Ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ, ένας από τους μεγαλύτερους bodybuilders όλων των εποχών αν όχι ο μεγαλύτερος, αναδείχτηκε στη συνέχεια κορυφαίος σταρ ταινιών δράσης και περιπέτειας του Χόλιγουντ, αξιοποιώντας στο έπακρο τις σωματικές του ικανότητες. Στην πρώτη του ταινία «Hercules in New York» (1970), ο θηριώδης bodybuilder από την Αυστρία έπαιξε τον Ηρακλή με τη φωνή του ντουμπλαρισμένη και το όνομα Αρνολντ Στρονγκ στους τίτλους, κατόπιν τον μπράβο ενός γκάνγκστερ στο «The Long Goodbye» (1973) του Ρόμπερτ Αλτμαν, και έναν μασέρ στη τηλεταινία «Happy Anniversary and Goodbye» (1974).
Δύο χρόνια αργότερα, δε, έκανε το ντεμπούτο του με τη δική του φωνή στο «Stay Hungry» (1976) του Μπομπ Ράφελσον. Μάλιστα η ερμηνεία του bodybuilder Τζο Σάντο, που προετοιμάζεται για τον διαγωνισμό Mr. Universe, του χάρισε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού. Η μεγάλη επιτυχία, ωστόσο, ήρθε με τον «Κόναν τον Βάρβαρο» (1982) και το σίκουελ «Κόναν ο Εξολοθρευτής» (1984). Και φήμη του εκτοξεύτηκε πραγματικά με τον «Εξολοθρευτή» (1984) με -το δύσκολο να προφερθεί- όνομά του να έχει γίνει πλέον αξιόπιστο εμπορικό σήμα για τους οπαδούς της δράσης.
Ο Αρνολντ Σβάρτσενέγκερ ποτέ δεν έκανε μισές δουλειές. Προετοιμάζοντας, για παράδειγμα, τον ρόλο του φονικού ρομπότ που υποδυόταν στον «Εξολοθρευτή», ισχυρίστηκε ότι περνούσε πολλές ώρες καθημερινά εξασκούμενος στο πώς να αποσυναρμολογεί και να συναρμολογεί φουτουριστικά όπλαμε δεμένα μάτια, «για να δείξω πραγματικά ότι είμαι ειδικός που επιστρέφει από το έτος 2028 στο σήμερα στο Λος Αντζελες».
Χάρη στον ειλικρινή του μόχθο, τη ζωντάνια και την αίγλη του, που αξιοποιήθηκε στο έπακρο από το μάρκετινγκ, η καριέρα του Σβαρτσενέγκερ εκτοξεύτηκε σε πρωτοφανή ύψη. Τον βοήθησε, εξάλλου, και το ανέκφραστο ύφος του. Λίγοι ηθοποιοί θα μπορούσαν να πουν μια απλή ατάκα, όπως το «Θα επιστρέψω», με τον τρόπο του Σβαρτσενέγκερ που θα την μετέτρεπε σε φράση καθοριστική για την καριέρα του, γράφει στο BBC Culture ο Γκρεγκ ΜακΚέβιτ. Εξίσου σημαντική, ωστόσο, ήταν και η προθυμία του να αφιερώνει τις ώρες που απαιτούνταν για να επιτύχει τις φιλοδοξίες του και να είναι ανοιχτός για όλη αυτή τη δουλειά.
«Πρέπει να εμπλακείς ολοκληρωτικά σε ένα εντελώς διαφορετικό είδος συναισθηματικής δέσμευσης για να παίξεις μια μηχανή», δήλωσε σε συνέντευξη που έδωσε στο Breakfast Time του BBC, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Λονδίνο τον Ιανουάριο του 1985, για την προώθηση της ταινίας. «Ο τρόπος που περπατάς είναι τελείως διαφορετικός. Ο τρόπος που χειρίζεσαι τα όπλα σου είναι διαφορετικός. Οι εκφράσεις του προσώπου σου όταν σκοτώνεις και όλα αυτά τα πράγματα [είναι διαφορετικά], γιατί υποτίθεται ότι δεν πρέπει να έχεις συναισθήματα», εξήγησε.
Οι προηγούμενες ταινίες του Σβαρτσενέγκερ είχαν διαμορφωθεί γύρω από την επιβλητική σωματική του διάπλαση. Η κομψή επιστημονική φαντασία του «Εξολοθρευτή», όμως, αποτέλεσε μεγάλη αναβάθμιση των ταινιών Sword and Sorcery (ηρωικής φαντασίας), ο Σβαρτσενέγκερ, δε, είχε ένα σαφές όραμα για το πώς ήθελε να παρουσιάσει τον εαυτό του. «Μου προσφέρθηκε ο ρόλος του καλού τύπου, του ήρωα», είπε, «Στη συνέχεια διάβασα το σενάριο και με γοήτευσε περισσότερο ο Εξολοθρευτής. Ηταν ένας πολύ πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας, ένα ρομπότ». Και τον ενδιέφερε, είπε, να παίξει έναν τέτοιο χαρακτήρα, χωρίς αισθήματα, χωρίς συναισθήματα, χωρίς οίκτο για τίποτα, όπως ο Πιστολέρο που υποδύθηκε ο Γιουλ Μπρίνερ στο «Westworld» (1973) του Μάικλ Κράιτον, ένας από τους πιο σιωπηλούς και τρομακτικούς κακούς που έχει δει ποτέ το σινεμά.
Παρουσίασε, λοιπόν, την ιδέα του να παίξει το σάιμποργκ Εξολοθρευτή (The Terminator / T-800 Model 101) στον σκηνοθέτη της ταινίας, Τζέιμς Κάμερον. «Σκέφτηκα ότι ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για την καριέρα μου», δήλωσε ο Σβαρτσενέγκερ, «γιατί όλο αυτό το διάστημα έπαιζα πάντα τον ήρωα, όπως στις ταινίες “Κόναν”, για παράδειγμα. Επίσης, ήταν ένας καλός ρόλος για μένα γιατί ήταν πραγματικά η πρώτη φορά που έπαιζα σε ταινία χωρίς να χρειάζεται να βασιστώ στη σωματική μου διάπλαση», πρόσθεσε.
Μόλις ο «Εξολοθρευτής» έγινε εισπρακτική επιτυχία στις ΗΠΑ, ο Σβαρτσενέγκερ έστρεψε το βλέμμα του στην επόμενη φάση της καριέρας του, γράφει στο BBC Culture ο ΜακΚέβιτ. «Μου άνοιξε ένα εντελώς νέο πεδίο και φυσικά το πιο σημαντικό πράγμα στην υποκριτική είναι να μπορείς να παίρνεις ρόλους σε πολλούς διαφορετικούς τομείς και όχι απλώς να είσαι τυποποιημένος», δήλωσε.
Για τον Σβαρτσενέγκερ, τα πάντα ήταν θέμα αξιοποίησης των ευκαιριών. Είχε διανύσει πολύ δρόμο από τότε που ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ραδιοτηλεοπτικός κριτικός Κλάιβ Τζέιμς παρομοίασε τον γυμνόστηθο bodybuilder με «καφέ προφυλακτικό γεμάτο καρύδια»… Στο «Fame in the Twentieth Century» 1993), τη σειρά του στο BBC για τη διασημότητα, ο Τζέιμς έριξε μια γρήγορη ματιά στην πορεία του πρώην Mr. Universe που έγινε στη συνέχεια «ο πρώτος απολύτως αυτοδημιούργητος σούπερ σταρ».
Και παρατήρησε ότι στη ταινία με την οποία ο Σβαρτσενέγκερ έγινε πραγματικά διάσημος «έπαιξε τον εαυτό του, δηλαδή ένα ανδροειδές, που κάποιος το είχε φτιάξει. Και κάποιος τον είχε φτιάξει και εκείνον, ο ίδιος είχε φτιάξει τον εαυτό του», είπε. Σύμφωνα με τον αυστραλό δημοσιογράφο που έκανε καριέρα στο Λονδίνο, «η πιο έξυπνη κίνηση του Σβαρτσενέγκερ ήταν ότι μύησε τα μέσα ενημέρωσης στο μυστικό του». Ο Τζέιμς σχολίασε: «Η γλώσσα στο μάγουλο του ήταν δύσκολο να φανεί ανάμεσα σε όλα τα άλλα εξογκώματά του, αλλά ο Τύπος λάτρευε τον τρόπο με τον οποίο δεν έκρυβε τη βιασύνη του. Εκανε την καριέρα του ιστορία».
Ο bodybuilder με το παρατσούκλι «Αυστριακή Βελανιδιά» ήταν πάντα φανερά φιλόδοξος με έναν τρόπο που ίσως ήταν θρασύτατα αμερικανικός, όχι τόσο ευρωπαϊκός, σημειώνει ο Γκρεγκ ΜακΚέβιτ στο BBC Culture. Αφού δημιούργησε ένα σώμα με το οποίο κέρδισε πολλές φορές το βραβείο Mr. Universe, έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό με το «Pumping Iron» (1977), ένα ντοκιμαντέρ για τον κόσμο του επαγγελματικού bodybuilding, με επίκεντρο τους διαγωνισμούς Mr. Universe και Mr. Olympia του 1975. Το ντοκιμαντέρ παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών εκείνης της χρονιάς, και ο Σβαρτσενέγκερ εξήγησε στο BBC ότι δεν ήταν εκπαιδευμένος ηθοποιός, αλλά χρησιμοποιούσε το σώμα του ως «όχημα για να εισχωρήσει στον κινηματογράφο».
Επιτυχίες του μάρκετινγκ
«Είναι κάτι που με βοηθάει μέχρι να καθιερωθώ στην υποκριτική», είπε. Οταν ρωτήθηκε, δε, αν πίστευε ότι το υποκριτικό του ταλέντο θα μπορούσε να εξισωθεί με τις ικανότητές του στο bodybuilding, δεν είχε καμία αμφιβολία: «Οταν ήμουν 15 ετών, είχα πει ότι θα γίνω ο καλύτερος ή ο μεγαλύτερος bodybuilder όλων των εποχών και το έχω κάνει. Τώρα είμαι εξίσου σίγουρος, όπως όταν ήμουν 15 ετών. Τώρα μπορώ να πω ότι θα γίνω ο καλύτερος ηθοποιός».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σχεδόν όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιό του. Μπορεί ο Σβαρτσενέγκερ να μην ήταν ο καλύτερος ηθοποιός, αλλά αναμφισβήτητα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του Χόλιγουντ. Είχε περάσει από τον «Κόναν» σε επικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας μεγάλου προϋπολογισμού, όπως ο «Κυνηγός» (1987) και η «Ολική Επαναφορά» (1990) και ενδιαμέσως σε φιλικές προς την οικογένεια κωμωδίες, όπως οι «Δίδυμοι» (1988). Κάθε κίνηση της καριέρας του ήταν μια επιτυχία του μάρκετινγκ, που απευθυνόταν σε όλο και μεγαλύτερες δημογραφικές ομάδες. Στον πρώτο «Εξολοθρευτή» ήταν ένας τρομακτικός κακός. Στο σίκουελ, «Εξολοθρευτής 2: Μέρα Κρίσης» (1991), ήταν ο ήρωας.
Στη σειρά ντοκιμαντέρ του BBC «Naked Hollywood» (1991), ο Σβαρτσενέγκερ αναφέρθηκε στα εμπόδια που χρειάστηκε να ξεπεράσει στον δρόμο του προς την κορυφή, γράφει ο ο ΜακΚέβιτ στο BBC Culture: «Εφτιαξα ένα πρόγραμμα, πήγα σε πολλά μαθήματα υποκριτικής, μαθήματα φωνητικής, μαθήματα αφαίρεσης προφοράς, και πάει λέγοντας, και έκανα ένα σχέδιο για το πώς θα προωθούσα τον εαυτό μου. Και τότε συνάντησα την πιο απίστευτη αντίσταση που μπορείτε να φανταστείτε», είπε.
Οι υποψήφιοι ατζέντηδες χλεύαζαν το αυστριακό του επώνυμο και τον παρότρυναν να το αλλάξει, ο Σβαρτσενέγκερ, όμως, ήταν αυτός που θα γελούσε τελευταίος. «Ολοι βασικά μου έλεγαν, “έχεις πολύ λίγες πιθανότητες σε αυτό το επάγγελμα απλώς και μόνο επειδή δεν γνωρίζουμε κανέναν που να έχει έρθει από την Ευρώπη και να έχει φτάσει πραγματικά στην κορυφή, και να έχει πραγματικά τεράστια επιτυχία σε αυτή την δουλειά”», είπε.
Δήλωσε, ακόμη, ότι έχοντας ζήσει περίπου τη μισή του ζωή στην Αυστρία και την άλλη μισή στις ΗΠΑ, ταυτοποιήθηκε ως Αυστρο-αμερικανός και τόνισε: «Είμαι εξαιρετικά χαρούμενος που ήρθα στις Ηνωμένες Πολιτείες και έγινα πολίτης αυτής της χώρας, γιατί αυτή η χώρα αντιπροσωπεύει πραγματικά ένα όμορφο όραμα μεγάλων ευκαιριών και ατελείωτων δυνατοτήτων, [είναι η χώρα] όπου ένα όνειρο μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Στην περίπτωσή μου, είμαι το τέλειο παράδειγμα αυτού».
Η αυστριακή καταγωγή του, ωστόσο, σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρώσει το American Dream του φτάνοντας στον Λευκό Οίκο. Ο Αρνι δεν ταίριαζε με το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Το 2003, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση και εξαπάτηση αλλά κατάφερε να εκλεγεί κυβερνήτης της Καλιφόρνια. Και αναπόφευκτα, του δόθηκε το παρατσούκλι Κυβερνήτης… Τελικά αναγνώρισε ως «λάθος» την συμπεριφορά του στη σύζυγό του Μαρία Σράιβερ, η οποία μετά από 25 χρόνια γάμου υπέβαλε αίτηση διαζυγίου, όταν ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της είχε σχέση και παιδί με την οικονόμο τους. Και σε συνέντευξή του το 2014 ανέλαβε ανοιχτά την ευθύνη των πράξεών του.
Η ορμή και η όρεξη για προσωπική ανάπτυξη που αποκάλυψε στον καναπέ του Breakfast Time το 1985 τον πήγε πιο μακριά από ό,τι ίσως φανταζόταν ποτέ, παρατηρεί τέλος ο Γκρεγκ ΜακΚέβιτ στο BBC Culture. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι απλώς να εκμεταλλευτείς αυτές τις ευκαιρίες και στη συνέχεια να μάθεις σε αυτούς τους τομείς», είχε πει τότε, προσθέτοντας «Αν είναι η υποκριτική, να πας σε σχολή υποκριτικής και να ξαναρχίσεις από τα κάτω. Και αυτό είναι το συναρπαστικό στη ζωή, να μπαίνεις σε νέους τομείς και να “πεινάς” για νέα και καλύτερα πράγματα».