| CreativeProtagon/Getty Images
Θέματα

Πώς ο Νικ Κέιβ μοιράζεται το πένθος του με το κοινό του

Σε μια χειμαρρώδη συνέντευξη ο σπουδαίος αυστραλός τραγουδοποιός μιλάει για την αλλαγή του και τη σχέση του με το κοινό του μετά τις τραγικές απώλειές του. Ακόμη αναφέρεται στα ναρκωτικά και γιατί πρέπει να νομιμοποιηθεί η χρήση τους
Protagon Team

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο Νικ Κέιβ ήταν η επιτομή του cool τύπου. Γεννημένος στις 22 Σεπτεμβρίου 1957, σε ένα χωριό της πολιτείας Βικτόρια στην Αυστραλία, ο Νικ Κέιβ ήταν Ελβις Πρίσλεϊ και Λέοναρντ Κοέν μαζί, σε ίσα μέρη, ο rock-goth frontman του συγκροτήματος The Birthday Party και μετά τη διάλυσή του, του Nick Cave and Bad Seeds. Ο πατέρας του δίδασκε Αγγλικά και Μαθηματικά και η μητέρα του ήταν βιβλιοθηκάριος.

Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο, ο Νικ ξεκίνησε σπουδές ζωγραφικής, αλλά γρήγορα τις εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στη μουσική. Ο αυστραλός τραγουδοποιός, ηθοποιός, λογοτέχνης και σεναριογράφος έπαιξε κομβικό ρόλο στη μετα-πάνκ εποχή έχοντας αποκτήσει αναρίθμητους θαυμαστές, που λατρεύουν τις υπαρξιακές μπαλάντες του, στις οποίες μιλά για τη ζωή, την αγάπη, την βία, την προδοσία και, σχεδόν εμμονικά, για τον θάνατο.

Η μοίρα, εξάλλου, φέρθηκε πολύ σκληρά στον «σκοτεινό πρίγκιπα της μουσικής», όπως τον χαρακτηρίζουν συχνά. Μέσα σε έξι χρόνια έχασε δύο από τους τέσσερις γιους του, ενώ και ο ίδιος ήταν μόλις 18 ετών όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του σε τροχαίο. Τον Ιούλιο του 2015 ανασύρθηκε νεκρός από μια απόκρημνη πλαγιά στο Μπράιτον ο 15χρονος γιος του, Αρθουρ, ένα από τα δίδυμα αγόρια, που είχε αποκτήσει το 1999 με την τελευταία σύζυγό του, τη βρετανή σχεδιάστρια μόδας Σούζι Μπικ. Λίγες ημέρες αργότερα έγινε γνωστό ότι το αγόρι είχε κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών πριν από τη μοιραία πτώση σε έναν γκρεμό κοντά στο σπίτι της οικογένειας.

Οταν έγραφε τα σκοτεινά τραγούδια του, σίγουρα δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο θάνατος θα χτυπούσε τόσο σκληρά την οικογένειά του· από εκείνη την ημέρα, όμως, η ζωή του θα άλλαζε οριστικά. «Προσπαθώ να γράψω από τη σκοπιά του ότι μπορεί να συμβεί στη ζωή σου κάτι απολύτως συντριπτικό, το οποίο μπορεί όμως επίσης να είναι λυτρωτικό και όμορφο», λέει ο Νικ Κέιβ σε συνέντευξή του στους New York Times.

Για να μπορέσει, ωστόσο, να εκτιμήσει εκ νέου την εύθραυστη χάρη της ζωής χρειάστηκε πρώτα να περάσει ο ίδιος μέσα από τη φωτιά και να βιώσει έναν ανείπωτο θρήνο. Η τέχνη του αντανακλούσε την αλλαγή. Σεβαστός τραγουδοποιός και ερμηνευτής, που δεν φοβόταν την ηχητική και τη λυρική πρόκληση, ο Κέιβ ήταν ανέκαθεν ένας πρόθυμος κάτοικος στις σκιές της ψυχής. Σταδιακά, όμως, έγινε δημιουργός άλμπουμ και ζωντανών εμφανίσεων ένδοξα καθαρτικών, ενθαρρυντικών και γεμάτων ενσυναίσθηση.

O Nικ Κέιβ τη δεκαετία του ’80 (David Corio/Michael Ochs Archives/Getty Images)

Αλλά και πέρα από τη μουσική, η ανάγκη του Κέιβ να επικοινωνεί με το κοινό του με έναν νέο τρόπο, τον οδήγησε στη δημιουργία της ιστοσελίδας The Red Hand Files, μέσω της οποία καλεί τους αναγνώστες του να του υποβάλουν ερωτήσεις, στις οποίες απαντά ο ίδιος με συγκινητική προσοχή και ηθική σαφήνεια. Οπως λέει στους New York Times, έχει δημοσιεύσει λίγο περισσότερες από 200 απαντήσεις σε ερωτήματα αναγνωστών από τα περίπου 60.000 που του έχουν υποβληθεί μέχρι στιγμής.

Η μεταμόρφωση του 63χρονου Αυστραλού βρίσκεται, επίσης, στο επίκεντρο του βιβλίου του «Faith, Hope and Carnage», που μόλις κυκλοφόρησε και το οποίο αποτυπώνει μια σειρά εκτεταμένων συζητήσεων – συνεντεύξεων του με τον δημοσιογράφο Σον Ο’ Χέιγκαν.

Δυστυχώς, τον Μάιο, λίγο μετά την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων, πέθανε απροσδόκητα και ο Τζέθρο Λάζενμπι, ο μεγαλύτερος γιος του Κέιβ, σε ηλικία 31 ετών, βουλιάζοντας και πάλι τον τραγουδοποιό στην απόλυτη θλίψη. «Νομίζω ότι οι θλιμμένοι άνθρωποι έχουν επίγνωση της ημερομηνίας λήξης της δικής τους δυστυχίας», λέει ο Κέιβ στον Ντέιβιντ Μαρκέζε των New York Times σχετικά με την προοπτική να συνεχίσει να διερευνά δημόσια τις απώλειές του. «Αλλά όσον αφορά τον Αρθουρ και τον Τζέθρο, δεν μπορώ να σκουπίσω τα χέρια μου και να πω, “Εντάξει, τώρα προχωράω”», προσθέτει.

Πώς σκέφτεται, λοιπόν, να προσπαθήσει να προχωρήσει και πάλι ύστερα από μια δεύτερη απώλεια, όπως αυτή; «Πραγματικά, δεν ξέρω πώς να το πω, ξέρω, όμως ότι υπάρχει διέξοδος. Οταν πέθανε ο Αρθουρ, το τρομακτικό ήταν [η σκέψη] το αν θα μπορούσε ποτέ αυτό το συναίσθημα να είναι διαφορετικό και πώς;», απαντάει ο αυστραλός καλλιτέχνης και προσθέτει: «Δεν θέλω ό,τι λέω και ό,τι είμαι να περιστρέφεται γύρω από αυτές τις απώλειες, αλλά νιώθω υποχρεωμένος να ενημερώσω τους ανθρώπους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση θλίψης –και υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιοι άνθρωποι που γράφουν στο The Red Hand Files– ότι υπάρχει διέξοδος. Οι περισσότεροι άνθρωποι, που μου γράφουν ειδικά όσο ακόμα το πένθος τους είναι νωπό, απλώς δεν μπορούν να καταλάβουν τι λέω. Ξέρω ακριβώς πώς νιώθουν», λέει.

Μαζί με τους δίδυμους γιους του, Αρθουρ (αριστερά) και Ερλ, στο ντοκιμαντέρ «20.000 μέρες στη Γη» (Corniche Media/BFI)

Ο Κέιβ, ο οποίος ήταν εξαρτημένος από την ηρωίνη τις δεκαετίες του 1980 και 1990, αλλά είναι καθαρός εδώ και χρόνια, λέει ακόμη στους New York Times ότι «με όρους εθισμού, εθίζεσαι στα ναρκωτικά και μετά σταματάς να παίρνεις και νιώθεις ότι βρίσκεσαι στο “ροζ σύννεφο”, όπως είναι γνωστό. Περπατάς και όλα σε θαμπώνουν. Στη συνέχεια, επιστρέφεις και τελικά πρέπει να αντιμετωπίσεις τη ζωή με τους δικούς της όρους».

Προσθέτει ότι «η θρησκευτική πλευρά της ιδιοσυγκρασίας» του ήταν μεν «πάντα εκεί, αλλά πήρε φωτιά μετά τον θάνατο του Αρθουρ» και μερικές φορές αισθάνεται «πνευματικά πιο ενεργοποιημένος από άλλους, αν και πάντα υπήρχε αυτή η πάλη μεταξύ της θρησκευτικής πεποίθησης και του σκεπτικισμού του λογικού μου εαυτού για αυτή, πράγμα που έβλεπα σαν θρησκευτική αποτυχία σε κάποιο επίπεδο. Κάτι γύρισε μέσα μου, όμως, ώστε να μπορώ τώρα να το δω αυτό όχι σαν αποτυχία, αλλά μάλλον ότι όλη η ενέργεια της δημιουργικότητάς μου είναι μέσα σε αυτόν τον αγώνα. Αυτός ο αγώνας είναι ίσως η ίδια η θρησκευτική εμπειρία», παραδέχεται.

Λέει ακόμη ότι «όταν πέθανε ο πατέρας μου δεν συνειδητοποιούσα την επίδραση της θλίψης. Δεν νομίζω ότι καταλάβαινα τι συνέβαινε στη ζωή μου. Δεν είχα καμιά απολύτως επίγνωση του εαυτού μου πέρα από τις δικές μου επιθυμίες. Οταν πέθανε ο Αρθουρ, βούτηξα στο πιο βαθύ σκοτάδι που μπορεί κανείς να φανταστεί, όπου ήταν σχεδόν αδύνατο να δεις κάτι πέρα από την απόγνωση».

Στιγμιότυπο από συναυλία του στην Αθήνα. «Οι συναυλίες από μόνες τους και αυτή η πράξη αμοιβαίας υποστήριξης με σώζει» λέει ο Κέιβ (IntimeNews)

«Με κάποιο τρόπο, όμως, καταφέραμε με τη Σούζι να ξεφύγουμε από αυτό, και —ξέρω ότι μπορεί να ακούγεται μπανάλ— είχε να κάνει με την ανταπόκριση που άρχισα να έχω από ανθρώπους που συνέχισαν να μου γράφουν και να λένε, κυρίως, “Aυτό συνέβη και σε μένα, και είναι κάτι που σου συμβαίνει, και μπορεί να συμβεί”. Hταν εξαιρετικά συγκινητικό για μένα. Eπίσης στις συναυλίες που έκανα μετά από αυτό, η φροντίδα του κοινού με έσωσε», παραδέχεται και προσθέτει: «Βοηθήθηκα πάρα πολύ από το κοινό μου, και όταν παίζω τώρα, νιώθω ότι δίνω κάτι πίσω. Αυτό που κάνω καλλιτεχνικά εξ ολοκλήρου είναι ότι ξεπληρώνω ένα χρέος. Είναι ότι ο άλλος μου γιος πέθανε. Είναι δύσκολο να μιλήσω για αυτό, αλλά οι συναυλίες από μόνες τους και αυτή η πράξη αμοιβαίας υποστήριξης με σώζει. Οι άνθρωποι λένε, “πώς μπορείς να πας σε περιοδεία”; Αλλά για μένα είναι το αντίστροφο. Πώς θα μπορούσα να μην πάω;».

Τι βλέπει στα μάτια των ανθρώπων που παρακολουθούν τις συναυλίες του; Είναι κάτι καινούργιο; «Απλώς τους βλέπω με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στο παρελθόν, σαν να συνειδητοποιώ ξαφνικά τι είναι ως κοινότητα και ως άτομα. Στο παρελθόν, έβγαινα στη σκηνή και έδινα συναυλίες, καλές ή κακές, αλλά ποτέ δεν με είχε συγκινήσει τόσο βαθιά το ίδιο το κοινό και οι δικές τους χαρές και τα βάσανα και οι ανασφάλειες και όλα τα πράγματα που βλέπεις πραγματικά όταν κοιτάζεις τους ανθρώπους στα μάτια. Δεν ξέρω αν σας δίνω να το καταλάβετε, αλλά το να βλέπεις τώρα ένα κοινό να συγκινείται από αυτό που κάνεις, είναι τεράστιο προνόμιο», απαντάει.

Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν πάντα έτσι. Το Birthday Party, το παλιό συγκρότημα του Νικ Κέιβ, είχε μια πραγματικά αναρχική ενέργεια, που προκαλούσε τριβές με το κοινό. Εκείνη η περίοδος των τριβών ήταν επίσης περίοδος εθισμού. Είχε βρει άραγε στα ναρκωτικά κάποιο δημιουργικό νόημα; «Η αμφεταμίνη, όσον αφορά την καθαρά παθολογική εφαρμογή στη δουλειά, είναι καταπληκτική. Αλλά έχεις την τάση να έχεις υπερδιογκωμένη εκτίμηση για αυτό που δημιουργείς. Δεν νομίζω ότι η ηρωίνη έχει μεγάλη αξία. Σίγουρα σε εμποδίζει, ύστερα από λίγο, να είσαι δημιουργικά υπεύθυνος, επειδή ζεις τη ζωή σου επιθυμώντας το ναρκωτικό. Δεν νομίζω ότι έχει κάποια αληθινά δημιουργική εφαρμογή», απαντάει στον δημοσιογράφο των New York Times.