«Όπου πέθαν’ ας κοιμάται
Και κανείς δεν του θυμάται»
Η πρώτη εικόνα στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Φαλτάiτς «Η Γρίππη στη Σκύρο» είναι ένα καΐκι που μπαίνει στο Λιμάνι του νησιού, τη Λιναριά, καθώς «…απ’ το πέλαγος έφτανε ως εκεί το κλάμα της ανοιχτής θάλασσας κι από τη στεριά, την αφανισμένη στην καταχνιά, το ροχαλητό του νερού που κατέβαινε ποταμός…». Το καΐκι αποβιβάζει καμιά δεκαριά άρρωστους στρατιώτες, που τους έστειλαν από το νοσοκομείο της Χαλκίδας στην ιδιαίτερη πατρίδα τους για να πεθάνουν.
Την ίδια ώρα, ένας αγωγιάτης, που έφτανε από τη Χώρα για να παραλάβει εμπορεύματα, αντιμετώπιζε αμπαρωμένες πόρτες. Κι όπου του άνοιγαν, «…πτώματα κάτω κι άνθρωποι να ψυχομαχούνε. Στης Καλής της Λυκομάδαινας δυο σωριασμένα κυπαρίσσια, ο μεγάλος της γιος κι η ’ρεβωνιαστικιά του. Μέρα τ’ Άη Δημητριού σήμερα, ήτανε να τους κάνουνε το γάμο τους, μα τους βάλανε τα στεφάνια πεθαμένους. Στης χήρας της Μαριγώς του Πανταζή, ένα ολόδροσο κρίνο, η θυγατέρα της η Τίνα νεκρή. Στου Τσολάκη δυο κόρες του πλά πλάι, αγκαλιασμένες λές στο θάνατο, τις είχαν απλώσει για τ’ αγύριστο ταξείδι. Στου Αντώνη του Σουρή ένα λείψανο ξυλιασμένο κι ένα παιδί που ψυχομαχούσε…».
Ήταν Οκτώβρης του 1918 και η «Ισπανική Γρίπη», που αφάνισε δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων σ΄όλον τον κόσμο ,είχε ήδη φτάσει πρώτα στο Λιμάνι και, αμέσως μετά, και στη Χώρα της Σκύρου. Η αρρώστια χτύπησε με ιδιαίτερα τρομακτική σφοδρότητα, το νησί αυτό. Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς – νεαρός δημοσιογράφος τότε – έγραψε και δημοσίευσε τον επόμενο χρόνο το βιβλίο του για τη «Γρίππη στη Σκύρο». Το βιβλίο του επανεκδόθηκε το 2006.
«Από τη μέρα εκείνη, εικοσιεφτά του Οκτώβρη, άρχισε η μεγάλη συμφορά. Το βράδυ οι άνθρωποι πέφτανε καλά και το πρωί δεν ξανασηκωνότανε πια …Μέσα σε τρείς τέσσερις μέρες, βρεθήκανε από τις τρεις χιλιάδες διακόσιους ανθρώπους όλης της Χώρας, πιο πολλοί από τις δυο χιλιάδες πεσμένοι. Η αρρώστια φούντωνε και κλάδωνε. Βροντούσε κάτω γερά κορμιά και θέριζε ολόδροσα βλαστάρια».
Στο βιβλίο περιγράφεται η ραγδαία κατάρρευση του ασθενούς: η γρίπη έπληττε ταυτόχρονα τα πνευμόνια, τα νεφρά, το συκώτι, την καρδιά, το κεντρικό νευρικό σύστημα – όλα σχεδόν τα όργανα. Προκαλούσε μεγάλες αιμορραγίες και προπαντός την απόγνωση και την τρέλα.
Αρχικά, η έγνοια του κάθε ζωντανού- νεκρού ήταν πώς θα καταφέρει να θάψει τους δικούς ανθρώπους. Και πάντως πώς να απαλλαγεί απ’ αυτούς.
Μεταφέρονταν τυλιγμένοι σε σεντόνια, πάνω σε βγαλμένες πόρτες, διπλωμένοι στα σαμάρια των ζώων. Οι προσφιλείς νεκροί είχαν γίνει αβάσταχτο βάρος για τους στενούς τους συγγενείς. Τα νεκροταφεία δεν χωρούσαν άλλους. ‘Όταν έβρισκαν κάποιον να σκάψει, τους έθαβαν όπου νάναι. Οι μεθυσμένοι από την υπερβολική κατανάλωση κρασιού νεκροθάφτες δεν προλάβαιναν. Άνοιγαν κάτι ρηχούς λάκκους, απ’ τους οποίους, με το που δυνάμωνε η βροχή, πρόβαλαν άλλοτε κάποιο χέρι, τούφες μαλλιά ή κάποιο ρούχο του νεκρού.
Δεκάδες έμεναν άταφοι στα σπίτια, σε αυλές, στους δρόμους ή σε σωρούς μέσα στις εκκλησίες.
«Αντρόγυνα αγκαλιασμένα νεκρά και μανάδες τρελές που κουνούσανε και νανουρίζανε τα πεθαμένα τους παιδιά. Γύρω, κοντά στο σβηστό χωρίς ξύλα τζάκι, άντρες και νοικοκύρηδες, γυμνοί, ξυπόλυτοι, κουρελιασμένοι. Κι άλλοι πεσμένοι στους δρόμους κι άλλοι στις αυλές κι άλλοι στους αχυρώνες κι άλλοι σωρό πάνω στους πεθαμένους δικούς τους εκεί που τους σαβανώνανε».
Αμέτρητες σκηνές, με απελπισμένες γυναίκες που παρακαλάνε τον έμπορο για ένα κομμάτι ύφασμα να σαβανώσουν τους δικούς τους ανθρώπους και να περισσέψει λίγο και για τις ίδιες. Άντρες που τους έχει κυριέψει η τρέλα και βρίζουν τα νεκρά παιδιά τους γιατί δεν αντέχουν άλλο το κουβάλημά τους. Και οι «αρχές» του νησιού που τηλεγραφούν για φάρμακα, έστω κινίνα και η κεντρική εξουσία να τους στέλνει «οδηγίες» για καθαριότητα και άλλα παρόμοια…
Κι απάνω στο μήνα, τα κρούσματα άρχισαν να λιγοστεύουν και σε λίγες μέρες ο αριθμός τους μηδενίστηκε. Αρχές του Δεκέμβρη οι άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν έξω. Με πάνω από 1.000 νεκρούς, με ρημαγμένα σπίτια, με διαλυμένες οικογένειες, με χαμένες περιουσίες.
«Κόσμος χάθηκε και κόσμος καινούργιος έπρεπε να γεννηθεί. Η ανάγκη του νόμου των αιώνων, οργίαζε στα κορμιά, μεθούσε και ζάλιζε το αίμα…»
Ο Φαλτάιτς κλείνει την αφήγησή του παίρνοντας πια μια απόσταση από το ζόφο:
«Η ιστορία του βιβλίου αυτού του θανάτου βρίσκει για φυσικό της τέλος το τραγούδι που έχει δώσει σε μας τους ανθρώπους η Ζωή:
‘Οπου πέθαν’ ας κοιμάται
Και κανείς δεν του θυμάται»
***************
Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς είχε γεννηθεί το 1891. Προερχόταν από μεγάλη και πολύ παλαιά οικογένεια επιχειρηματιών της Σκύρου, της οποίας το αρχικό όνομα ήταν Φάλταγης. Οι πρόγονοί του έζησαν αρκετά χρόνια στη Ρωσία, όπου έγινε και η αλλαγή του ονόματός τους σε Φαλτάιτς. Οι γονείς του βρίσκονταν στη Σμύρνη, όταν γεννήθηκε. Τον ίδιο χρόνο, μετακόμισαν στην Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος τέλειωσε το Βαρβάκειο, σπούδασε νομικά και φιλολογία στην Αθήνα και πολύ γρήγορα μπήκε στον κόσμο των Γραμμάτων. Στη σύντομη ζωή του (πέθανε το 1944 στη Σκύρο) έγραψε λογοτεχνικά βιβλία, δοκίμια, λαογραφικά βιβλία, ακόμη και λαϊκά τραγούδια. Έγινε, μέλος της Αθηναϊκής ομάδας εθνικιστών λογίων, γεγονός που τον οδήγησε στη συνεργασία με το δικτατορικά καθεστώς του Μεταξά. Και ίσως αυτό του στοίχισε σ’ ένα βαθμό την μεγαλύτερη αναγνώριση.
Απέκτησε δύο γιους, τον δημοσιογράφο Γιώργο Φαλτάιτς και τον ζωγράφο Μάνο Φαλτάιτς, ο οποίος μετέτρεψε το παλιό αρχοντικό της οικογένειάς του, στο Χωριό της Σκύρου, σε μουσείο, όπου φυλάσσονται πάρα πολλά και σημαντικά αντικείμενα και έγγραφα.
Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς ήταν 27 ετών όταν επισκέφτηκε -μερικές εβδομάδες μετά την πανδημία – την ιδιαίτερη πατρίδα του για να ετοιμάσει ένα ρεπορτάζ για την εφημερίδα «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη στην οποία εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Το βιβλίο του «Η Γρίππη στη Σκύρο» προέκυψε, όπως σημειώνει ο ίδιος στον σύντομο πρόλογο της πρώτης του έκδοσης, από το ταξίδι του αυτό.
Ονομάζει το κείμενό του «Χρονικό» και τονίζει ότι «δίνει μια ωχρή, μα απόλυτα αληθινή και πραγματική εικόνα της μεγάλης συμφοράς». Αλλά αμέσως μετά, προσθέτει μια φράση που θα μπορούσε να μας κάνει κάπως επιφυλακτικούς στο να δεχτούμε ως απόλυτα και ιστορικώς ορθά όλα όσα περιγράφει. Λέει συγκεκριμένα στον πρόλογό του: «Κάποια επεισόδια, παρμένα στην τύχη, έχουνε τραβηχτεί περισσότερο, για να δοθεί εσωτερικότερη κάπως η ιδέα του κακού».
Σε κάθε περίπτωση, «Η Γρίππη στη Σκύρο» δεν είναι ένα ιστορικό βιβλίο, δεν είναι ρεπορτάζ, δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι ίσως όλα αυτά μαζί. Και πάντως έχουμε να κάνουμε με ένα λογοτεχνικό κείμενο – συναρπαστικό, σκληρό, και ουσιαστικά αληθινό.
Κεντρικό του θέμα είναι ο άνθρωπος όχι απέναντι στο θάνατο, αλλά μέσα στο θάνατο – είναι ήδη νεκρός ή σχεδόν. Υπ’ αυτήν τη συνθήκη, το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος έχουν υποχωρήσει. Ο Φαλτάϊτς δεν διστάζει να περιγράψει τη ζωώδη σκληρότητα πολλών συντοπιτών του, το πλιάτσικο, τις κλοπές όχι μόνο από σπίτια νεκρών, αλλά και από τις ίδιες τις σορούς.
Αναφέρει εκατοντάδες ονόματα, που συνδέονται με πραγματικά περιστατικά, αλλά αποφεύγει συνειδητά να ονοματίσει συντοπίτες του με αρνητική συμπεριφορά.
«Ο συντρεχτικός και πρόθυμος χαρακτήρας του κόσμου του νησιού, είχε αλλάξει σε τρεις μέρες μέσα στην πιο σκληρή κι εγωϊστική αδιαφορία», αναφέρει, ίσως με κάποια κατανόηση. Ενώ είναι πιο ανεκτικός απέναντι στα νέα παιδιά που χοροπηδούσαν και γελούσαν με το ακατανόητο θέαμα της εκφοράς και της ταφής των νεκρών. «Το νιό ένστικτο το δυσκολοξήγητο και παράξενο, το ένστικτο της καινούργιας ζωής που δεν φοβάται το θάνατο, τα έκανε να γελούνε, να τρέχουν εδώ κι εκεί».
Από το χρονικό του Φαλτάιτς προκύπτουν μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Όσον αφορά την ίδια την ασθένεια μαθαίνουμε ότι είχε πολύ μεγάλη μεταδοτικότητα, αλλά και θνητότητα. Ότι δεν έκανε διάκριση σε ηλικίες. Σκότωνε από μωρά παιδιά μέχρι ηλικιωμένους. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η επιδημία σταμάτησε όταν η κοινωνία της Σκύρου απέκτησε αυτό που λέμε «ανοσία της αγέλης» — γιατί κάποιο φάρμακο που αναφέρεται ότι παρασκεύασαν οι Ισπανοί, δεν έφτασε στο νησί ως την ώρα που σταμάτησαν οι θάνατοι και τα κρούσματα. Όσο για το κράτος – ενώ δεν είχε τελειώσει ακόμη ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος – τουλάχιστον στο βιβλίο του Φαλτάιτς, δεν φαίνεται να ήταν σε θέση να συνδράμει τους ασθενείς με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο. Ούτε καν για την κάπως αξιοπρεπή εκφορά τους…
Κοντολογίς και σε κάθε περίπτωση, ο Φαλτάιτς μας άφησε μια μοναδική περιγραφή για την φονική πανδημία: μια κατάσταση, όπου η ζωή και θάνατος γίνονται ένα. Όπου αναδύονται τα πιο αποκρουστικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, αλλά και η συμπόνια και η αυτοθυσία κάποιων άλλων. Ένα πολύτιμο βιβλίο, τόσο για τα στοιχεία που περιλαμβάνει όσο και για τη λογοτεχνική του αξία. Έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο, στο οποίο χρόνος δεν έχει αφήσει ούτε μια ρυτίδα.
Είναι αυτονόητο ότι δεν είναι εύκολο να γίνουν συγκρίσεις με τη σημερινή πανδημία και τη σημερινή εποχή. Έναν αιώνα πίσω, οι κοινωνίες ήταν εντελώς διαφορετικές, η ιατρική και τα φάρμακα επίσης. Οι επικοινωνίες σε πρωτόγονη κατάσταση και οι πληροφορίες αργούσαν απελπιστικά να μεταδοθούν. Περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες ήταν αναλφάβητοι.
Ωστόσο, ζούμε και σήμερα μια φοβερή αρρώστια με πάνω από μισό εκατομμύριο θύματα, μια μεγάλη πανδημία με τους νεκρούς τυλιγμένους σε σεντόνια να ρίχνονται σε ομαδικούς τάφους στη Βραζιλία, καμιόνια με τα αμέτρητα φέρετρα στην Ιταλία και το μισό πληθυσμό της Γης να παραλογίζεται μέσα στη θολούρα της συνωμοσιολογίας.