Η αλήθεια είναι πως σπάνια θα βρεθεί γκαρνταρόμπα χωρίς μπλου τζιν, είτε πρόκειται για (τουλάχιστον) ένα μπουφάν, ένα πολυαγαπημένο παντελόνι Levi’s ή ένα Balenciaga των 1.500 ευρώ – κάτι που στην τελική εξαρτάται από την ηλικία, το γούστο και το εισόδημα του καθενός. Για να βάλουμε, δε, τα πράγματα στη θέση τους, τζιν είναι τα παντελόνια, ενώ το ύφασμα, που χρησιμοποιείται και σε άλλα ρούχα, λέγεται ντένιμ.
Το 80% του πληθυσμού, λοιπόν, κατέχει τουλάχιστον ένα ρούχο από ντένιμ, συμβάλλοντας στην υπεροχή του πιο δημοφιλούς υφάσματος στον κόσμο τα τελευταία 80 χρόνια, και σύμφωνα με τις προβλέψεις το 2030 η παγκόσμια αγορά θα φτάσει τα 95 δισ. δολάρια, όπως αναφέρει στην Telegraph η Λόρα Κρέικ.
Ωστόσο, η ιστορία του ντένιμ, η οποία περιγράφεται γλαφυρά στο «Denim: The Fabric that Built America», ένα νέο βιβλίο των Γκρέιαμ Μαρς και Τόνι Νόρμαντ, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τα στατιστικά στοιχεία για το ύφασμα.
Το 1935, γράφουν οι Μαρς και Νόρμαντ, η κυβέρνηση του προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ ανέθεσε σε μια ομάδα φωτογράφων να ταξιδέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, καταγράφοντας τη φτώχεια της χώρας και τις προσπάθειες της κυβέρνησης να ανακουφίσει τους πολίτες της. Επρόκειτο για ένα εγχείρημα εννέα ετών, που έληξε το 1944, και ενέπνευσε τους συγγραφείς του βιβλίου να γράψουν την ιστορία του ντένιμ.
Το αρχείο εκείνου του project περιλαμβάνει περισσότερες από 170.000 φωτογραφίες, από πολύ διάσημες έως σπάνιες. Οι Μαρς και Νόρμαντ προσπάθησαν να τις δουν μέσα από τον φακό της μόδας, και έτσι ξεκίνησαν το ηράκλειο έργο να τις εξετάσουν μία προς μία.
«Μου αρέσει το ντένιμ αλλά δεν είμαι φανατικός του είδους» λέει στην Telegraph ο Νόρμαντ, ο οποίος ανακάλυψε ότι 3.000 από τις εικόνες παρουσίαζαν άτομα που φορούσαν τζιν. «Υπήρχαν φωτογραφίες ανθρώπων που εργάζονταν σε φάρμες, εργάζονταν σε εργοστάσια, εργάζονταν για τον αμερικανικό στρατό, και φορούσαν ρούχα των Levi’s, Carhartt, Wrangler και Lee, μάρκες που φοράνε οι άνθρωποι μέχρι σήμερα. Αλλά αυτό ήταν πολύ πριν τη δεκαετία του 1950, όταν οι έφηβοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για το τζιν ως μέσο εξέγερσης» παρατηρεί.
Για να φτάσουν στην τελική επεξεργασία, οι δύο συγγραφείς χρειάστηκαν τρεις ολόκληρες μέρες και νύχτες. «Μου έγινε εμμονή» λέει ο Νόρμαντ και επισημαίνει: «Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισα ήταν ότι η συλλογή δεν έχει λέξεις-κλειδιά. Δεν μπορείς να πληκτρολογήσεις τη λέξη “ντένιμ” και να βγει ένα αποτέλεσμα αναζήτησης. Χρειάστηκαν πέντε μήνες από την αρχή μέχρι το τέλος για να γίνει το βιβλίο, αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι θα χρειάζονταν δύο χρόνια».
Εχει μια αγαπημένη εικόνα; «Υπάρχουν πάρα πολλές αγαπημένες, αλλά μου αρέσει η φωτογραφία των μηχανικών αεροσκαφών WAVES [Γυναίκες Αποδεκτές για Εθελοντική Υπηρεσία Εκτακτης Ανάγκης] που εργάζονται σε ένα εκπαιδευτικό αεροπλάνο της Βόρειας Αμερικής» απαντά ο Μαρς. «Μου αρέσει επίσης ο Ρας Νίκολσον, ο χαρακτήρας που εμφανίζεται στο εξώφυλλο».
Για όποιον ανατράφηκε πιο μοντέρνα, με κομψές σέξι διαφημίσεις για τα μπλου τζιν του Calvin Klein με την Κέιτ Μος και τον Μαρκ Γουόλμπεργκ, το γεγονός ότι όλες αυτές οι φωτογραφίες προέρχονται από μια εποχή πριν γίνει μόδα το ύφασμα ντένιμ, είναι μια αναζωογονητική επαναφορά. Είναι ένα παράθυρο σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, όπου το ντένιμ ήταν καθαρά λειτουργικό και δεν το είχε αγγίξει το χέρι της μόδας.
«Είναι μια βαθιά βουτιά στο παρελθόν του ντένιμ, εικόνες που δεν βλέπουμε πλέον και μιλούν για την πραγματική προέλευσή: τα ρούχα εργασίας» σημειώνει ο Μαρς προσθέτοντας πως «ήταν σημαντικό να αφηγηθούμε αυτή την ιστορία ως οπτική ιστορία, μέσα από εικόνες αρχείου σοβαρών, αυθεντικών ρούχων εργασίας από ντένιμ, που φορέθηκαν με αποφασιστικότητα και χάρη από ανθρώπους οι οποίοι έζησαν και εργάστηκαν εκείνη τη δεκαετία».
Οι φωτογραφίες που παρατίθενται στο βιβλίο των Μαρς και Νόρμαντ απεικονίζουν ανθρακωρύχους, καουμπόηδες και εργάτες εργοστασίων, χειρώνακτες γενικά, οι οποίοι είχαν ανάγκη από ένα πολύ ανθεκτικό ύφασμα, που θα ανταποκρινόταν στις προκλήσεις της σκληρής δουλειάς τους.
Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που εφευρέθηκε το ντένιμ. Η προέλευσή του συζητείται, γράφει στην Telegraph η Λόρα Κρέικ, ωστόσο οι περισσότεροι συμφωνούν ότι κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Νιμ της Γαλλίας στα τέλη του 17ου αιώνα, ως αποτέλεσμα των υφαντών που προσπαθούσαν να αντιγράψουν ένα ανθεκτικό ύφασμα που ονομαζόταν «τζιν».
Ο τρόπος ύφανσης τού έδινε μια μπλε πρόσοψη και μια λευκή πίσω πλευρά. Το όνομα του υφάσματος, δε, «ντένιμ», προέρχεται από το «de Nimes» (από τη Νιμ). Τα τζιν, εξάλλου, χρονολογούνται στον 16ο αιώνα, όταν οι λέξεις «τζίνοϊζ» ή τζινς» («genoese» ή «genes») χρησιμοποιούνταν για να περιγράψουν τα σκληρά ντρίλινα παντελόνια που φορούσαν οι έμποροι ναύτες στις ακτές της Γένοβας.
Η ειρωνεία είναι ότι στην εποχή μας αυτά τα τόσο ανθεκτικά, βιώσιμα υφάσματα, μερικές φορές αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμα, όπως το χαρτί. Ενώ όλοι έχουμε ένα αγαπημένο μπλου τζιν, οι περισσότεροι θα ομολογούσαμε ότι αντικαθιστούμε, ή τουλάχιστον αναπληρώνουμε, τη συλλογή μας πολύ πιο τακτικά από ό,τι απαιτεί η μακροζωία τους, παρατηρεί η Κρέικ στην Telegraph.
Χαμηλόμεσα ή ψηλόμεσα, «ψαράδικα» ή μακριά, σε γραμμή καμπάνα, ίσια (επιτρέψτε μου να πω ότι είναι αυτά που κολακεύουν τους περισσότερους σωματότυπους) ή skinny, boyfriend, baggy ή balloon, σκούρα ή λευκασμένα, είναι τύποι που σε όλους μας αρέσει να δοκιμάζουμε, παρηγορώντας τον εαυτό μας ότι το κόστος του νέου παντελονιού είναι σε κάθε περίπτωση πολύ χαμηλότερο από εκείνο οποιασδήποτε άλλης νέας αγοράς… Κάτι που, βέβαια, είναι πέρα για πέρα αληθινό. Τα τζιν συνδυάζονται με οτιδήποτε. Σήμερα, εξάλλου, μπορούν να φορεθούν σχεδόν παντού.
Αντίθετα από τον Νόρμαντ, ο Μαρς παραδέχεται πως είναι φανατικός των τζιν, αλλά δεν του αρέσουν οι πιο μοντέρνες εκδοχές τους που είναι τώρα της μόδας: «Με εκπλήσσει πόσα χρήματα είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν οι άνθρωποι για τζιν σχεδιαστών μόδας» λέει, παρατηρώντας ότι «είναι τζιν που δεν έχουν κληρονομιά ή ιστορία. Μερικά από τα πιο ακριβά είναι διακοσμημένα με διαμάντια και άλλες πολύτιμες πέτρες και πωλούνται για περισσότερα από ένα εκατ. δολάρια. Για μένα αυτό είναι άσεμνο, είναι σαν να φοράς το τραπεζικό σου υπόλοιπο στην πλάτη σου. Οσον αφορά τα επώνυμα τζιν παντελόνια, είμαι περήφανος που είμαι σνομπ και εμμένω σε μια παλιά δοκιμασμένη μάρκα τζιν με παράδοση και ιστορία» τονίζει.
Το αγαπημένο του; «Διάφορα Levi’s XX501 και δύο 505, [ένα στυλ] που παρουσιάστηκε το 1967». Οπότε τόσο αυτός –όπως και κάθε φανατικός των μπλου τζιν– θα ενθουσιαστεί όταν μάθει ότι το μοντέλο Levi’s 501 αναδείχτηκε στο πιο εμβληματικό αντικείμενο μόδας όλων των εποχών σε μια πρόσφατη έρευνα της πλατφόρμας αγορών Whatnot, συγκεντρώνοντας το 45% των ψήφων. Εχει φορεθεί από όλους, από τον Τζον Γουέιν μέχρι τη Μέριλιν Μονρόε, και πιο πρόσφατα από fan του ντένιμ όπως η Σελένα Γκόμεζ και ο Σίντνεϊ Σουίνι.
Μάλιστα, το κλασικό Levi’s 501, που γιόρτασε πέρυσι τα 150α γενέθλιά του, βλέπει τη δημοτικότητά του να αυξάνεται τελευταία, γεγονός που θα μπορούσε να αποδοθεί στην αύξηση των αγορών μεταχειρισμένων και vintage ειδών. Κυρίως, όμως, οφείλεται στο ότι το 501 είναι ένα πολύ κλασικό και ασφαλές στυλ, με τη σπάνια ιδιότητα να κολακεύει σχεδόν όλους τους σωματότυπους. Γιατί, όπως επαναλαμβάνει αυτό το νέο βιβλίο –και αναφέρει η Κρέικ στην Telegraph–, όποιες κι αν είναι οι ιδιοτροπίες της μόδας, ορισμένα κλασικά σχέδια δεν γινέται ποτέ να βελτιωθούν.