«O Τζόρτζιο Ναπολιτάνο δεν ήταν ένας συνηθισμένος πρόεδρος της Ιταλίας και ούτε ένας συνηθισμένος κομμουνιστής». Με τη φράση αυτή ο αρθρογράφος του Guardian, Μάρτιν Κετλ, αποχαιρετά τον άνθρωπο που υπήρξε ισόβιο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (PCI) μέχρι τη διάλυσή του το 1991 και εξελέγη πρόεδρος της χώρας του τον Μάιο του 2006.
Ο Ναπολιτάνο γεννήθηκε στη Νάπολη στις 29 Ιουνίου 1925. Ο Μουσολίνι βρισκόταν ήδη στην εξουσία επί τρία χρόνια και την ίδια χρονιά άρχιζε τη μετατροπή του φασισμού σε μονοκομματική δικτατορία με την έκδοση των φασιστικών νόμων.
Γιος ενός φιλελεύθερου αστού δικηγόρου και μιας μητέρας ευγενούς καταγωγής, ο Ναπολιτάνο σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του και έγινε αναγκαστικά μέλος, όπως κάθε φοιτητής, της Πανεπιστημιακής Φασιστικής Ομάδας. Οπως όλοι οι νέοι εκείνης της εποχής ένιωθε τη στενή εποπτεία από το ολοκληρωτικό σύστημα που έθεσε σε εφαρμογή ο φασισμός.
Αμέσως μετά την εγγραφή του στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Νάπολι, το 1944 έγινε μέλος του IKK που εξελίχθηκε μεταπολεμικά στο ισχυρότερο κομμουνιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης.
Εχοντας αναπτύξει αντιφασιστική δράση από το 1942, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1953 και παρέμεινε μέλος της ιταλικής Βουλής, με εξαίρεση μόνο μία νομοθετική περίοδο (1963- 1968) έως το 1996. Η γραμμή του στο εσωτερικό του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν πάντα μετριοπαθής. Υπήρξε ανοικτός στον διάλογο με τους σοσιαλιστές, τις προοδευτικές δυνάμεις του Κέντρου, αλλά και με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρότι αποτελεί πια μια πολιτική προσωπικότητα που ανήκει στο παρελθόν, σημειώνει ο Κετλ, ο Ναπολιτάνο «έχει ακόμη πολλά να μας διδάξει για το πώς πρέπει να σκεφτόμαστε και να ασκούμε προοδευτική πολιτική στη δεκαετία του 2020 και μετά από αυτή».
Οπως σημείωσε ο Δημήτρης Αντωνίου στην εφημερίδα «Τα Νέα», o Ναπολιτάνο άλλαξε (μαζί με) την Ιταλία: «Ο βίος του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και η μακρόχρονη ενασχόλησή του με την πολιτική συμπίπτουν με τη μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας. Αυτό ίσως εξηγεί και το πώς ένας σταλινικός στα νιάτα του κομματικός γραφειοκράτης καταλήγει στις εσχατιές της ζωής του να ενσαρκώνει το δημοκρατικό κεκτημένο και το ευρωπαϊκό πεπρωμένο μιας χώρας παροιμιώδους κυβερνητικής αστάθειας και να κατακτά τεράστια διεθνή αναγνώριση και εγχώρια δημοφιλία».
Υπήρξε ένας διανοούμενος της πολιτικής, δεινός αναγνώστης, πολυγραφότατος με τεράστιες γνώσεις για τον πολιτισμό και μεγάλη αγάπη για τις τέχνες. «Αλλά αυτό που πραγματικά τον έκανε ξεχωριστό ήταν μια άλλη ιδιότητά του: υπήρξε ένας από τους πιο εξέχοντες και αφοσιωμένους μετριοπαθείς της ευρωπαϊκής Αριστεράς» τονίζει ο Κετλ.
Το 1992 ο Ναπολιτάνο εξελέγη πρόεδρος της ιταλικής Βουλής, ενώ το 2005 ορίστηκε από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρλο Ατζέλιο Τσάμπι, ισόβιος γερουσιαστής. Στις 10 Μαΐου 2006 εξελέγη Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας. Ηταν 81 ετών και έγινε ο πρώτος κομμουνιστής και ο γηραιότερος πολιτικός στην Ιταλία που καταλάμβανε αυτό το αξίωμα.
Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κλήθηκε να διαχειριστεί κρίσιμες φάσεις της νεότερης ιταλικής ιστορίας, με κυριότερη την παραίτηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι από την πρωθυπουργία και τη διαδοχή του από τον τεχνοκράτη οικονομολόγο Μάριο Μόντι, τον Νοέμβριο του 2011.
Oπως θυμίζουν οι New York Times, το φθινόπωρο του 2011 το δημόσιο χρέος της Ιταλίας είχε εκτοξευθεί στα 2,6 τρισεκατομμύρια δολάρια, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, και τα επιτόκια δανεισμού είχαν εκτοξευθεί σε επίπεδα άνω του 7%. Η δημοσιονομική καταστροφή ήταν κοντά και οι οικονομολόγοι φοβούνταν ότι αν όντως συνέβαινε θα έσπερνε τον πανικό στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Η κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι πρότεινε κάποια μέτρα λιτότητας, αλλά η πολιτική του δύναμη είχε διαβρωθεί μετά από χρόνια σεξουαλικών και οικονομικών σκανδάλων.
«Διαβλέποντας τα χειρότερα, ο κ. Ναπολιτάνο είχε θέσει μήνες νωρίτερα τις βάσεις για τη μετάβαση, συνομιλώντας με ιταλούς πολιτικούς, οικονομικούς παράγοντες, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αμερικανούς αξιωματούχους και την Τράπεζα της Ιταλίας, εξετάζοντας πιθανούς υποψηφίους και προετοιμάζοντας μια νέα οικονομική ατζέντα και μια βιώσιμη εναλλακτική λύση στην κυβέρνηση Μπερλουσκόνι. Αν και η κρίση συγκέντρωνε αργά τις δυνάμεις της, το τέλος της ήρθε τελικά γρήγορα» σχολιάζει η αμερικανική εφημερίδα.
Η ταχεία διαχείριση της κρίσης και της επαπειλούμενης μετάδοσής της επιτεύχθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό χάρη στη διορατικότητα και την προετοιμασία του Ναπολιτάνο όσο τα πράγματα χειροτέρευαν. Οταν στις 12 Νοεμβρίου 2011 ο Μπερλουσκόνι υπέβαλε την παραίτησή του από πρωθυπουργός οι πολίτες στη Ρώμη πανηγύριζαν κορνάροντας και ανεμίζοντας ιταλικές σημαίες για να το γιορτάσουν. Την επόμενη ημέρα, ο Ναπολιτάνο διόρισε νέο πρωθυπουργό τον Μάριο Μόντι, οικονομολόγο και πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο οποίος είχε ήδη προτείνει μια λίστα εμπειρογνωμόνων για το υπουργικό του συμβούλιο καθώς και συγκεκριμένα σχέδια για οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Ο διορισμός αυτός έτυχε πολύ καλής υποδοχής από τους διεθνείς θεσμούς, οι οποίοι επαίνεσαν τον Ναπολιτάνο. Οι αγορές σταδιακά ηρέμησαν. Παράλληλα ωστόσο, όπως σημειώνει η γαλλική εβδομαδιαία εφημερίδα Journal du Dimanche, η εξέλιξη αυτή κατέδειξε την αδυναμία των πολιτικών ηγετών της χώρας καθώς και τη βαθιά δυσπιστία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας απέναντί τους: «Ακριβώς επειδή ο Μάριο Μόντι δεν είχε πολιτική εμπειρία, η κυβέρνησή του θα ήταν μια κυβέρνηση Μόντι-Ναπολιτάνο».
Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνει η Le Monde, ο Ναπολιτάνο «κατάφερε να μετατρέψει μια θεσμική εντολή με περισσότερο συμβολική παρά πραγματική ισχύ σε ηθική σταθερά, σε μια εποχή που η οικονομική κρίση η οποία ξεκίνησε το 2008 και οι σεξουαλικές περιπέτειες του Σίλβιο Μπερλουσκόνι απειλούσαν να καταστρέψουν οριστικά τη φήμη της Ιταλίας».
Μετά τη λήξη της θητείας του, το 2013, λόγω αδυναμίας του κοινοβουλίου να συμφωνήσει στην επιλογή μιας νέας προσωπικότητας, ο Ναπολιτάνο δέχθηκε να επανεκλεγεί για μια περιορισμένης διάρκειας θητεία. Παραιτήθηκε τελικά στις 14 Ιανουαρίου 2015 και επανήλθε στη θέση του ισόβιου γερουσιαστή.
«Ανοιχτόμυαλοι, προοδευτικοί πολιτικοί όπως ο Ναπολιτάνο, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν και να προσαρμοστούν, έμαθαν με τον δύσκολο τρόπο ότι ο ουτοπισμός δεν λειτουργεί, είναι αντιδημοφιλής και γίνεται καταπιεστικός. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ειπωθεί για άλλους, τότε και τώρα, στην Ιταλία και αλλού, για τους οποίους η αριστερή πολιτική εξακολουθεί να σχετίζεται πιο πολύ με το δόγμα παρά με την πρακτική αντιμετώπιση των προβλημάτων», αναφέρει κλείνοντας ο Κετλ στον Guardian.