγανιστάν κατά των Ταλιμπάν την περίοδο 2001-2003. To καλοκαίρι του 2021, συνομιλώντας με κατοίκους του Τζαλαλαμπάντ, της πιο κοντινής πόλης στον Τόρα Μπόρα, ένα από τα προπύργια των Ταλιμπάν στο Ανατολικό Αφγανιστάν, ο ιταλός δημοσιογράφος πληροφορήθηκε πως εξακολουθούν ακόμη να ακρωτηριάζονται και να σκοτώνονται άνθρωποι από υπολείμματα πυρομαχικών διασποράς, ενώ το ίδιο εξακολουθεί να συμβαίνει από τα Βαλκάνια έως τη Συρία και την Υεμένη και τη Νοτιοανατολική Ασία.
«Γιατί, όπως λένε οι Αφγανοί, οι Βιετναμέζοι, οι Τσετσένοι, οι Λίβυοι, οι Κούρδοι, οι Λιβανέζοι, οι Ιρακινοί και όλοι οι λαοί που ήρθαν αντιμέτωποι νάρκες και βόμβες διασποράς, τα εκρηκτικά είναι σαν να περπατούν, μετακινούνται κατά μήκος χιλιομέτρων από το χιόνι και τη βροχή, ακόμα και από τον άνεμο, ειδικά αν είναι ελαφριά. Μόλις διασκορπιστούν σε όλη την επικράτεια, αποκτούν μια δική τους ζωή και καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση ο εντοπισμός και η εξουδετέρωσή τους», αναφέρει ο Λορέντσο Κρεμονέζι στην ανταπόκρισή του από την πόλη Τορέτσκ, στην περιφέρεια του Ντονέτσκ στην Ανατολική Ουκρανία.
Ακριβώς λόγω της θανατηφόρας αποτελεσματικότητάς τους, τα πυρομαχικά διασποράς κατέστησαν ένα από τα πιο σημαντικά και διαδεδομένα όπλα όλων των στρατών από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Οι στρατιωτικές βιομηχανίες τουλάχιστον 34 χωρών, περιλαμβανομένων ευρωπαϊκών χωρών των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ισραήλ, της Αιγύπτου, της Τουρκίας, της Κίνας, της Ρωσίας, της Νότιας και της Βόρειας Κορέας, τα παρήγαγαν μαζικά, ειδικά από τη δεκαετία του 1960 έως το τέλος του περασμένου αιώνα.
Αρχικά είχαν σχεδιαστεί ώστε να φέρουν επίσης χημικούς και βιολογικούς παράγοντες, ενώ ορισμένοι τύποι βομβών διασποράς μπορούσαν να περιέχουν έως και 2.000 βομβίδια μεταβλητής ισχύος. Σχεδιάστηκαν ως όπλα κατά προσωπικού αλλά και τεθωρακισμένων οχημάτων, ενώ υπάρχουν και βόμβες διασποράς ειδικές για την καταστροφή διαδρόμων αεροδρομίων και γραμμών ηλεκτροδότησης.
Μετά τους πολέμους στην Τσετσενία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ στις αρχές της νέας χιλιετίας, άρχισαν να καταβάλλονται προσπάθειες για την απαγόρευσή τους. Η αρχή έγινε στο Οσλο το 2007 (έπειτα από πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού της Νορβηγίας και νυν γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ) ενώ η κατάληξη ήταν η υπογραφή της Σύμβασης για τα Πυρομαχικά Διασποράς που υπεγράφη στο Δουβλίνο τον Δεκέμβριο του 2008 και απαγορεύει (από την 1η Αυγούστου του 2010) τη χρήση, τη μεταφορά, την παραγωγή και την αποθήκευση πυρομαχικών διασποράς. Εως σήμερα την έχουν υπογράψει 123 χώρες, αλλά όχι οι ΗΠΑ και η Ρωσία, ούτε η Ουκρανία, ούτε, όμως, και η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, 74 χώρες στον κόσμο συνολικά.
Στην Ουκρανία, πέρα από τις τακτικές ρωσικές δυνάμεις, που δεν διστάζουν να τις χρησιμοποιούν μαζικά ακόμη και κατά αμάχων (όπως έκαναν και στην Τσετσενία), πυρομαχικά διασποράς φέρεται ότι χρησιμοποίησαν στην Ουκρανία και οι μισθοφόροι της Ομάδας Βάγκνερ.
Τα πυρομαχικά διασποράς που θα στείλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ουκρανία θα πρέπει να είναι ως επί το πλείστον τυπικά βλήματα πυροβολικού του ΝΑΤΟ 155 χιλιοστών με βεληνεκές λίγο κάτω από 40 χλμ., με 72 βομβίδια το καθένα που εκρήγνυνται κατά την πρόσκρουσή τους. Σύμφωνα με τον Τζέικ Σάλιβαν, Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, το «ποσοστό αποτυχίας» τους θα ήταν μικρότερο από 2,5%, ενώ το αντίστοιχο ρωσικό ποσοστό κυμαίνεται από 30% έως 40%.