Τέιλορ Σουίφτ, Σαμπρίνα Κάρπεντερ, Μπιγιονσέ και Ντάνα ντελ Ρέι παντρεύουν τους ήχους της κάντρι με την ποπ | Shutterstock / Creative Protagon
Θέματα

Πώς οι ντίβες της ποπ άλωσαν το φρούριο της κάντρι

Την ώθηση έδωσε σε μεγάλο βαθμό η Τέιλορ Σουίφτ, η οποία άρχισε την καριέρα της ως κάντρι τραγουδίστρια, για να εξελιχθεί στην πλουσιότερη ποπ σταρ παγκοσμίως. Ομως η εθνική μουσική της λευκής συντηρητικής Αμερικής είχε αρχίσει να αλλάζει ήδη πριν από λίγες δεκαετίες, χάρη σε καλλιτέχνες με πιο διευρυμένους πολιτιστικούς ορίζοντες
Protagon Team

Μέχρι πρόσφατα ο μέσος Ευρωπαίος δεν ήταν εξοικειωμένος με τον κόσμο της κάντρι μουσικής. Θεωρούνταν πολύ αμερικανική, παρέπεμπε σε σαλούν και καουμπόηδες, σε άξεστους hillbillies. Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει, κυρίως λόγω του παντρέματος της κάντρι με την ποπ και άλλα μουσικά είδη.

Την ώθηση έδωσε σε μεγάλο βαθμό η Τέιλορ Σουίφτ, η οποία άρχισε την εξαιρετική, όπως εξελίχθηκε, καριέρα της ως κάντρι τραγουδίστρια, για να εξελιχθεί στην πλουσιότερη ποπ σταρ παγκοσμίως (με περιουσία 1,6 δισ. δολάρια), ξεπερνώντας τη Ριάνα. Στη συνέχεια ανέλαβαν δράση η Σαμπρίνα Κάρπεντερ, την οποία η Σουίφτ θεωρεί διάδοχό της, καθώς και οι διάσημοι στις ΗΠΑ ράπερ Πόστ Μαλόουν και Τζέλι Ρολ.

Η Τέιλορ Σουίφτ και ο Ποστ Μαλόουν παραλαμβάνουν το βραβείο Καλύτερης Συνεργασίας στην τελετή των φετινών MTV Video Music Awards, στις 11 Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη (REUTERS/Brendan Mcdermid)

Την κάντρι ανακάλυψε πρόσφατα και η Ντούα Λίπα, ενώ η Λάνα ντελ Ρέι ανακοίνωσε ότι το επόμενο άλμπουμ της θα είναι εμπνευσμένο από τους ήχους της κάντρι. Αλλά το «πραγματικό βραχυκύκλωμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αντρέα Σιλέντσι της ιταλικής εφημερίδας La Repubblica, το προκάλεσε η Μπιγιονσέ, «φέρνοντας την πολύ μοντέρνα R&B σε έναν κόσμο που πάντα θεωρούνταν ελάχιστα ευαίσθητος στον πολυφυλετισμό».

Οσο για την Ιστορία, οι ρίζες της κάντρι μουσικής εντοπίζονται στις μπαλάντες και στα παραδοσιακά τραγούδια των άγγλων, σκωτσέζων και ιρλανδών εποίκων που εγκαταστάθηκαν στα Απαλάχια Ορη και σε άλλες ορεινές περιοχές του αμερικανικού Νότου.

Η εμπορική εκμετάλλευσή της ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 (ο πρώτος δίσκος κάντρι που σημείωσε επιτυχία ηχογραφήθηκε το 1923), ενώ σήμερα είναι γνωστή κυρίως για μπαλάντες και χορευτικές μελωδίες με γενικά απλές φόρμες και αρμονίες. Τα βασικά όργανα είναι το μπάντζο, διάφορα είδη κιθάρας, το βιολί και η φυσαρμόνικα.

Παραδοσιακά η κάντρι μουσική αφηγείται κυρίως ανώνυμες ιστορίες της εργατικής Αμερικής που αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα, γεγονός που εξηγεί πώς κατέστη (και εξακολουθεί να είναι) τόσο δημοφιλής στις ΗΠΑ, αλλά όχι ιδιαίτερα εκτός των συνόρων τους, παραμένοντας έτσι ένα πολύ τοπικό, πολύ αμερικανικό φαινόμενο.

Παρά τους ισχυρούς δεσμούς της και με την μπλουζ μουσική, η κάντρι κατέληξε γρήγορα να θεωρείται η εθνική μουσική της λευκής, συντηρητικής Αμερικής. Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, αυτό άρχισε να αλλάζει χάρη σε καλλιτέχνες με πιο διευρυμένους πολιτιστικούς ορίζοντες, με τον δημοσιογράφο της Repubblica να αναφέρεται ενδεικτικά στο «φαινόμενο» Γκαρθ Μπρουκς, με πωλήσεις άνω των 170 εκατ. δίσκων.

Εκ των κορυφαίων εκπροσώπων της μουσικής κάντρι, ο Μπρουκς συμπαθούσε μεν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, επιδίωξε όμως να είναι περισσότερο συμπεριληπτικός και πολιτισμικά ανοιχτός, έχοντας έτσι πολλά εκατομμύρια θαυμαστές μεταξύ τόσο των συντηρητικών όσο και των προοδευτικών αμερικανών φίλων της κάντρι. Ο Γκαρθ Μπρουκς συνέβαλε επίσης σημαντικά στην εξέλιξη του είδους, ενσωματώνοντας στοιχεία ποπ και ροκ.

Επιστρέφοντας στο παρόν και στην Μπιγιονσέ, ο Αντρέα Σιλέντσι γράφει πως η επιλογή της να οικειοποιηθεί την κάντρι μουσική με το άλμπουμ της «Cowboy Carter» σηματοδότησε μια σαφή ρήξη με το παρελθόν: το ότι οι κριτές των Country Music Awards τη σνόμπαραν, κρίνοντας πως δεν της άξιζε ούτε μία υποψηφιότητα, έχει ελάχιστη σημασία, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δίσκος έγινε ο πρώτος μιας αφροαμερικανίδας καλλιτέχνιδας που κατάφερε να φτάσει στην κορυφή της λίστας των country albums του Billboard.

Επίσης, η εμπορική επιτυχία που σημείωσε το άλμπουμ ευνόησε την ανάδειξη της σημαντικής συμβολής που είχαν στην εξέλιξη της κάντρι μουσικής μαύροι καλλιτέχνες, όπως ο θρυλικός Λεντμπέλι.

«Η έννοια της κάντρι μουσικής αποτέλεσε αντικείμενο προσεκτικής επεξεργασίας, ώστε να καταστεί μουσική των λευκών» ανέφερε η Ριάνον Γκίντενς, μια διάσημη στις ΗΠΑ μαύρη μουσικός με εξαιρετικές επιδόσεις και στην κάντρι. Η Γιόλα, μια άλλη σπουδαία μαύρη (από τη Βρετανία) φωνή του είδους (συνδυάζει την κάντρι με τη σόουλ) σημείωσε ότι «η κάντρι ως τα “μπλουζ των λευκών” είναι ένας ιδρυτικός μύθος που διαγράφει πολλά από όσα πραγματικά συνέβαλαν στη γέννηση της μουσικής κάντρι».

Η κάντρι μουσική έχει περάσει, λοιπόν, σε μια νέα φάση, με μπροστάρηδες μεγάλους αστέρες της ποπ, όπως ο δημοφιλέστατος Shaboozy, ένας αφροαμερικανός μουσικός που ενσωματώνει χιπ-χοπ και ροκ στοιχεία, οι Waxahatchee, που προτείνουν μια ίντι εκδοχή της, ή η Μάρεν Μόρις, που πατώντας στην κάντρι πειραματίζεται με την ποπ και τη σύγχρονη  R’n’B.

Πάντως τα πρωτεία εξακολουθούν να κατέχουν πιο παραδοσιακοί εκπρόσωποι του είδους, όπως ο 31χρονος Μόργκαν Γουόλεν: ενόψει της απονομής των Country Music Awards, τον επόμενο μήνα στο Νάσβιλ του Τενεσί, τη «Μέκκα» της κάντρι, κέρδισε τις περισσότερες υποψηφιότητες. Οι κριτές παρέβλεψαν βέβαια ότι πριν από μια τριετία η τότε δισκογραφική εταιρεία του είχε αναγκαστεί να σπάσει το συμβόλαιό του, εξαιτίας ρατσιστικών σχολίων που είχε κάνει ο αμερικανός καλλιτέχνης.